Το κορίτσι που δεν ήταν ό,τι οι άλλοι

Ο Φίλιπ Ροθ είναι από τους πιο μεταφρασμένους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς στη γλώσσα μας - και από τους δημοφιλέστερους.

Philip Roth
Τότε που ήταν καλό κορίτσι
Μετάφραση Μαργαρίτα Ζαχαριάδου.
Εκδόσεις Πόλις, 2016.
σελ. 464, τιμή 20 ευρώ

Ο Φίλιπ Ροθ είναι από τους πιο μεταφρασμένους σύγχρονους αμερικανούς συγγραφείς στη γλώσσα μας –και από τους δημοφιλέστερους. Με την έκδοση του Τότε που ήταν καλό κορίτσι (το οποίο κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ το 1967) συμπληρώνεται και στη χώρα μας η πρώτη μυθιστορηματική τριλογία του, η οποία αποτελείται από το Αντίο Κολόμπους (που δεν είναι ακριβώς μυθιστόρημα αλλά νουβέλα), το Κι ό,τι θέλει ας γίνει (όπως έχει αποδοθεί στα ελληνικά ο τίτλος του πρωτοτύπου Letting Go, το οποίο είναι αδύνατον να μεταφραστεί) και το παρόν μυθιστόρημα, που εκδόθηκε το 1967. Ο τίτλος προέρχεται από ένα ποίημα του Χένρι Γουάντσγουαρθ Λονγκφέλοου, του πιο διάσημου αμερικανού ποιητή του 19ου αιώνα, τον οποίο ελάχιστοι διαβάζουν σήμερα.

Ο Ροθ ως τότε δεν είχε γνωρίσει τη διασημότητα η οποία ήλθε με το Σύνδρομο Πορτνόι το 1969. Εκτοτε, ό,τι εξέδωσε γνώρισε την επιτυχία τόσο από πλευράς κυκλοφορίας όσο και κριτικής απήχησης –παρά τις όποιες περιστασιακές ενστάσεις της κριτικής.
Το ύφος του Ροθ, λέγεται, άλλαξε μετά το Τότε που ήταν καλό κορίτσι. Υπερβολές, βέβαια. Εκείνο που άλλαξε –και όχι μόνο μία φορά –ήταν το εύρος της θεματογραφίας του. Αλλά το μυθιστόρημα αυτό έχει δύο χαρακτηριστικά γνωρίσματα που δεν υπάρχουν στο υπόλοιπο έργο του Ροθ: πρώτον, ότι οι χαρακτήρες του δεν είναι Αμερικανοεβραίοι αλλά προτεστάντες και δεύτερον ότι είναι το μοναδικό του έργο στο οποίο πρωταγωνιστεί γυναίκα, η Λούσι Νέλσον, από τις αντιπροσωπευτικότερες μορφές στη μεταπολεμική αμερικανική πεζογραφία.
Ψυχολογικό μελό


Πρόκειται ασφαλώς για ρεαλιστικό μυθιστόρημα, κατά τα πρότυπα, ως έναν βαθμό, του 19ου αιώνα αλλά στην ουσία είναι οικογενειακό μελό, γραμμένο όμως με υψηλές λογοτεχνικές απαιτήσεις από έναν σοβαρό και ανήσυχο συγγραφέα. Το μελό δεν είναι αναγκαστικά κακό, υπό την προϋπόθεση ότι δεν είναι μόνο μελό –και το ερεθιστικό αυτό μυθιστόρημα δεν είναι. Ο Ροθ δίνει στους χαρακτήρες του ψυχολογικό βάθος, αντιπροσωπευτικότητα και επιπλέον μια ιδιοτυπία χαρακτηριστική σε όλο του το συγγραφικό έργο.
Είναι εξαιρετικά δύσκολο για έναν πεζογράφο να δημιουργήσει χαρακτήρες που προέρχονται από την καθημερινότητα και ταυτοχρόνως να τους παρουσιάσει με τέτοιον τρόπο ώστε να τους θεωρεί ο αναγνώστης μοναδικούς. Αυτό μόνον οι εξαιρετικά ταλαντούχοι και ιδιοφυείς, όπως ο Ροθ, μπορούν να το επιτύχουν.
Μια «φανατική» ηρωίδα


Ολο το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σαν να θέλει να αναδείξει την προσωπικότητα της κεντρικής του ηρωίδας, Λούσι Νέλσον. Η τοπογραφία του (μια μικρή πόλη των Μεσοδυτικών Πολιτειών στη δεκαετία του 1940) είναι αντανάκλαση του κόσμου στον οποίον ζει αλλά και εκείνου που συνιστά την προσωπικότητά της.
Η Λούσι είναι φανατική στις απόψεις της από πολύ μικρή, έχει βεβαιότητες για τα πάντα, η γνώμη των άλλων, όταν δεν συμφωνεί με τη δική της, δεν την ενδιαφέρει, οι οικογενειακοί δεσμοί είναι μεν σημαντικοί αλλά αν κάποια μέλη της οικογένειας δεν συμφωνούν με τις Αρχές της, δεν παίζουν κανέναν ρόλο. Γι’ αυτό και δεν διστάζει να καταγγείλει τον αλκοολικό πατέρα της στην αστυνομία για ένα παράπτωμά του με αποτέλεσμα να τον κλείσουν στη φυλακή.
Η άτεγκτη ηθική της προκαλεί τη μια στιγμή τη συμπόνια και την άλλη την απέχθεια του αναγνώστη, όμως γι’ αυτό που είναι υπάρχουν σοβαρές αιτίες. Είναι μια κοπέλα που την έχει τραυματίσει βαθύτατα η συμπεριφορά του πατέρα στη μητέρα της και γεμάτη οργή για την ανευθυνότητα και την επιπολαιότητά του. Η ηθικολογία της παραμένει αθεράπευτη, όπως και η οργή της. Ο οργισμένος άνθρωπος υποφέρει γιατί δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον κόσμο αλλά κατά βάθος δεν μπορεί να συμφιλιωθεί με τον εαυτό του. Η οργή της Λούσι είναι αποτέλεσμα της ηθικής της και η συνέπειά της η δυστυχία.
Αφού καταγγείλει τον πατέρα της στην αστυνομία, στρέφεται στη συνέχεια εναντίον όλων των ανδρών με πρώτο τον σύζυγό της. Κι όμως δεν ήταν πάντα αυτό που έγινε στα τελευταία χρόνια της εφηβείας της, μια ακραία έκφραση του περιβάλλοντός της, μια πεισματάρα νεαρή που δεν δέχεται τη σχετικότητα των πραγμάτων. Ηθελε κι εκείνη να ζήσει μια ήρεμη ζωή, να πάει στο κολέγιο, να σπουδάσει. Κι έγινε εκείνο που την έκαναν, ή πιο σωστά: αυτό που δεν ήταν όλοι οι άλλοι.
Θα δυστυχήσει ως γυναίκα, αφού παντρεύεται τον Ρόι που δεν τον αγαπά, μόνο και μόνο επειδή έχει μείνει έγκυος από αυτόν. Τον αναγκάζει μάλιστα να την παντρευτεί γιατί θεωρεί ότι σε τέτοιες περιπτώσεις μόνον ο γάμος αποτελεί λύση. Ο Ρόι συμπεριφέρεται σαν παιδί, είναι ασήμαντος, επιπόλαιος, ανίκανος για οτιδήποτε, αυτό που οι Αμερικανοί αποκαλούν loser (αποτυχημένος). Η Λούσι είναι δεκαεπτά ετών, εκείνος είκοσι ενός και ο νους του, όπως και όλων των νεαρών της εποχής, είναι μόνο στο πώς θα βρει ένα κορίτσι να κάνει έρωτα μαζί του. Αυτό που τον έλκει στη Λούσι είναι η σοβαρότητα με την οποία συμπεριφέρεται και εκφράζει τις απόψεις της. Με έναν ανεύθυνο πατέρα και έναν άντρα που δεν είναι ικανός για τίποτε η Λούσι θα υποφέρει με πείσμα χωρίς να ενδώσει ούτε στις κοινωνικές ούτε στις ενδοοικογενειακές συμβάσεις ως την τελική της κατάρρευση.
«Η απέχθεια και η οργή»


Αν σκεφτεί κανείς ότι το βιβλίο αυτό εξεδόθη στα τέλη της δεκαετίας του 1960, περίοδο ανατροπών στην οποία τα κινήματα απελευθέρωσης και η σεξουαλική επανάσταση κυριαρχούσαν, αντιλαμβάνεται την ιδιοφυΐα του Ροθ να παρουσιάσει μια τέτοια ηρωίδα. Δεν απορεί κανείς που κατηγορήθηκε από πολλούς (ανάμεσα στους οποίους και εκπρόσωποι του φεμινιστικού κινήματος –και οι κατηγορίες συνεχίζονται και σήμερα) για μισογυνισμό. Από την άλλη πλευρά, υπήρξαν άλλοι τόσοι και τόσες που τον υπερασπίστηκαν. Την απάντηση έδωσε ο ίδιος χρόνια αργότερα σε συνέντευξή του στο περιοδικό Paris Review. «Το βρώμικο μυστικό της εποχής μας δεν είναι το σεξ αλλά η απέχθεια και η οργή». Και όντως, αυτά είναι τα κύρια γνωρίσματα της πρωταγωνίστριάς του στο Τότε που ήταν καλό κορίτσι. Βεβαίως απέχθεια και οργή υπάρχουν και σε άλλα βιβλία του Ροθ, σε μικρές ή σε μεγάλες δόσεις. (Χαρακτηριστικά αναφέρω την Αγανάκτηση και το Θέατρο του Σάμπαθ).
Ο αναγνώστης δεν θα βρει στο μυθιστόρημα αυτό κάποια από τα βασικά γνωρίσματα του Ροθ που κυριαρχούν στα μεταγενέστερα βιβλία του: την ειρωνεία και το υποδόριο χιούμορ –με εξαίρεση ίσως την αμφισημία του τίτλου. Ακόμη, και η τοπογραφία εδώ είναι διαφορετική: δεν έχουμε όπως στα άλλα βιβλία του το περιβάλλον του Νιου Τζέρσι και της Νέας Υόρκης όπου το εβραϊκό στοιχείο παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά τον περίγυρο των Μεσοδυτικών Πολιτειών στις οποίες ο προτεσταντικός πουριτανισμός μπορεί να μην ήταν όσο έντονος στις πολιτείες του Νότου, όμως παρά ταύτα ισχυρός ακόμη, τουλάχιστον στην εποχή όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Το μυθιστόρημα είναι βέβαια χωρίς αμφιβολία Ροθ, γραμμένο στο ύφος που τον καθιέρωσε ως έναν από τους κορυφαίους μεταπολεμικούς πεζογράφους της χώρας του.

Ατμόσφαιρα, ρυθμός, αμεσότητα
Θα αναρωτιόταν κανείς αν αυτά σημαίνουν κάτι για έναν Ευρωπαίο. Το αναγνωστικό κοινό ωστόσο σήμερα στη χώρα μας, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη, είναι πολύ πιο εξοικειωμένο με την αμερικανική τοπογραφία και την Ιστορία των ΗΠΑ από όσο πριν από τριάντα χρόνια. Και ένα λογοτεχνικό έργο δεν κρίνεται από τέτοια, εξωτερικά εν πολλοίς, γνωρίσματα. Ο Ροθ μας μεταφέρει στην εποχή και τον τόπο με απαράμιλλη μαεστρία, που είναι χαρακτηριστική και στα άλλα βιβλία του. Οι περιγραφές, η αίσθηση του χώρου, η ικανότητά του να σε εισάγει στα δρώμενα με άνεση (αν και πίσω από την άνεση αυτή κρύβεται πολύς συγγραφικός μόχθος), η αμεσότητα αλλά και η λοξή πού και πού ματιά είναι ανεπανάληπτες. Για να μη μιλήσουμε για τη φυσικότητα των διαλόγων του και τη συμβολή τους στην ανάπτυξη της υπόθεσης και στον αφηγηματικό ρυθμό.
Φτάνοντας ο αναγνώστης στα δύο τρίτα περίπου του βιβλίου δεν θέλει να το αφήσει από τα χέρια του, όχι τόσο για να μάθει τι θα συμβεί παρακάτω όσο γιατί περιμένει να δει πώς θα ολοκληρωθεί το δράμα που αφηγείται ο συγγραφέας –κι ας το μαντεύει λίγο-πολύ. Και βέβαια οι εικόνες της επαρχιακής Αμερικής που περιγράφει ο Ροθ είναι τόσο ζωντανές που σου δίνουν την αίσθηση πως ο χρόνος και ο τόπος του μυθιστορήματος είναι και σήμερα παρόντες.
Οσοι έχουν γοητευθεί από τα κατοπινά μεγάλα έργα του Ροθ, τη Συνωμοσία εναντίον της Αμερικής ή το Παντρεύτηκα έναν κομμουνιστή λ.χ., δεν θα απογοητευθούν από το μυθιστόρημα αυτό. Στον Ροθ δεν θα συναντήσει κανείς νεκρές ζώνες, όπως συμβαίνει δυστυχώς κάποτε σε έναν άλλο κορυφαίο αμερικανό πεζογράφο: τον Νόρμαν Μέιλερ, που το εκρηκτικό του ταλέντο τον παρέσυρε ορισμένες φορές σε υπερβολές.
Η Μαργαρίτα Ζαχαριάδου ανήκει στις καλύτερες μεταφράστριές μας. Εχει μεταφέρει το μυθιστόρημα του Ροθ στα ελληνικά με εξαιρετικό τρόπο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.