Δύο μεγάλοι ανταγωνιστικοί τηλεπικοινωνιακοί όμιλοι της Γαλλίας, η Vivendi και η Iliad, κινούνται ταυτόχρονα προς την ενίσχυση της θέσης τους στην Telecom Italia. Σύγκρουση γιγάντων ή ένα ακόμη επιχειρηματικό παιχνίδι εξαγοράς, η ιστορία πίσω από το οποίο θα αποκαλυφθεί μετά από χρόνια; Προς το παρόν τα αφεντικά των δύο γαλλικών επιχειρήσεων, ο Βενσάν Μπολορέ της Vivendi και ο Ξαβιέ Νιέλ της Iliad, διατείνονται ότι δρουν ανεξάρτητα με κριτήριο το επιχειρηματικό τους συμφέρον έκαστος και αρνούνται κατηγορηματικά οποιαδήποτε συνεννόηση κάτω από το τραπέζι. Οι συνεργάτες μάλιστα των δύο γάλλων δισεκατομμυριούχων προβάλλουν, πέρα από τον επαγγελματικό, και τον προσωπικό τους ανταγωνισμό προκειμένου να αποδομήσουν κάθε επιχείρημα περί σχεδίου συνωμοσίας για την εξαγορά του πρώην κρατικού παρόχου τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών της Ιταλίας.
Χορός δισεκατομμυρίων
Ωστόσο και οι δύο εταιρείες δρουν, τουλάχιστον ως σήμερα, βάσει του ίδιου πλάνου αυξάνοντας το μετοχικό ποσοστό τους στην Telecom Italia. Η Vivendi έχει δαπανήσει περισσότερα από 3 δισ. ευρώ προκειμένου να ενισχύσει το μετοχικό ποσοστό της στην ιταλική εταιρεία σε λίγο περισσότερο από 20%, χωρίς να έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο περαιτέρω αύξησης. Από την άλλη πλευρά, η Iliad αποκάλυψε ότι έχει δαπανήσει 1,1 δισ. ευρώ και για την απόκτηση δικαιωμάτων σε ποσοστό πλέον του 15% στην Telecom Italia, που αν εξασκηθούν θα μπορούσαν να την αναδείξουν στον δεύτερο μεγαλύτερο μέτοχο της ιταλικής εταιρείας, επισημαίνουν οι «Financial Times».
Σύμφωνα με την ιταλική νομοθεσία, αν κάποιος επενδυτής κατέχει τουλάχιστον το 25% μιας επιχείρησης υποχρεούται να υποβάλει δημόσια προσφορά για συνολική εξαγορά. Οι κινήσεις των δύο μεγιστάνων έχουν σημάνει συναγερμό στη γείτονα χώρα και ιδίως εξαιτίας της δυσμενούς οικονομικής κατάστασης στην οποία βρίσκεται τελευταίως η Telecom Italia. Εκπρόσωπος της Consob, της ιταλικής ρυθμιστικής αρχής της αγοράς τηλεπικοινωνιών, πραγματοποίησε συνάντηση με τον Νιέλ προκειμένου να κατανοήσει τις προθέσεις του.
Πώς δημιουργήθηκε
Η Telecom Italia παρέχει σήμερα υπηρεσίες σταθερής και κινητής τηλεφωνίας και Internet. Ιδρύθηκε το 1994 από τη συγχώνευση πολλών κρατικών επιχειρήσεων τηλεπικοινωνιών, στο πλαίσιο της πρότασης αναδιοργάνωσης του κλάδου που υποβλήθηκε από το ιταλικό Ινστιτούτο για τη Βιομηχανική Ανασυγκρότηση (IRI).
Η σημαντικότερη από τις εταιρείες που συγχωνεύθηκαν ήταν η Societa Italiana per l’ Esercizio Telefonico (γνωστή και ως Società Idroelettrica Piemontese – SIP), το πρώην κρατικό μονοπώλιο τηλεφωνίας στην Ιταλία. Το 1997 η εταιρεία ιδιωτικοποιήθηκε και μετατράπηκε σε έναν μεγάλο όμιλο πολυμέσων. Τα χρέη της αυξάνονταν συνεχώς και το 2007 η Telecom Italia αγοράστηκε από την Telco, θυγατρική εταιρεία της ισπανικής Telefonica.
30 εκατ. συνδρομητές
Σήμερα είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος πάροχος τηλεπικοινωνιακών υπηρεσιών της Ιταλίας με 30 εκατ. συνδρομητές και τα έσοδά της το 2014 ξεπέρασαν τα 21 εκατ. ευρώ, με μόλις όμως 1,35 εκατ. ευρώ καθαρά κέρδη.
Από τη δημιουργία της ως και σήμερα και παρά την είσοδο των ξένων επενδυτών η Telecom Italia φέρει τον τίτλο του «περιουσιακού στοιχείου στρατηγικής σημασίας» για την Ιταλία. Δεν είναι να απορεί κανείς λοιπόν που οι επενδυτικές κινήσεις των Μπολορέ και Νιέλ έχουν προκαλέσει το ενδιαφέρον και την περιέργεια των ειδικών του κλάδου, ενώ ταυτόχρονα αποτελούν και έρεισμα αντιπολίτευσης για τη σοσιαλιστική κυβέρνηση του Ματέο Ρέντσι.
Ο Μαουρίτσιο Γκασπάρι, κεντροδεξιός γερουσιαστής της αντιπολίτευσης, σχολίασε ότι «είναι ανώφελο να επιχειρείται η υποβάθμιση [της σοβαρότητας] της περίπτωσης της Telecom. Οι νέοι ξένοι μέτοχοι θα έχουν αποφασιστικό ρόλο και για τον λόγο αυτόν η υπόθεση πρέπει να τεθεί ενώπιον του κοινοβουλίου».
Βενσάν Μπολορέ
Ξεκίνησε με μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση και έγινε αφεντικό της Vivendi
Ο Βενσάν Μπολορέ είναι, σύμφωνα με το «Forbes», ένας από τους τιτάνες του γαλλικού επιχειρηματικού κόσμου. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού ξεκίνησε τη σύντομη επαγγελματική καριέρα του στην επενδυτική τραπεζική στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα Edmond de Rothschild. Το 1981 όμως ανέλαβε τα ηνία στην οικογενειακή επιχείρηση που εκείνη την εποχή δοκιμαζόταν από διάφορα προβλήματα. Ο Μπολορέ όχι μόνο ανέτρεψε τη δυσμενή κατάσταση αλλά μετέτρεψε τη μικρή εταιρεία, που είχε ιδρυθεί το 1822, σε μία από τις 500 μεγαλύτερες στον κόσμο, με παρουσία σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, στη διαφήμιση, στη ναυτιλία, στις κατασκευές, στη γεωργία και σε πολλά άλλα.
Ξεκίνησε με μια μικρή οικογενειακή επιχείρηση και έγινε αφεντικό της Vivendi
Ο Βενσάν Μπολορέ είναι, σύμφωνα με το «Forbes», ένας από τους τιτάνες του γαλλικού επιχειρηματικού κόσμου. Μετά την αποφοίτησή του από το Πανεπιστήμιο του Παρισιού ξεκίνησε τη σύντομη επαγγελματική καριέρα του στην επενδυτική τραπεζική στο χρηματοπιστωτικό ίδρυμα Edmond de Rothschild. Το 1981 όμως ανέλαβε τα ηνία στην οικογενειακή επιχείρηση που εκείνη την εποχή δοκιμαζόταν από διάφορα προβλήματα. Ο Μπολορέ όχι μόνο ανέτρεψε τη δυσμενή κατάσταση αλλά μετέτρεψε τη μικρή εταιρεία, που είχε ιδρυθεί το 1822, σε μία από τις 500 μεγαλύτερες στον κόσμο, με παρουσία σε μέσα μαζικής ενημέρωσης, στη διαφήμιση, στη ναυτιλία, στις κατασκευές, στη γεωργία και σε πολλά άλλα.
Ο όμιλος Bollore κατέχει από τον περασμένο Απρίλιο μερίδιο πλέον του 12% στη Vivendi και ο ιδιοκτήτης και διευθύνων σύμβουλός της τέθηκε επικεφαλής του διοικητικού συμβουλίου της γαλλικής εταιρείας το καλοκαίρι του προηγούμενου έτους. Ο γαλλικός τηλεπικοινωνιακός κολοσσός έχει εξαγοράσει (μία ακόμη από τις αγαπημένες επιχειρηματικές ασχολίες του Μπολορέ) το Canal Plus, ένα συνδρομητικό γαλλικό τηλεοπτικό κανάλι γνωστό για το δηκτικό ύφος του. Οι επικριτές του μάλιστα τον κατηγορούν για παρεμβατικότητα και λογοκρισία που προκύπτει από την αυξανόμενη δύναμή του στα μέσα μαζικής ενημέρωσης.
Ο ηλικίας 63 ετών Μπολορέ, πατέρας τεσσάρων παιδιών, παρουσιάζεται γενικότερα ως ένα αεικίνητο πνεύμα. Το αμερικανικό περιοδικό τον έχει κατατάξει στη 201η θέση της λίστας του με τους πλουσιότερους επιχειρηματίες καθώς η προσωπική του περιουσία ανέρχεται σε 6,6 δισ. δολάρια.
Ξαβιέ Νιέλ
«Μαγνήτης» οι τεχνολογικές επιχειρήσεις για τον ιδρυτήτης Iliad
Ο Ξαβιέ Νιέλ διαθέτει προσωπική περιουσία ύψους 8,3 δισ. ευρώ και είναι μόλις 48 ετών. Το γεγονός αυτό πιθανώς να οφείλεται στο ότι ξεκίνησε την επιτυχημένη επαγγελματική πορεία του σε πολύ μικρή ηλικία, μόλις 19 ετών, όταν δημιούργησε και στη συνέχεια πούλησε την πρώτη του εταιρεία.
Το ενδιαφέρον του τράβηξε ο κόσμος των τηλεπικοινωνιών και της τεχνολογίας. Η Iliad, η εταιρεία που ίδρυσε το 1990, παρέχει υπηρεσίες κινητής τηλεφωνίας και Internet. Ο γαλλικός όμιλος είναι ο τρίτος μεγαλύτερος πάροχος στη χώρα. Το επιχειρηματικό ενδιαφέρον του Νιέλ εκφράζεται με τις επενδύσεις σε νεοφυείς τεχνολογικές επιχειρήσεις όπως είναι η Square (μια εφαρμογή για πληρωμές μέσω smartphone) και η Deezer (μουσική υπηρεσία streaming που είναι παρόμοια με το Spotify). Το 2010 μαζί με άλλους επενδυτές αγόρασε την πλειοψηφία των μετοχών στην εφημερίδα «Le Monde».
Η προτίμησή του για την τεχνολογία είναι τέτοια ώστε το 2013 ίδρυσε σχολή ελεύθερης τεχνολογίας (χωρίς δασκάλους, χωρίς βιβλία, χωρίς δίδακτρα) για 1.000 άτομα κάθε χρόνο, με την ονομασία 42, με αρχικό κεφάλαιο 70 εκατ. ευρώ. Από το 2014 είναι ιδιοκτήτης και άλλης τηλεφωνικής εταιρείας, της Monaco Telecom.
Από την επαγγελματική πορεία του Νιέλ δεν έλειψαν και τα προβλήματα με τη Δικαιοσύνη. Το 2004 είχε καταδικαστεί μετά από κατηγορίες για την ύπαρξη κυκλωμάτων πορνείας σε ορισμένα sex shops των οποίων ήταν ιδιοκτήτης. Η φυλάκισή του διήρκεσε μόλις έναν μήνα αφού στη συνέχεια οι κατηγορίες καταρρίφθηκαν.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ
