DEMY
«Η ποπ είναι παρεξηγημένη»
Η νεαρή τραγουδίστρια μεγάλωσε έχοντας ποικίλα ερεθίσματα «από όλα τα μέλη της οικογένειάς μου. Από Θεοδωράκη, Σαββόπουλο, Μικρούτσικο, ρεμπέτικα έως αμερικανικό ροκ-εν-ρόλ και χιπ-χόπ. Σιγά σιγά άρχισα να ψάχνομαι και να ανακαλύπτω όλα τα είδη της μαύρης μουσικής: jazz, soul αλλά και r’n’b. Δεν σταματάω να εξερευνώ είδη μουσικής». Η ίδια ασχολείται με την ποπ μουσική. Τη θεωρεί ωστόσο ένα παρεξηγημένο είδος στην Ελλάδα; Θα δοκιμαζόταν ποτέ στο λαϊκό τραγούδι; «Η ποπ έχει πια διεκδικήσει και βρει τον χώρο της, όμως, ναι, πιστεύω ότι είναι ως έναν βαθμό παρεξηγημένο είδος. Ισως όχι άδικα. Η ποπ, όμως, μπορεί να είναι ποιοτική, και αυτό είναι κάτι που δεν συνειδητοποιούμε στην Ελλάδα. Είναι ένα είδος που σου δίνει τη δυνατότητα να συνδυάζεις μουσικές επιρροές χωρίς περιορισμούς και αυτό είναι που αγαπώ τόσο πολύ σε αυτήν. Οσο για το λαϊκό τραγούδι, σε αυτή τη χρονική στιγμή θα πω όχι, το λαϊκό τραγούδι δεν είναι κάτι που με εκφράζει. Αν κάποια στιγμή αλλάξει αυτό, ποιος ξέρει…».
Αυτή την περίοδο πρωταγωνιστεί στην καλοκαιρινή περιοδεία της «Μελωδίας της Ευτυχίας». Η μεγαλύτερη πρόκληση που καλείται να αντιμετωπίσει είναι «οι δυόμισι ώρες σχεδόν συνεχούς παρουσίας επάνω στη σκηνή. Ο ρόλος αυτός είναι μεγάλος και σε όγκο αλλά και σε σημασία. Το ότι έχει ενσαρκώσει τον ίδιο ρόλο η Αλίκη Βουγιουκλάκη αλλά και η Νάντια Κοντογεώργη την προηγούμενη σεζόν είναι από μόνο του μεγάλη πρόκληση. Πιστεύω η δυσκολία αυτού του ρόλου είναι να φανεί η μετάβαση από το αυθόρμητο, αφελές, γεμάτο ζωντάνια κορίτσι στην αποφασιστική γυναίκα που στηρίζει την οικογένειά της όταν προκύπτει η ανάγκη». Τι τη δυσκολεύει πιο πολύ στη δουλειά της; «Τα ωράρια. Είναι τρομακτικά κάποιες φορές. Και η ευαισθησία της φωνής. Θέλει φροντίδα, πειθαρχία και θυσίες στην καθημερινότητα, που μοιάζουν με αυτές που κάνει ένας πρωταθλητής. Θυσίες στις συναναστροφές, στις εξόδους, ακόμη και στη διατροφή – εννοείται όταν αγαπάς και σέβεσαι αυτό που κάνεις». Ποιο είναι το μεγαλύτερο εμπόδιο που δημιουργούν στους νέους καλλιτέχνες οι σημερινές, αντίξοες οικονομικές συνθήκες; «Είναι μεν πρακτικό, εφόσον πολλοί καλλιτέχνες δεν βρίσκουν τον δρόμο και τον χώρο να ζήσουν από αυτό που κάνουν, δισκογραφικές κλείνουν και οι ευκαιρίες μειώνονται. Υπάρχει όμως και ένα ζήτημα αξιακό. Οι οικονομικές συνθήκες σού κόβουν τα φτερά και σε αποθαρρύνουν από το να ονειρεύεσαι ελεύθερα. Για εμένα δεν υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος από αυτό».
MELISSES
Η μπάντα που δεν τη νοιάζει
Η ελαφρότητα με την οποία αντιμετωπίζεται η ποπ σκηνή στην Ελλάδα τούς ενοχλεί λίγο. «Υπάρχουν ελιτιστές που θεωρούν την ποπ κακή μουσική. Υπάρχουν ραδιόφωνα που μπορεί να τους αρέσουν κάποια τραγούδια μας αλλά επειδή μας έχουν συνδέσει με ένα συγκεκριμένο κοινό καταλήγουν να μην τα παίζουν τελικά. Εχουμε διαβάσει και άρθρο παλαιότερα με θέμα ένα τραγούδι μας, το “Σαν σκιά”, στο οποίο η συντάκτρια εξομολογούνταν ότι δεν ήξερε πως το λένε οι MEΛΙSSES: “Συγχωρέστε με, έχω συνήθως καλύτερο γούστο στη μουσική”. Θα έπρεπε ίσως να γίνουμε όλοι λίγο πιο ακομπλεξάριστοι, δεν βοηθούν οι ταμπέλες στη μουσική, αντιθέτως μπορεί να μας μπερδεύουν όλους περισσότερο». Ακριβώς επειδή δεν τους αφορούν οι ταμπέλες, προσπαθούν να εξελίσσονται και να πειραματίζονται με ό,τι τους κινεί το ενδιαφέρον. «Προσπαθούμε να εντάξουμε στον ήχο μας πιο παραδοσιακά όργανα, όπως το νέι, θέλουμε να βάλουμε και κανονάκι σε ένα τραγούδι που ετοιμάζουμε τώρα».
Τους Beatles, τους οποίους τίμησαν τον τελευταίο χρόνο αρκετές φορές, τους αγαπούσαν πάντα πολύ. «Είναι το συγκρότημα για το οποίο μπορείς πραγματικά να πεις πως είναι το κορυφαίο στην ιστορία της μουσικής. Πολλές μπάντες έχουν κάνει αριστουργήματα, όμως στην πορεία των Beatles δεν μπορείς να βρεις μελανό σημείο». Οι MEΛΙSSES, λοιπόν, που ανήκουν κι αυτοί στο δυναμικό της Panik Records, γράφουν μόνοι τους τα τραγούδια τους και σκηνοθετούν οι ίδιοι τα βιντεοκλίπ τους, κυκλοφόρησαν πρόσφατα το νέο τους single με τίτλο «Δεν με νοιάζει», καθώς και τη δική τους εκτέλεση στο υπέροχο «Ηoneymoon Song», τη διασκευή (από τα θρυλικά Σκαθάρια) του «Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου» του Μίκη Θεοδωράκη.
ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΜΠΑΝΕΛΛΗ
«Και η ποπ θέλει τέχνη»
Η Κατερίνα Καμπανέλλη μάλλον δεν ήταν και η τυπική παίκτρια ενός talent show. Οταν τη ρωτάς για τους αγαπημένους της καλλιτέχνες, σου αναφέρει την Αλάνις Μορισέτ, την Εϊμι Γουάινχαουζ, την Μπγιορκ και τον Λούις Αρμστρονγκ. Παρ’ όλα αυτά, στην Ελλάδα δεν υπάρχει μεγάλο περιθώριο για καλλιτέχνες της πειραματικής ποπ ή της πιο «μαύρης» μουσικής. Η Κατερίνα μπορεί να ονειρεύεται καριέρα ποπ τραγουδίστριας, από εκείνες που δεν χρειάζονται χορευτές και φορέματα με πούλιες και στρας προκειμένου να λάμψουν, αν και κατανοεί πως «εδώ θεωρούμε συχνά την ποπ μουσική ένα άτεχνο είδος, όμως αυτό δεν πιστεύω ότι ισχύει». Η απάντησή της στην ερώτηση με ποια φωνή θα ήθελε ιδανικά να τραγουδήσει κάποια στιγμή είναι μάλλον αναμενόμενη: «Με την Αννα Βίσση». Το πιο δύσκολο για έναν νέο τραγουδιστή που έχει ουσιαστικά ωριμάσει καλλιτεχνικά στο προστατευόμενο περιβάλλον των τηλεοπτικών πλατό είναι να συνηθίσει την εμπειρία των ζωντανών εμφανίσεων και του αυθόρμητου κοινού. Για το νεαρό κορίτσι από τη Λεμεσό «ήταν όντως πολύ δύσκολο στην αρχή, όμως ευτυχώς που υπάρχει η δύναμη της συνήθειας και βοηθάει πολύ». Αυτό που την απασχολεί αυτή τη στιγμή είναι να αποκτήσει τα δικά της τραγούδια «για να μπορεί να ταυτίζεται περισσότερο ο κόσμος που έρχεται να με δει».
Η αγαπημένη της διεθνής επιτυχία αυτό το διάστημα είναι ένα τραγούδι ιδιαίτερο, μια σπαραξικάρδια και ταυτόχρονα δυναμική μπαλάντα, το «Chandelier» της Sia. «Πιστεύω πως είναι ένα από τα καλύτερα τραγούδια που έχουν γραφτεί τα τελευταία χρόνια» δηλώνει. Για την Κατερίνα Καμπανέλλη το μεγαλύτερο εμπόδιο που μπορεί να αντιμετωπίσει ένας νέος καλλιτέχνης σήμερα είναι ο κορεσμός. «Τόσοι καλλιτέχνες, λίγες ευκαιρίες να ξεχωρίσει κάποιος». Δεν χάνει ωστόσο την αισιοδοξία της. «Αν έχεις δύναμη, όλα μπορούν να γίνουν» λέει χαμογελώντας με τον γλυκό, αλλά συγκρατημένο τρόπο της.
REC
Μουσική για τους πολλούς
«Ο ήχος μας είναι κατά βάση ποπ, με κάποια ιδιαίτερα πειραματικά ενορχηστρωτικά στοιχεία. Στην πλήρη δισκογραφία μας θα συναντήσει κάποιος από δυναμικές μπαλάντες μέχρι και dance παραγωγές, όλες με έναν κοινό ήχο, με μια κοινή αισθητική».
Ποιες είναι οι πιο βασικές μουσικές επιρροές τους; «Σίγουρα δεν απουσιάζει το ελληνικό στοιχείο, από το οποίο και “βομβαρδιζόμαστε” από μικρή ηλικία, σε κάθε περίπτωση όμως εύκολα εντοπίζεις στις παραγωγές μας τις επιρροές μας από τον ήχο των ποπ σταρ του εξωτερικού». Ο Αρης Λουμάκης θεωρεί ότι το είδος της μουσικής που υπηρετούν οι REC είναι εν μέρει παρεξηγημένο στην Ελλάδα. «Κάποιοι θεωρούν ότι η ποπ δημιουργείται από ανθρώπους άσχετους με τη μουσική, που κάθονται στο σπίτι τους και γράφουν εύπεπτα τραγουδάκια με επιφανειακούς στίχους και απευθύνονται σε παιδάκια που δεν έχουν μουσικό κριτήριο. Γενικώς, ό,τι είναι δημοφιλές κατακρίνεται στην Ελλάδα. Πιστεύω ότι αν όσοι ισχυρίζονται αυτό ακολουθήσουν κάποια ημέρα έναν από εμάς στο στούντιο και δουν τη διαδικασία της σύνθεσης, ηχογράφησης, μείξης, παραγωγής, καθώς και τα κανάλια διανομής και τον επαγγελματικό τρόπο με τον οποίο γίνονται τα παραπάνω, ίσως να αλλάξουν γνώμη για όσα πιστεύουν για την ποπ. Είναι δυσκολότερο να κάνεις μουσική για τους πολλούς από το να κάνεις μουσική για λίγους με συγκεκριμένα μουσικά ακούσματα».
Μια δυσκολία που αντιμετωπίζουν συχνά συγκροτήματα όπως οι REC είναι το στήσιμο του στουντιακού ήχου στις ζωντανές εμφανίσεις. «Ειδικά τώρα, που προσπαθούμε να μεταφέρουμε τον ήχο και με ορχήστρα, ναι, είναι δύσκολο. Μέχρι σήμερα η λύση του “halfplayback” μάς βοηθούσε, γιατί άκουγες σχεδόν τον ήχο του CD! Εμείς το πάμε ένα βήμα παρακάτω, και αυτό το κάνουμε με την ορχήστρα μας, που ξεκίνησε πρόβες εδώ και περισσότερους από τρεις μήνες και ακόμη δεν έχει γίνει το πρώτο μας live». Ποια μεγάλη, τωρινή παγκόσμια επιτυχία θα ήθελαν να είχαν γράψει; «Ενα από τα αγαπημένα μας τραγούδια που θα θέλαμε τόσο, μα τόσο να έχουμε εμπνευστεί πρώτοι είναι το “Take Me To Church” του Hozier. Δεν πειράζει, όμως, σημασία έχει πως ένα τέτοιο τραγούδι μπήκε στην παγκόσμια δισκογραφία και έτσι μπορεί όλος ο πλανήτης να το απολαμβάνει».
OTHERVIEW
Η άλλη όψη της ποπ
Οι OtherView έχουν διακριθεί (και) χάρη στο σφρίγος και την ένταση των σόου τους, τα οποία περιλαμβάνουν χορευτικό, δυνατό dj set (με πρωτότυπα mashups, δικές τους παραγωγές και ιδιαίτερα remixes), σε συνδυασμό με live φωνητικά και όργανα (πλήκτρα, κιθάρα). Οι κατηγοριοποιήσεις τούς αφορούν μόνο στον βαθμό που τους επιτρέπουν να συνεννοούνται μεταξύ τους. «Πάντα υπήρχαν και ίσως πάντα να υπάρχουν στερεότυπα για τους ποπ καλλιτέχνες. Oταν όμως σέβεσαι αυτό που κάνεις, πρέπει να τα αγνοείς όλα αυτά και να στέκεσαι στην ουσία. Νομίζω ότι πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι υπάρχουν πλέον ποιοτικές εμπορικές δουλειές και είναι σημαντικό αυτό» εξηγεί ο Βασίλης.
Οταν ξεκίνησαν, έπρεπε να κάνουν μια σύνθεση των εμπειριών και των κοσμοθεωριών τους: «Προερχόμασταν από δύο εντελώς διαφορετικούς μουσικούς κόσμους», τονίζει ο Βασίλης, «εγώ του κλαμπ, του djing και της μουσικής παραγωγής. Ο Δημήτρης είχε κυρίως ασχοληθεί με τη σύνθεση μουσικής για κινηματογράφο, είχε κάνει σπουδές κλασικής κιθάρας, είχε πτυχία, δίδασκε σε μουσικά σχολεία στην Αμερική. Νομίζαμε στην αρχή ότι έρχονται σε σύγκρουση όλα αυτά, όμως τελικά αλληλοσυμπληρώνονται. Το μεγάλο στοίχημα είναι να καταφέρεις να φτιάξεις τον δικό σου ήχο. Να μη χρειάζεται να χρησιμοποιεί ο άλλος το Shazam για να σε βρει. Καλύτερα είναι τότε να αποφεύγεις τα πρότυπα, αλλά να επηρεάζεσαι από ό,τι έχει αξία, από μια φράση που θα ακούσεις ή από μια ταινία που θα δεις. Ακόμη και από ringtones μπορείς να εμπνευστείς. Η ποπ, η dance και η house έχουν ούτως ή άλλως συγκεκριμένους κανόνες μέσα στους οποίους οφείλεις να παίζεις, αποφεύγοντας όμως την επανάληψη».
* Φωτογραφίες: Νίκος Τσίρος / Studio ΔΟΛ
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 2 Αυγούστου 2015
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ