Με το μυαλό των άλλων

Η συζήτηση - ακριβέστερα: η διαμάχη - για τον αριθμό των ωρών διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη Μέση Εκπαίδευση γινόταν πάντοτε στον τόπο μας,

Η συζήτηση –ακριβέστερα: η διαμάχη –για τον αριθμό των ωρών διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής γλώσσας στη Μέση Εκπαίδευση γινόταν πάντοτε στον τόπο μας, και γίνεται και σήμερα, με όρους κυρίως ιδεοληπτικούς. Η μοναδικότητα αυτής της διαμάχης έγκειται στο γεγονός ότι στην πρώτη γραμμή της σύγκρουσης βρίσκονται –παρά τα υποτιθέμενα γλωσσολογικά επιχειρήματά τους –αντίπαλοι της ίδιας (παρά τη διαφορετική ιδεολογικοπολιτική αμφίεσή της) ιδεολογηματικής, δηλαδή συντηρητικής, νοοτροπίας (η ιδεοληψία είναι το βασικό χαρακτηριστικό της συντηρητικής ιδεολογίας). Από τη μια έχουμε τους εθνολάγνους, και ως εκ τούτου αρχαιολάτρες, που υπερασπίζονται με πάθος τα εδάφη της διδασκαλίας της αρχαίας ελληνικής. Και από την άλλη τους παλλόμενους, και ως εκ τούτου αρχαιόφοβους, αντιεθνοκεντρικούς που αγωνίζονται με ανάλογη αποφασιστικότητα για να δοθούν τα εδάφη αυτά σε άλλες καλλιέργειες, μόνο και μόνο επειδή τα υπερασπίζονται οι ελληνοκεντρικοί. Θέλω να πω ότι το να αντιμάχεσαι μια θέση, πιστεύοντας ότι είναι εξ ορισμού λανθασμένη επειδή την υπερασπίζονται εκείνοι που τους θεωρείς ιδεολογικούς σου αντιπάλους, αποτελεί ιδεολογηματική πράξη, γιατί δείχνει ότι σκέφτεσαι όχι με το μυαλό σου αλλά κατ’ αντίθεση προς το μυαλό των άλλων.
Για να δώσω ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα από την τρέχουσα «συζήτηση» επί του θέματος. Γνωστός διανοούμενος δημοσιογράφος, ευφυής κατά τα άλλα αλλά υπέρμετρα αντιεθνοκεντρικός, επικαλείται («Τα Νέα», 6.6.2016) τις απόψεις του μαχητικότερου κήρυκα της αποβολής της αρχαίας γλώσσας από το γυμνάσιο Εμμανουήλ Κριαρά, χωρίς να αντιλαμβάνεται την απλοϊκότητά τους. «Δεν είμαι ειδικός» γράφει ανασύροντας μια παλαιά συνέντευξή του με τον Κριαρά, «αλλά μαζί με την όποια πείρα μου εμπιστεύομαι κι έναν σοφό άνθρωπο που δούλεψε για τη γλώσσα». «Ο Κριαράς» συνεχίζει παραθέτοντας ένα χωρίο από τη συνέντευξη «ήταν σαφής: «Αλλο η αρχαία ελληνική γλώσσα, άλλο η νέα. […] Σε ένα χάος βρισκόμαστε σήμερα που διδάσκεται στο Γυμνάσιο και η νέα και η αρχαία. Τάχα διδάσκεται. Δεν διδάσκεται. […] Το παιδί που ξέρει τη δημοτική από τη μάνα του διδάσκεται το ειμί, χωρίς να το μαθαίνει. Αλλη γλώσσα. Η μία είναι η μάνα, η άλλη το παιδί. Το ίδιο είναι; Οχι. Αρα είναι δύο γλώσσες»».
Αυτά λέγονται το 2006. Δηλαδή, σε μιαν εποχή που η αντιπαλότητα ανάμεσα στη δημοτική και την καθαρεύουσα είχε από καιρό πάψει, με τη συντακτική και μορφολογική σύνθεσή τους σε μια κοινή νεοελληνική, ο Κριαράς μιλούσε σαν να βρισκόμασταν ακόμη στην ηρωική εποχή του δημοτικισμού και προσπαθούσε να πείσει ότι το σωστό θηλυκό του γραμματέας είναι το γραμμάτισσα. Ετσι δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει η επιμονή με την οποία υποστηρίζει ότι η αρχαία και η δημοτική (όχι η νεοελληνική κοινή) είναι δύο διαφορετικές γλώσσες, την ίδια στιγμή που αναγνωρίζει –χωρίς να αντιλαμβάνεται την αντίφαση –ότι η δεύτερη είναι το παιδί της πρώτης, σαν το παιδί να μη συνδέεται με τη μάνα και με γλωσσικούς δεσμούς.
Το πρόβλημα με τον διανοούμενο δημοσιογράφο που επικαλείται τις απόψεις του Κριαρά είναι ότι διανοείται λιγότερο με το μυαλό του και περισσότερο με το μυαλό του Κριαρά. Το πρόβλημα με τον σοφό, κατά τα άλλα, Κριαρά είναι ότι σκέφτεται λιγότερο με το μυαλό του φιλολόγου Κριαρά και περισσότερο με το μυαλό του αριστερού δημοτικιστή Κριαρά. Σύμφωνα με τον οποίο ο [παλαιοημερολογίτικος πλέον] αγώνας για τη δημοτική σημαίνει εξ ορισμού προοδευτικότητα, ενώ η διδασκαλία της αρχαίας για τον [καλύτερο] χειρισμό της κοινής νεοελληνικής δηλώνει αναγκαστικά συντήρηση (ο Κριαράς διαφωνεί ή παραβλέπει ότι η βασική γνώση της αρχαίας δίνει πρόσβαση σε όλες τις μορφές της καθαρεύουσας). Βέβαια ο φλογερός αντιελληνοκεντρικός δημοσιογράφος έχει πάψει (και σωστά) να έχει περί πολλού τις αριστερές (όπως εμφανίζονται στον τόπο μας) ιδέες. Ομως συμπάθεια για τα αρχαία σημαίνει γι’ αυτόν ελληνολατρία, με αποτέλεσμα να παραβλέπει τη διαφορά ανάμεσα στη «δημοτική» των κειμένων του Κριαρά και στη γλώσσα των δικών του κειμένων.
Διότι κυρίως περί της γραπτής γλώσσας πρόκειται. Και διότι για τον Κριαρά της εν λόγω συνέντευξης η γραφή δεν είναι γλώσσα: «Αλλο γραφή και άλλο γλώσσα. Ενώ η γλώσσα είναι κάτι ζωντανό, η γραφή είναι σύμβαση, Σύμ-βα-ση» (ο επιτονισμός δικός του). Και τη μεν ζωντανή γλώσσα «το παιδί την ξέρει από τη μάνα του». Αρκεί όμως αυτή η γλώσσα για τη διανοητική ανάπτυξη του ανθρώπου χωρίς τη συμβολή της «συμβατικής» γραπτής; Και δεν είναι ωφέλιμη για την ευρωστία της γραπτής η πλούσια διαχρονία της γλώσσας μας; Την οποία, βέβαια, όπως και τη γραπτή, δεν τη μαθαίνει κανείς από τη μάνα του.
Η απάντηση στο διπλό ερώτημα αν η αρχαία πρέπει να διδάσκεται από το γυμνάσιο και πόσο δεν μπορεί να δοθεί αν προηγουμένως δεν ληφθεί υπόψη η απάντηση στο εξής: Ανάμεσα σε δύο αποφοίτους του λυκείου με ισοδύναμο γλωσσικό αισθητήριο, από τους οποίους ο ένας διδάχτηκε την αρχαία και στο γυμνάσιο και στο λύκειο και ο άλλος μόνο στο λύκειο, ποιος θα είναι σε θέση να χειριστεί καλύτερα τη σημερινή ελληνική (προφορική και γραπτή);
Τη σωστότερη απάντηση σε αυτό δεν θα μπορούσαν να τη δώσουν παρά μόνο οι σοβαροί, δηλαδή οι χωρίς ιδεοληψίες, ειδικοί.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.