Πώς πέθανε ο Βίνσεντ βαν Γκογκ;

Στην ολλανδική ύπαιθρο, την άνοιξη του 1853, γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών.

Στην ολλανδική ύπαιθρο, την άνοιξη του 1853, γεννήθηκε ένας από τους μεγαλύτερους ζωγράφους όλων των εποχών. Ο Βίνσεντ βαν Γκογκ, πρωτότοκος από τα συνολικά οκτώ παιδιά της οικογένειάς του, αποτύπωσε με το πινέλο του τις αποχρώσεις της ζωής, κατορθώνοντας να αφήσει ανεξίτηλο το αποτύπωμά του στον χρόνο. Ηδη από μικρή ηλικία, ο νεαρός Βίνσεντ παρουσίασε τάσεις μελαγχολίας και ψυχολογικά προβλήματα, που επέδρασαν καταλυτικά στην ψυχοσύνθεσή του, στις συναναστροφές με τον περίγυρό του και στον τρόπο με τον οποίο αυτός αντιλαμβανόταν την πραγματικότητα. Επειτα από την ανεπιτυχή προσπάθεια άσκησης διαφόρων επαγγελμάτων, σε ηλικία 27 ετών, στράφηκε στη ζωγραφική, προσπαθώντας να βρει μια διέξοδο.
Ταξιδεύοντας στην ολλανδική επαρχία, επηρεασμένος από τη ζωγραφική του Ζαν-Φρανσουά Μιγέ, ο Βαν Γκογκ άρχισε να σχεδιάζει τα πρώτα του έργα, εμπνεόμενος από τα πολύχρωμα σκηνικά της πατρίδας του. Λόγω της ιδιαιτερότητας του χαρακτήρα του και της ιδιοτροπίας του, ο μεγάλος δημιουργός δεν παρακολούθησε μαθήματα ζωγραφικής για μεγάλο διάστημα, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο ώθηση στις κλίσεις του. Ο Βαν Γκογκ κουβαλούσε μαζί του έναν καμβά και όταν το βλέμμα του άρπαζε ένα όμορφο στιγμιότυπο της φύσης, απαθανάτιζε με καλλιτεχνική λαιμαργία και ιμπρεσιονιστικούς χρωματισμούς τη στιγμή. Οι άνθρωποι, τα τοπία και τα αντικείμενα που αντίκριζε φιλτράρονταν με έναν μοναδικό τρόπο από την απόκοσμη ματιά του και μετουσιώνονταν σε κάτι ανώτερο.
Μπόρεσε να ζωγραφίσει την άνοιξη, αν και έγκλειστος στη φυλακή, αγναντεύοντας τη φύση από ένα μικρό παράθυρο του δωματίου του. Είναι ο άνθρωπος που κοιτώντας πεισματικά τα άστρα κατόρθωσε να περικλείσει την «Εναστρη νύχτα» σε ένα μόλις έργο. Είναι εκείνος που με την τρέλα του έκανε τη ζωή μας έργο τέχνης και αντιστοίχισε τη μελαγχολία, τη μοναξιά και τα αναπάντητα ερωτήματα που όλοι έχουμε, με τα χρώματα της παλέτας του, δίνοντας γλώσσα στα εσώτερα συναισθήματα.
Για πολλές δεκαετίες, η αυτοκτονία φαινόταν ως η αιτία για τους τίτλους τέλους στη ζωή του Βίνσεντ βαν Γκογκ. Αυτό το τέλος φάνταζε για πολλούς λογικό για έναν άνθρωπο που δεν είχε σώας τας φρένας, αλλά και ιδανικό ως κορύφωση της καλλιτεχνικής του δημιουργίας και ολοκλήρωση του κύκλου μιας σειράς ατυχών γεγονότων (ο Βαν Γκογκ αποπειράθηκε να σκοτώσει τον Πολ Γκογκέν, έκοψε μέρος του αριστερού του αφτιού, και συχνά βρέθηκε στο επίκεντρο συζητήσεων και χλευασμών από τους συγκατοίκους του στο Οβέρ-συρ-Ουάζ, που βρίσκεται λίγο έξω από το Παρίσι, όπου και πέρασε τους τελευταίους μήνες της ζωής του). Το πέπλο μυστηρίου που καλύπτει το τέλος της ζωής του Βαν Γκογκ έρχονται να διαλευκάνουν με ένα νέο σενάριο οι βραβευμένοι με Πούλιτζερ βιογράφοι Στίβεν Νάιφε και Γκρέγκορι Γουάιτ Σμιθ.
Στις 29 Ιουλίου του 1890, ο μεγάλος ζωγράφος βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, με μία σφαίρα φυτεμένη στο στήθος του. Από τις έρευνες που ακολούθησαν, διαπιστώθηκε ότι είχε πυροβοληθεί δύο ημέρες νωρίτερα, στις 27 του μήνα. Αυτό συνέβη διότι η σφαίρα δεν πέτυχε κάποιο ζωτικό όργανο, με αποτέλεσμα να παραμείνει ζωντανός για 29 επιπλέον βασανιστικές ώρες. Ο Βαν Γκογκ, πάντως, δεν είχε αφήσει κάποια γραπτή σημείωση για τις τελευταίες του στιγμές. Μόνο ένα κομμάτι χαρτί βρέθηκε στα ρούχα του, που προοριζόταν για τον αδελφό του, Τεό, και αποτελούσε προσχέδιο του γράμματος που του έστειλε την ημέρα που πυροβολήθηκε, στο οποίο ζητούσε περισσότερες μπογιές για να ζωγραφίσει. Το γράμμα ήταν αισιόδοξο και εκδηλωτικό για το μέλλον, γεγονός που δημιουργεί μια αντίφαση με το περιστατικό που ακολούθησε.
Οι πρώτες ανακοινώσεις που έγιναν σχετικά με τον πυροβολισμό δεν έκαναν λόγο για αυτοκτονία, αλλά έλεγαν χαρακτηριστικά πως ο Βαν Γκογκ «τραυμάτισε τον εαυτό του». Περιέργως, η τοπική κοινότητα του Οβέρ τήρησε σιγήν ιχθύος για το περιστατικό και το μόνο που παρείχε στις έρευνες που διεξάγονταν ήταν η βολική σιωπή της. Μάλιστα, εκείνη την περίοδο, κανείς δεν ισχυρίστηκε πως είχε δει τον Βαν Γκογκ στην τελευταία έξοδο που έκανε στις 27 Ιουλίου, παρά το γεγονός ότι οι δρόμοι έσφυζαν από ζωή. Κανείς δεν ήξερε από πού μπορεί να είχε προμηθευτεί το όπλο και πού εξαφανίστηκε αυτό εν συνεχεία. Και βλέποντας το πράγμα από λογική σκοπιά, ποιος άνθρωπος θα πήγαινε να αυτοκτονήσει με όπλο, πυροβολώντας το στήθος του; Και μετά, αντί να αποτελειώσει τον εαυτό του με μία δεύτερη σφαίρα, να συρθεί ένα μίλι μέχρι το σπίτι του, υποφέροντας από τον πόνο της πληγής;
Την επικρατούσα σύγχυση επί του θέματος και τις ανακριβείς πληροφορίες της αστυνομίας ήρθε να βάλει σε μία σειρά η μαρτυρία-αποκάλυψη της Αντελίν Ραβού, κόρης του ιδιοκτήτη Γκουστάβ του ξενοδοχείου Ravoux Inn, στο οποίο και διέμενε ο Βαν Γκογκ στο Οβέρ. Ο πατέρας της τής μίλησε για την ιστορία περίπου μισό αιώνα μετά το περιστατικό και η ίδια έσπασε τη σιωπή της το 1953.
Την ίδια περίοδο εμφανίστηκε και άλλος ένας μάρτυρας. Ηταν ο γιος του γιατρού Πολ Γκασέ, το πορτρέτο του οποίου είχε ζωγραφίσει ο καλλιτέχνης. Ο Πολ Τζούνιορ πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής του προσπαθώντας μαζί με τον πατέρα του να καταδείξουν τη σπουδαιότητα των έργων του Βαν Γκογκ και ήταν ο πρώτος που υποστήριξε ότι ο μεγάλος ζωγράφος πυροβολήθηκε στα χωράφια με τα σιτηρά, έξω από το Οβέρ. Βέβαια, ακόμη και ο γιος του Τεό, του αδελφού του Βίνσεντ, που δημιούργησε και το μουσείο στη μνήμη του θείου του, χαρακτήρισε τα λεγόμενα του Πολ Τζούνιορ αναξιόπιστα. Το περίεργο, πάντως, είναι πώς μπόρεσε να επιβιώσει ο θρύλος της αυτοκτονίας, με τόσο λίγους υποστηρικτές.
Το 1890, ο Ρενέ Σεκρετάν, ένας 16χρονος γιος φαρμακοποιού από το Παρίσι, παραθέριζε με την οικογένειά του στο Οβέρ. Είχε άδεια οπλοφορίας, και θέλοντας να μιμηθεί το πρότυπό του, που ήταν ο Γουάιλντ Μπίλι Κόντι, αγόρασε μια στολή καουμπόη και απέκτησε και ένα πιστόλι μικρού διαμετρήματος. Στο πρόσωπο του Βαν Γκογκ βρήκε έναν εύκολο στόχο. Ο Βαν Γκογκ εκείνη την περίοδο ήταν ο περίγελος της περιοχής, μεθούσε συχνά και διαπληκτιζόταν με όλον τον κόσμο, βρίζοντας άλλοτε στα γερμανικά και άλλοτε στα γαλλικά. Ο Ρενέ προσέγγισε τον μεγάλο καλλιτέχνη, με τη βοήθεια του αδελφού του Γκαστόν, ο οποίος έπιασε την κουβέντα με τον Βαν Γκογκ για τη ζωγραφική και αφού τον κέρασαν έναν ακόμη γύρο ποτών, τον απομάκρυναν από την καφετέρια στην οποία βρίσκονταν, για να διασκεδάσουν με την παρέα του. Και τότε ενδεχομένως να ξεκίνησαν τα βασανιστήρια…
Εχοντας την υποστήριξη της παρέας του, ο Ρενέ πρότεινε να κάνουν περίτεχνες φάρσες. Ετσι, έβαλαν πιπέρι στα πινέλα του Βαν Γκογκ, αλάτισαν το τσάι του και τύλιξαν ένα φίδι γύρω από το κουτί με τα εργαλεία ζωγραφικής του. Η στάση αυτή των παιδιών απορρέει από τη γενικότερη αίσθηση που επικρατούσε στη γαλλική πόλη απέναντι στον Βαν Γκογκ. Γιατί ο μεγάλος καλλιτέχνης είχε πέσει και άλλες φορές θύμα εκφοβισμού και γελοιοποίησης στα μέρη όπου σύχναζε για να ζωγραφίσει. Το περιστατικό που εκτυλίχθηκε εκείνη την καλοκαιρινή ημέρα στο μικρό Οβέρ έρχεται να επιβεβαιώσει και η μαρτυρία μιας κοπέλας από επιφανή οικογένεια, η οποία όμως είπε ότι την ώρα του πυροβολισμού ο Βαν Γκογκ βρισκόταν μακριά από τα χωράφια σιτηρών, και συγκεκριμένα στον δρόμο που οδηγούσε στη βίλα των Σεκρετάν. Οταν κάποια χρόνια αργότερα ο Ρενέ κλήθηκε να απολογηθεί για εκείνο το περιστατικό, που έλαβε χώρα το καλοκαίρι του 1890, ο ίδιος γέλασε και αναφέρθηκε στο πονηρό όπλο του, που όποτε ήθελε πυροβολούσε ενώ άλλοτε όχι, και επισήμανε ότι έλειπε από το Οβέρ την ημέρα του πυροβολισμού, κάτι που όπως έδειξαν οι μαρτυρίες κατοίκων της περιοχής δεν ισχύει.
Λίγα χρόνια αργότερα, το 1930, ο διακεκριμένος μελετητής Τζον Ρίγουολντ επισκέφτηκε το Οβέρ για να μιλήσει με τους ντόπιους για τον θάνατο του Βαν Γκογκ, μιας και ήταν ακόμη νωπός στη μνήμη τους. Μεταξύ των μαρτυριών που άκουσε, υπήρξαν και ορισμένες που έκαναν λόγο για μερικά «νεαρά παιδιά που σκότωσαν τον Βίνσεντ κατά λάθος». Τα αγόρια αυτά, βέβαια, δεν εμφανίστηκαν ποτέ για να παραδεχτούν το λάθος τους, από φόβο ότι θα τους κατηγορούσαν για φόνο, και ο Βαν Γκογκ ίσως να αποφάσισε να τα προστατέψει, σαν μια τελευταία κίνηση του μαρτυρίου του. Γι’ αυτό και δεν ομολόγησε σε κανέναν την αλήθεια, παίρνοντας μαζί του στον τάφο το μυστικό του θανάτου του.
Αρκετοί, βέβαια, ήταν οι μελετητές, οι ιστορικοί τέχνης και οι επιμελητές κειμένων οι οποίοι παρέμεναν πιστοί στην παλιά αφήγηση, που ήθελε τον Βαν Γκογκ να αυτοκτονεί. Ανατρέχοντας στη μαρτυρία του Πολ Τζούνιορ, γύρω από την πληγή του Βαν Γκογκ υπήρχαν «ένας καφέ και ένας μοβ κύκλος». Σύμφωνα με δύο ιστορικούς της τέχνης, τον Βαν Τίλμποργκ και τον Μεέντεντορπ, οι οποίοι εν συνεχεία διαψεύστηκαν, ο μοβ κύκλος δήλωνε ότι το όπλο πρέπει να πυροδοτήθηκε από κοντινή απόσταση, και προκλήθηκε από την επίδραση της σφαίρας, ενώ ο καφέ κύκλος υποδηλώνει ότι το στόμιο του όπλου βρισκόταν πολύ κοντά στο στήθος, και προκλήθηκε από τα εγκαύματα της πυρίτιδας. Μάλιστα συμπέραναν ότι η πληγείσα περιοχή ήταν γυμνή, όταν χτυπήθηκε.
Επειτα από πολλά χρόνια, όμως, ο διακεκριμένος γιατρός Βίνσεντ Ντι Μάιο έρχεται να ανατρέψει τα δεδομένα και την αντίληψη που επικρατούσε επί του θέματος και ενίσχυε το ενδεχόμενο της αυτοκτονίας. Ο Ντι Μάιο με ωμό αλλά άμεσο τρόπο εξήγησε τον καφέ και μοβ χρωματισμό γύρω από την πληγή του Βαν Γκογκ. Χαρακτηριστικά είπε: «Η μοβ τρύπα προκλήθηκε από την εσωτερική αιμορραγία που προκάλεσε ο πυροβολισμός, η οποία συνήθως εμφανίζεται σε άτομα που ζουν για λίγο μετά το συμβάν». Και προσέθεσε: «Η απουσία ή παρουσία της δεν σημαίνει απολύτως τίποτα». Οσο για τον καφέ κύκλο, «προκλήθηκε από την τριβή, και παρατηρείται σχεδόν γύρω από όλη την πληγή». Εκτός αυτού, ο διάσημος γιατρός τόνισε ότι θα ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να αυτοπυροβοληθεί κάποιος στην αριστερή πλευρά με το αριστερό του χέρι (σημειωτέον, ο Βαν Γκογκ ήταν δεξιόχειρας). Οπως και να έχει, ωστόσο, ο Ντι Μάιο επεσήμανε ότι αν ο Βαν Γκογκ αυτοπυροβολούνταν, θα είχε έγκαυμα πυρίτιδας στο χέρι με το οποίο κρατούσε το όπλο, γιατί τα φυσίγγια των όπλων το 1890 άφηναν πίσω τους μαύρη σκόνη (πυρίτιδα), ενώ η άκαπνη πυρίτιδα αναπτύχθηκε μόλις το 1884 και χρησιμοποιούνταν μόνο σε ορισμένα στρατιωτικά τουφέκια. Η μαύρη αυτή πυρίτιδα που άφηναν τα περίστροφα ήταν τόσο βρώμικη, έτσι ώστε το 56% αυτής θα παρέμενε ως στερεό υπόλειμμα επάνω στο έγκαυμα. Οι ειδικοί, όμως, που εξέτασαν τον Βαν Γκογκ και τις συνθήκες υπό τις οποίες πέθανε, δεν διαπίστωσαν κάποιο έγκαυμα ή πληγή στα χέρια του μεγάλου ζωγράφου, ούτε καν υπολείμματα πυρίτιδας…
«Αν ο Βαν Γκογκ πυροβολούσε τον εαυτό του, θα κρατούσε το περίστροφο μόνο λίγες ίντσες μακριά, και πιθανότατα αυτό να ήταν σε επαφή με το σώμα του. Σε αυτή την περίπτωση, όμως, θα υπήρχε καπνιά (αιθάλη), σκόνη πυρίτιδας και θα προκαλούνταν τσιγάρισμα του δέρματος γύρω από το τραύμα. Αυτό θα ήταν ολοφάνερο! Ομως τίποτε από αυτά δεν περιγράφηκε από τους ειδικούς που εξέτασαν το πτώμα του καλλιτέχνη. Τα τωρινά δεδομένα υποδεικνύουν ότι το στόμιο του όπλου βρισκόταν τουλάχιστον ένα πόδι, ή δύο, μακριά». Συγκεκριμενοποιώντας τη θέση του, ο Ντι Μάιο κατέληξε στην άποψη ότι «ο Βαν Γκογκ δεν αυτοτραυματίστηκε. Δεν πυροβόλησε τον εαυτό του».
Η αλήθεια είναι ότι όσες έρευνες και να πραγματοποιήσουμε, όσες υποθέσεις και να κάνουμε, ποτέ δεν θα μπορέσουμε να μάθουμε με ακρίβεια τι πραγματικά εκτυλίχθηκε εκείνο το μοιραίο καλοκαιρινό δειλινό στο μικρό Οβέρ. Μονάχα τα μάτια του Βαν Γκογκ αντίκρισαν την αλήθεια και τα πρόσωπα εκείνων που έπαιξαν με την ίδια του τη ζωή. Εκείνος γνωρίζει ποιος είναι αθώος και ποιος ένοχος.
Η τοπική κοινότητα στο Οβέρ σε μια συνενοχή άνευ όρων. Ισως θέλησαν να προστατεύσουν κάποιο παιδικό σφάλμα. Το μόνο σίγουρο είναι ότι κατόρθωσαν να θρέψουν τον μύθο της αυτοκτονίας με τέτοιον τρόπο ώστε να εντυπωθεί βαθιά στη συνείδηση όλων μας, φτάνοντας να θεωρηθεί αυταπόδεικτη αλήθεια. Αυτοκτονία, ατύχημα ή συγκεκαλυμμένο έγκλημα; Η απάντηση έσβησε με τον θάνατο του Βαν Γκογκ, όπως και όταν ο μεγάλος ζωγράφος έσβηνε με τα βαμμένα από μπογιές δάχτυλά του τις καταλήξεις στα μεγάλα καλλιτεχνικά του αριστουργήματα. Η αλήθεια σκορπίστηκε μέσα στη σιωπή των ξεραμένων σιτηρών, σπέρνοντας ασάφειες και αναπάντητα ερωτήματα στον κόσμο της περιέργειας.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Ιανουαρίου 2015

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.