Πορτοκαλιές στον Λίβανο

Ο καταιγισμός των μυθιστορημάτων που προέρχονται από τον αγγλόφωνο κόσμο έχει δημιουργήσει την εντύπωση πως μόνο από εκεί προέρχεται η σύγχρονη καλή πεζογραφία.

Σαρίφ Μαζνταλάνι
Το μεγάλο σπίτι
Μετάφραση Γιάννης Στρίγκος
Εκδόσεις Καστανιώτη, 2016,
σελ. 328, τιμή 15,90 ευρώ

Ο καταιγισμός των μυθιστορημάτων που προέρχονται από τον αγγλόφωνο κόσμο έχει δημιουργήσει την εντύπωση πως μόνο από εκεί προέρχεται η σύγχρονη καλή πεζογραφία. Οχι μόνο στη χώρα μας αλλά και στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία σχεδόν στο σύνολό της τα τελευταία τριάντα χρόνια συνέβη ό,τι και στον κινηματογράφο: ο αγγλοσαξονικός δεινόσαυρος έχει κυριαρχήσει, με αποτέλεσμα σημαντικά έργα που έχουν γραφτεί σε άλλες γλώσσες ή να παραμένουν άγνωστα ή να περνούν απαρατήρητα. Το Μεγάλο σπίτι του Λιβανέζου Σαρίφ Μαζνταλάνι, που κυκλοφόρησε στη Γαλλία το 2005, είναι ένα πρώτης κατηγορίας μυθιστόρημα, εφάμιλλο του τελευταίου του, Villa des femmes, που τιμήθηκε πέρυσι με το βραβείο Jean Giono.

Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον –αν και άλλης τάξεως –το ότι η ευρωπαϊκή λογοτεχνία «αιμοδοτείται» σήμερα από συγγραφείς οι οποίοι προέρχονται από τον Τρίτο Κόσμο (την Αφρική λ.χ. ή τη Μέση Ανατολή) και γράφουν κυρίως στα γαλλικά ή στα αγγλικά. Είναι υπερβολή φυσικά αυτό που γράφτηκε στον γαλλικό Τύπο: ότι θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Μαζνταλάνι έναν νέο Προυστ. Δεν υπάρχει όμως αμφιβολία ότι ο συγγραφέας του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο όχι μόνο τον επηρέασε ως προς το ύφος αλλά και του δίδαξε πώς να χρησιμοποιεί την τέχνη της μνήμης στη μυθοπλασία και ιδίως πώς να αξιοποιεί τη φαντασία μέσω των μνημονικών ανακλήσεων.
Το παράδειγμα του Προυστ


Κατά το παράδειγμα του Προυστ ο Μαζνταλάνι έγραψε ένα μυθιστόρημα στο οποίο τα αυτοβιογραφικά στοιχεία, όπως και τα πραγματικά γεγονότα, είναι περίτεχνα ενταγμένα στην αφήγηση. Το μυθιστόρημά του είναι μια μοντέρνα σάγκα, ένα γλυκόπικρο παραμύθι που αρχίζει στα τέλη του 19ου αιώνα και φθάνει ως τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Πρόκειται για την ιστορία της οικογένειας Νασάρ, ο πατριάρχης της οποίας λέγεται Ουακίμ, που είναι και ο μεγάλος πρωταγωνιστής.
Ο αφηγητής μάς δίνει όχι στρωματογραφικά αλλά πρισματικά την ιστορία, τις περιπέτειες της οικογένειας Νασάρ, οι οποίες αντιστοιχούν σε μια μικρογραφία αυτών του Λιβάνου, του χαρακτήρα και της κοινωνίας του, κύτταρο της οποίας αποτελούσε (υποθέτει κανείς ότι αποτελεί και σήμερα) η οικογένεια ή, πιο σωστά, ό,τι συνιστά τον δομικό της ιστό.
Ο Ουακίμ Νασάρ, που το επάγγελμά του ήταν «μεσάζων», δηλαδή ένα είδος μεσίτη (ή διαμεσολαβητή, αν προτιμάτε), στα τέλη του 19ου αιώνα αναγκάζεται να εγκαταλείψει τον τόπο του και να εγκατασταθεί σε μια περιοχή Μαρωνιτών. Εκεί συλλαμβάνει μια εκπληκτική ιδέα: ενώ οι ντόπιοι καλλιεργούν ελιές και μουριές, αυτός αρχίζει να καλλιεργεί πορτοκαλιές. Η επιτυχία δεν θα αργήσει να έλθει. Και θα είναι τεράστια. Ο Ουακίμ κτίζει ένα μεγάλο σπίτι –το σπίτι, κάθε σπίτι, είναι μείζον σύμβολο της οικογένειας- και απολαμβάνει την εκτίμηση και τον θαυμασμό των ντόπιων. Ο Μαζνταλάνι εδώ, εμμέσως πλην σαφώς, υποδεικνύει πως η νεωτερικότητα και το επακόλουθό της, η πρόοδος, δεν αποτελούν προνόμια των δυτικών κοινωνιών. Η εφευρετικότητα και η πρόοδος είναι σύμφυτα με τον πολυεθνικό ή, αν προτιμάτε, τον πολυθρησκευτικό χαρακτήρα του Λιβάνου, τόπο συνάντησης της Δύσης με την Ανατολή.
Από την επιτυχία στην καταστροφή
Τα μέλη της οικογένειας Νασάρ είναι χριστιανοί ορθόδοξοι και έχουν δεσμούς με τη Γαλλία (όπως και ο συγγραφέας που η μητρική του γλώσσα δεν είναι τα αραβικά αλλά τα γαλλικά). Ωστόσο ο Λίβανος εκείνη την εποχή αποτελούσε τμήμα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οταν ξεσπά ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, οι Οθωμανοί συντάσσονται με τις Κεντρικές Δυνάμεις (τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία). Αυτό θα δημιουργήσει τεράστια προβλήματα στην οικογένεια Νασάρ, τα οποία σε συνδυασμό με τις ενδοοικογενειακές διαφορές και συγκρούσεις θα την οδηγήσουν σε μεγάλες περιπέτειες με τις οθωμανικές Αρχές και στην οικονομική καταστροφή.
Αλλά καμιά καταστροφή δεν σηματοδοτεί το τέλος, όταν οι ανθρώπινοι δεσμοί είναι αρκετά ισχυροί και κυρίως όταν σε αυτούς στηρίζεται μια κοινωνία με βεβαρημένο παρελθόν καταστροφών και πολέμων. Το μεγάλο σπίτι μεταφέρεται έτσι, μέσω των μνημονικών ανακλήσεων, στο παρόν, σαν ένα κέλυφος του χρόνου που ανακαλείται διά της αφηγήσεως. Αν κλείνοντας το βιβλίο ο αναγνώστης καταλήγει σε ένα συμπέρασμα είναι πως τίποτε δεν χάνεται για πάντα όταν το αίσθημα της συναλληλίας και της κοινότητας είναι ισχυρό ανάμεσα στους ανθρώπους. Και τότε ο χρόνος απαλύνει τα πάντα και λειαίνει τις διαφορές. Τα υπόλοιπα είναι προσωρινά.
Ρομαντισμός και Ιστορία


Στο μυθιστόρημα αυτό υπάρχει ρομαντισμός, αλλά ρομαντισμός μιας άλλης μορφής, αφού εδώ οι περιπέτειες των πρωταγωνιστών γίνονται περιπέτειες της μνήμης. Ο συγγραφέας προέβη, όπως έχει πει ο ίδιος συνεντεύξεις του, σε εξονυχιστική έρευνα προκειμένου να συλλέξει όσο το δυνατόν περισσότερα στοιχεία. Του πήρε τέσσερα χρόνια να γράψει το Μεγάλο σπίτι. Και ό,τι δεν κατάφερε να βρει και ό,τι χάθηκε το αναπλήρωσε μέσω των προσωπικών του εμπειριών και της φαντασίας. Γιατί στη μυθοπλασία εκείνο που μετράει δεν είναι το αληθές αλλά το αληθοφανές. Η πεζογραφία δημιουργικής φαντασίας, και πρωτίστως το μυθιστόρημα, όπως το διαμόρφωσαν οι μεγάλοι ρεαλιστές του 19ου αιώνα, βασίζεται μεν στην Ιστορία, αλλά στόχος του είναι να την υπερβεί μέσω του μύθου. Κι αυτό το επιτυγχάνει με εξαίρετο τρόπο ο Μαζνταλάνι σε τούτο το σημαντικό βιβλίο. Πέραν αυτού, κατάφερε να γράψει ένα μυθιστόρημα που ενώ ακολουθεί την παράδοση του δυτικού αστικού μυθιστορήματος είναι εμπλουτισμένο με πολλά στοιχεία της αραβικής λογοτεχνικής παράδοσης. Κι αυτό το καθιστά ακόμη πιο ενδιαφέρον –και εξαιρετικά πρωτότυπο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.