Η απάντηση του Σπύρου Μεταξά
Με κατάπληξη διαπίστωσα ότι το σημερινό δημοσίευμά σας (5.4.2016) επιχειρεί τη διασύνδεση δύο εντελώς ασχέτων υποθέσεων με σκοπό τη δημιουργία εντυπώσεων.
Το γεγονός ότι συνυπήρξα μέλος του Συμβουλίου του ιδρύματος “Aisios Foundation” από κοινού με τον κ. Παπασταύρου, δεν μας καθιστά “συνεταίρους”. Την ιδιότητα αυτήν δεν την είχαμε ούτε την απεκτήσαμε ποτέ. Η διεκπεραίωση των νομικών διαδικασιών για την ίδρυση ενός ιδρύματος, στην οποία εξαντλήθηκε η συμμετοχή μου, συνιστούν νόμιμη δικηγορική ύλη από τη σκοπιά τόσον του ελβετικού όσον και του ελληνικού δικαίου. Συν τοις άλλοις, ο ιδρυτής και δικαιούχος του ιδρύματος υπαγόταν ανέκαθεν στην ελβετική φορολογική νομοθεσία. Καμία απολύτως ιδιοκτησιακή σχέση δεν με συνδέει με το ως άνω ίδρυμα.
Το σε βάρος μου κατηγορητήριο, στο οποίο αναφέρεται το δημοσίευμά σας, βασίστηκε αποκλειστικά σε αόριστες και αναπόδεικτες αναφορές του κ. Κάντα στο πρόσωπό μου, επ’ αφορμή ακριβώς της νομικής αρωγής μου για τη σύσταση των νομικών προσώπων που επιθυμούσε να ιδρύσει. Έθεσα δε από την πρώτη στιγμή τον εαυτό μου στη διάθεση της ελληνικής δικαιοσύνης. Προσήλθα αυτοβούλως στις δικαστικές αρχές για να δώσω όλα τα στοιχεία που είχα στη διάθεσή μου, τα οποία και αποδεικνύουν άνευ ετέρου την αθωότητά μου. Για το λόγο αυτόν, άλλωστε, η ελβετική δικαιοσύνη δεν με όχλησε ποτέ για παραβίαση οιασδήποτε ποινικής διατάξεως, πολλώ δε μάλλον της νομιμοποιήσεως εσόδων από παράνομες δραστηριότητες.
Η δε αναφορά του δημοσιεύματός σας ότι το όνομά μου περιλαμβάνεται στη λίστα Λαγκάρντ είναι ανακριβής, καθώς –όπως ίσως γνωρίζετε– δεν εμφανίζομαι ως δικαιούχος οιουδήποτε λογαριασμού αλλά ως μέλος Συμβουλίου νομικών προσώπων ή υπό την ιδιότητά μου ως συστήσαντος αυτά, με τα οποία όμως δεν έχω απολύτως καμία ιδιοκτησιακή σχέση.