Λένε ότι το μεγαλύτερο εμπόδιο των ηθοποιών που έχουν προικιστεί και με το παραπάνω από τη φύση είναι αυτή ακριβώς η εκ γενετής ομορφιά τους. Ανεξάρτητα από τις προσδοκίες που έχουν οι άλλοι από αυτούς, οι ίδιοι εύχονται κάποια στιγμή να πείσουν κοινό και κριτικούς ότι βρέθηκαν εκεί όπου βρέθηκαν όχι επειδή είναι εντυπωσιακά όμορφοι, αλλά επειδή υπήρξαν υποδειγματικοί καλλιτέχνες. Πολύ δύσκολο, αλλά κάποιοι το έχουν καταφέρει. Η Νικόλ Κίντμαν, για παράδειγμα. Ο Τζόνι Ντεπ. Ο Μπραντ Πιτ. Η Σαρλίζ Θερόν.
Και φυσικά, η Μόνικα Μπελούτσι, η οποία μάλιστα είναι υπέρμαχος της άποψης ότι η ομορφιά αποτελεί μειονέκτημα μόνο για τους ανόητους. «Η ομορφιά αποκτά ζωή και γίνεται ενδιαφέρουσα μόνο όταν “κατοικείται”. Γιατί, αν είσαι έξυπνος, τότε μπορείς να εκμεταλλευθείς την ομορφιά σου και να κερδίσεις από αυτήν» είχε πει μια φορά κι έναν καιρό. Ακόμη και αν αυτό σημαίνει να την «τσαλακώσεις», όσο κοινότοπο κι αν ακούγεται κάτι τέτοιο. Η Μόνικα Μπελούτσι, πάντως, το τόλμησε με πολύ επιτυχημένα αποτελέσματα, σε ταινίες όπως η «Μαλένα» και – κυρίως – το «Μη αναστρέψιμος». Αυτό το καλοκαίρι, η γυναίκα που έχει σκορπίσει ρίγη παγκόσμιας συγκίνησης με τις μεσογειακές καμπύλες και το εκφραστικό πρόσωπό της, επιλέγει να τσαλακωθεί με έναν διαφορετικό τρόπο, δοκιμάζοντας τις δυνάμεις της στην κωμωδία, με την ταινία «Μια βραδιά στο Σεν-Τροπέ». Αλλά ας πιάσουμε το καλλιτεχνικό νήμα της καριέρας της από την αρχή.
Μάγισσα, γάτα ή βαμπίρ;
Σίγουρα κανείς δεν θα υποστηρίξει ποτέ ότι η Μόνικα Μπελούτσι είναι η Γκρέτα Γκάρμπο του νέου μιλένιουμ, όμως αν εξετάσουμε αντικειμενικά την πορεία της (και ανεξαρτήτως εκθαμβωτικής ομορφιάς), θα αναγνωρίσουμε μια ηθοποιό σίγουρα επαρκή, συγχρόνως σκεπτόμενη, μα και πολύ έξυπνη στις επαγγελματικές επιλογές της – με μία λέξη: χαμαιλέων. Μια ηθοποιό έτοιμη να ταξιδέψει στα πιο σκοτεινά (ή στα πιο φωτεινά) σημεία του κινηματογραφικού φακού. Οσο και να μην το πιστεύουν εκείνοι που εξακολουθούν να τη ζηλεύουν – κατά καιρούς έχουν ακουστεί απίστευτες κακίες για το παίξιμό της –, η αλήθεια είναι πως η Μόνικα Μπελούτσι απέδειξε ότι πολύ πιθανόν να είναι η πιο όμορφη και συγχρόνως καλή ηθοποιός του κόσμου. Ισως επειδή είναι πάνω από όλα ωραίος άνθρωπος και τόσο απενοχοποιημένη: «Το τρίπτυχο της ομορφιάς κατ’ εμέ; “Φάε, αγάπα, ζήσε”. Θέλω να ζω το σήμερα. Να απολαμβάνω τη ζωή. Αν ήμουν ζώο, θα ήμουν γάτα».
«Στη “Μαλένα” και στο “Μη αναστρέψιμος” ήθελα η ομορφιά να καταστρέφεται» μου είχε πει προσωπικά στο Φεστιβάλ της Βενετίας, όταν πριν από οκτώ ακριβώς χρόνια προωθούσε τους «Αδελφούς Γκριμ» του Τέρι Γκίλιαμ και ήταν ομολογουμένως ό,τι καλύτερο είχε να προσφέρει η ταινία, στην οποία ενσάρκωσε την κακιά μάγισσα. «Οι περισσότεροι ηθοποιοί αναζητούν την ποικιλία. Και είναι φυσικό, γιατί φαντάζεστε πόσο βαρετό θα ήταν να έπαιζα πάντοτε την απόλυτη ομορφιά; Ή το αντίθετο; (…) Ολα έχουν να κάνουν με μια άλλου είδους ομορφιά, όχι βιολογική. Εχουν να κάνουν με τη θηλυκότητα που αποτυπώνεται στο κορμί και στο πρόσωπό σου μέσα από τη ζωή και τις εμπειρίες σου. Σε πνευματικό επίπεδο νιώθω πολύ καλύτερα με τον εαυτό μου από ό,τι στα 20».
Για όλους αυτούς τους λόγους, η ηθοποιός νιώθει απέραντη ευγνωμοσύνη απέναντι στους σκηνοθέτες που την εμπιστεύθηκαν. «Ορισμένες φορές οι άνθρωποι που πιστεύουν ότι είσαι όμορφη σε τοποθετούν σε γυάλα. Φοβούνται να σε αγγίξουν. Νομίζουν ότι επειδή είσαι όμορφη δεν μπορείς να υποφέρεις. Επομένως, είμαι μάλλον τυχερή, αφού κάποιοι νομίζουν ότι μπορώ και να υποφέρω». Εν ολίγοις, για τη Μόνικα Μπελούτσι η ηθοποιία είναι σαν να κολυμπάς ή σαν να ιππεύεις. «Στην πραγματικότητα δεν μαθαίνεις ποτέ. Σε κάθε ταινία σου πρέπει να αποδείξεις κάτι άλλο. Και νομίζω ότι έχω πολλά να αποδείξω» έχει πει, για να συμπληρώσει: «Τα τελευταία χρόνια έχω κάνει τόσο πολλά πράγματα. Στην αρχή δεν ήξερα αν εξακολουθούσα να είμαι μοντέλο ή αν ήμουν ηθοποιός. Ηξερα ότι ήθελα να γίνω ηθοποιός, αλλά ήταν τόσο δύσκολο να πιστέψουν οι άλλοι σ’ εμένα».
Ενας από τους πρώτους σκηνοθέτες που πίστεψαν στο άστρο της Μόνικα Μπελούτσι και της εμπιστεύθηκαν έναν ρόλο ήταν ο Φράνσις Φορντ Κόπολα. Εχουν περάσει πάνω από 20 χρόνια από τότε που ο αμερικανός σκηνοθέτης την επέλεξε ανάμεσα σε εκατοντάδες για να της δώσει μια μικρή, αλλά και πολύ χαρακτηριστική εμφάνιση στον «Δράκουλα» (είναι ένα από τα τρία φωτογενή – και τόπλες – βαμπίρ που αφαιμάσσουν τον πρωταγωνιστή Κιάνου Ριβς στον πύργο του κόμη Δράκουλα-Γκάρι Ολντμαν). Σήμερα, η ιταλίδα ηθοποιός δεν είναι πια το δροσερό κορίτσι εκείνης της εποχής, αλλά μια έμπειρη, εκρηκτική γυναίκα που σε μερικές εβδομάδες θα γιορτάσει τα 49α γενέθλιά της, έτοιμη για νέες προκλήσεις. Και οι σκηνοθέτες εξακολουθούν να την εμπιστεύονται άπαξ και εκείνη δείξει ενδιαφέρον για το όραμά τους, όπως συνέβη με την ιρανοτουρκική παραγωγή «Η εποχή του ρινόκερου»σε σκηνοθεσία του Μπαχμάν Γκομπαντί, γνωστού από το φιλμ «Μεθυσμένα άλογα». Εκεί η Μπελούτσι υποδύεται έναν ρόλο εντελώς κόντρα σε αυτά που την έχουμε συνηθίσει, παίζοντας μια ιρανή, ταλαιπωρημένη χήρα! Μάλιστα, για τις ανάγκες του ρόλου της στην ταινία έμαθε να μιλάει περσικά.
Mamma mia!
Αυτό, ωστόσο, δεν σημαίνει ότι οι σκηνοθέτες διαχειρίζονται την Μπελούτσι πάντα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Απόδειξη το «Μια βραδιά στο Σεν-Τροπέ» (πρωτότυπος τίτλος «Des gens qui s’embrassent») της Ντανιέλ Τόμσον, μια ρομαντική κομεντί που προβάλλεται ήδη στα ελληνικά σινεμά. Είναι όντως πρόκληση να βλέπει κανείς τη Μόνικα Μπελούτσι να υποδύεται την «πεθερά» και παρ’ ότι το «Μια βραδιά στο Σεν-Τροπέ» δεν είναι η ταινία που θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στη μνήμη μας, είναι ένα φιλμ με στιγμές γέλιου που δίνει την ευκαιρία στην ηθοποιό να κινηθεί με ευχέρεια στα δύσκολα χωράφια της κωμωδίας – τομέα στον οποίο δεν έχει δοκιμαστεί ιδιαίτερα.
Η ταινία περιγράφει μια σειρά από αδιανόητες καταστάσεις που λαμβάνουν χώρα στη Γαλλική Ριβιέρα τού σήμερα, όταν μια κηδεία συγχρονίζεται κατά τραγική σύμπτωση με έναν γάμο. Την ώρα που πρέπει να κηδευτεί η σύζυγος του καταθλιπτικού μουσικού Ζεφ (Eρίκ Ελμοσίνο), ο πάμπλουτος αδελφός του, Ρόνι (Καντ Μεράντ), ετοιμάζεται να παντρέψει την κόρη του. Ο αναπάντεχος συνδυασμός γεγονότων που θα πρέπει να συμβούν στον ίδιο τόπο και χρόνο επιδεινώνει την τεταμένη ατμόσφαιρα ανάμεσα στα δύο εβραϊκής καταγωγής αδέλφια, καθώς στη μεν κηδεία επικρατούν συγκίνηση, μινιμαλισμός, σεμνότητα και ταπεινότητα, στον δε γάμο εκτυλίσσονται σκηνές απείρου κάλλους, υπερβολής και αμφιβόλου αισθητικής.
Σε αυτό το τελευταίο η Μόνικα Μπελούτσι έχει τον βασικό λόγο, αφού υποδύεται την ιταλίδα μάμα της μέλλουσας νύφης, αποδεικνύοντας επίσης ότι μπορεί να κάνει και καλή κωμωδία. Θα πρέπει, ωστόσο, να σημειώσουμε ότι η σκηνοθέτις Ντανιέλ Τόμσον δυστυχώς δεν αξιοποιεί στο έπακρο τις δυνατότητες και τα προσόντα της ηθοποιού. Ο ρόλος της πεθεράς δεν είναι αρκετά μεγάλος (ενώ θα μπορούσε να είναι) και το ιταλικό ταμπεραμέντο της ηρωίδας δεν καλλιεργείται τόσο, ώστε η Μπελούτσι να πάρει επάνω της την ταινία και να την απογειώσει.
Παρ’ όλα αυτά, δεν παύει να είναι μια μικρή απόλαυση να τη βλέπεις στη σκηνή της κηδείας να… την κάνει με ελαφρά πηδηματάκια, προκειμένου να αποφύγει το ψαλίδι του εβραίου κληρικού, ο οποίος, ακολουθώντας το έθιμο του «μοιράσματος του θρήνου», είναι αναγκασμένος να κόψει τα ρούχα των παρευρισκομένων. Ο τρόμος στο βλέμμα της Μπελούτσι μπροστά στο ενδεχόμενο να σφαγιαστεί η κόστους 4.000 ευρώ τουαλέτα, την οποία αγόρασε ειδικά για τον… γάμο, με έριξε από το κάθισμα απ’ τα γέλια. Επίσης, η ηθοποιός εκστομίζει την κορυφαία, κατ’ εμέ, ατάκα της ταινίας: «Οταν μεγαλώσω, θέλω να αποκτήσω Αλτσχάιμερ!» λέει κάποια στιγμή η Τζοβάνα, όπως ονομάζεται η ηρωίδα της. «Με το Αλτσχάιμερ ξεχνάς ότι είσαι γέρος, ξεχνάς ότι είσαι άρρωστος και όλα πάνε μια χαρά…».
Τα χρόνια της Μόνικα
Η σχέση με τον χρόνο και την αναπόφευκτη φθορά αποτελεί μεγάλο κεφάλαιο για τους αστέρες επιπέδου Μόνικα Μπελούτσι. «Θα ήμουν ψεύτρα αν δεν παραδεχόμουν ότι η σκέψη του γήρατος με απασχολεί» έχει παραδεχθεί η ίδια ήδη από το 2005. «Σε κανέναν δεν αρέσει να γερνάει, κανείς δεν θέλει να πεθάνει και όλοι θέλουμε να μείνουμε για πάντα νέοι. Επειδή, όμως, κάτι τέτοιο είναι αδύνατο, ο καθένας πρέπει να βρει τρόπους να το αντιμετωπίσει». Η ίδια θεωρεί ότι σε αυτό τη βοήθησε πολύ η μητρότητα. Η Ντέβα Κασέλ, που απέκτησε με τον γάλλο σύζυγό της Βενσάν Κασέλ στις 12 Σεπτεμβρίου του 2004 στη Ρώμη, άλλαξε κυριολεκτικά τη ζωή της. Τον Μάιο του 2010 έφερε στον κόσμο και τη δεύτερη κόρη της με τον Κασέλ, τη Λεονί. «Οταν γεράσω, προτιμώ να βλέπω τις κόρες μου παρά τις ταινίες μου» έχει δηλώσει έμπλεος μητρικού φίλτρου. Δεν ήταν πάντοτε έτσι.
H Μπελούτσι έγινε για πρώτη φορά μητέρα κοντά στα 40 (είναι γεννημένη στις 30 Σεπτεμβρίου του 1964, ακριβώς έντεκα χρόνια μεγαλύτερη της Μαριόν Κοτιγιάρ), γιατί ως τότε δεν ένιωθε έτοιμη. «Ημουν πολύ προσηλωμένη στο εγώ μου» μου είχε πει. «Τα ταξίδια, οι ταινίες… Ενδεχομένως αναζητούσα τον εαυτό μου. Δεν είχα την ανάγκη ενός παιδιού. Είχα τη ζωή μου, τη δουλειά μου, τον σύζυγό μου, τους φίλους μου. Και φυσικά, ύστερα από κάποια χρόνια, κάτι έλειπε… Ωσπου κάποια στιγμή ένιωσα ότι είχε έρθει η ώρα. Και ήμουν αρκετά τυχερή, γιατί σε αυτά τα πράγματα, όταν έρχεται η σωστή ώρα, δεν έρχεται το παιδί. Οταν αποκτάς παιδί, αντιλαμβάνεσαι για τα καλά ότι εσύ ανήκεις πια στο παρελθόν. Το παιδί σου είναι το μέλλον. Το παιδί σου σε βοηθά να πατήσεις στα πόδια σου».
Από μακριά κι ερωτευμένοι
Από αλλαγές άλλο τίποτε η ζωή της Μόνικα Αννα Μαρία Μπελούτσι, η οποία γεννήθηκε στο χωριό Τσιτά ντι Καστέλο της Ιταλίας, από όπου σύντομα θέλησε να ξεφύγει – και τα κατάφερε. Ηταν μοναχοπαίδι και πολύ καλή μαθήτρια, ενώ πρωταρχικός στόχος της ήταν μια καριέρα στη δικηγορία (μιλάει άπταιστα γαλλικά, αγγλικά και ισπανικά, πέρα από τη μητρική της). Ως φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Περούτζια, διαπίστωσε ότι τα κάλλη της μπορούσαν να εξαργυρωθούν, και αδρά μάλιστα. Γιατί να μη βγάλει χαρτζιλίκι εκτελώντας χρέη μοντέλου ζωγράφων όπως τη γέννησε η μαμά της; Δεν άργησε πολύ να αντιληφθεί ότι με την κατάλληλη προώθηση θα μπορούσε να γίνει μοντέλο σε γνωστούς οίκους μόδας. Οπότε, το 1988, μετακόμισε σε ένα από τα πιο κατάλληλα μέρη του πλανήτη για αυτές τις δουλειές, το Μιλάνο.
Επειτα όλα πήραν τον δρόμο τους. Και αναπόφευκτα η ηθοποιία έμελλε κάποια στιγμή να βρεθεί μπροστά της. Οντως, από τον «Δράκουλα» του Κόπολα και μετά, πολύς κόσμος άρχισε να την ανακαλύπτει, παρ’ ότι είχαν προηγηθεί κάποιες ερωτικές ταινίες στην πατρίδα της. Πολύ soft, όμως, μην πάει το μυαλό σας στο πονηρό. Αργότερα ακολούθησαν φιλμ όπως η «Συμμορία: Ντόμπερμαν» και το «Διαμέρισμα στο κέντρο της πόλης», χαρακτηριστικό των οποίων είναι ότι, όπως και στο «Μη αναστρέψιμος», συμπρωταγωνιστεί ο Βενσάν Κασέλ, ο άνδρας της ζωής της, κατά έναν εντελώς δικό της, ανοιχτόμυαλο τρόπο: σήμερα οι δυο τους όχι μόνο ζουν μεγάλα διαστήματα σε χωριστά σπίτια, αλλά και σε διαφορετικές χώρες, εκείνος στο Παρίσι, εκείνη στη Ρώμη, εκείνος στη Βραζιλία, εκείνη στο Λονδίνο… Προς αποφυγήν της ρουτίνας.
Και το Χόλιγουντ; Πού είναι σε όλα αυτά το Χόλιγουντ; Με μερικές εξαιρέσεις, όπως οι δύο ταινίες «Matrix» ή τα «Δάκρυα του ήλιου», η Μόνικα Μπελούτσι δεν έχει κόψει και πολλά ένσημα στον αμερικανικό κινηματογράφο. Πώς εξηγείται αυτό; Της ζητούσαν επίμονα να παίξει σε τέτοιου είδους «μεγάλες» ταινίες, αλλά, κατά δήλωσή της, εκείνη απέρριπτε τον ρόλο αν δεν την ενδιέφερε: «Οι μεγάλες παραγωγές του Χόλιγουντ ενίοτε είναι φρικτές». Χαρακτηριστική είναι η ιστορία πίσω από τα «Πάθη του Χριστού», το 2004. Η Μπελούτσι είχε ήδη αρνηθεί τη συμμετοχή της σε μια υψηλού μπάτζετ ταινία του Χόλιγουντ και, παρά τις φιλότιμες προσπάθειες των συμβούλων της να την αποτρέψουν, εκείνη αποφάσισε να ακολουθήσει το ένστικτό της και να υποδυθεί τη Μαρία Μαγδαληνή στη ρεαλιστική εκδοχή των Παθών από τον Μελ Γκίμπσον, σε άπταιστα αραμαϊκά. «Χρειάζεται να πιστέψω σε κάτι για να παίξω. Ειδάλλως, ποιο το νόημα;».
* Η ταινία «Μια βραδιά στο Σεν-Τροπέ» προβάλλεται στις ελληνικές αίθουσες σε διανομή Feelgood Entertainment.
***Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Αυγούστου 2013