Πόρος: Συνοδοιπόροι σε θαλασσινά μονοπάτια

Στην προκυμαία του Πόρου, το πιο συναρπαστικό κομμάτι της πολιτείας, κυκλοφορούν τα ισκιώματα του μεσημεριού. Τα όνειρα της θερινής ημέρας αποτελούνται από φως και σκιά. Εκτίθενται σε ένα από τα χαρακτηριστικά σπίτια της προκυμαίας, στην αίθουσα τέχνης «Citrone», ένα από τα δυνατά πολιτισμικά κοιτάσματα της πολιτείας.

Τα χρώματα του φωτός και της σκιάς
Στην προκυμαία του Πόρου, το πιο συναρπαστικό κομμάτι της πολιτείας, κυκλοφορούν τα ισκιώματα του μεσημεριού. Τα όνειρα της θερινής ημέρας αποτελούνται από φως και σκιά. Εκτίθενται σε ένα από τα χαρακτηριστικά σπίτια της προκυμαίας, στην αίθουσα τέχνης «Citrone», ένα από τα δυνατά πολιτισμικά κοιτάσματα της πολιτείας.

Δυο διακεκριμένοι ζωγράφοι –ο Τάσος Μαντζαβίνος και ο Κώστας Παπανικολάου -, δυο φίλοι, δυο ματιές πάνω στη θάλασσα, δυο παλέτες, με φωτεινά χρώματα η μία και σκούρα η άλλη, μια συντροφιά, μια ζωγραφική μυσταγωγία, μια «Θάλασσα». «Τη θάλασσα, τη θάλασσα, ποιος μπορεί να την εξαντλήσει;» αναρωτιέται ο Γιώργος Σεφέρης και η φωνή του μοιάζει να έρχεται από απέναντι, τη βίλα «Γαλήνη», πάνω στην κόστα που αρχίζει από την Πέρλα και καμπυλώνει ερωτικά στο Μικρό και το Μεγάλο Νεώριο, στο Λιμανάκι της Αγάπης, στον Ρωσικό Ναύσταθμο, ως τον φάρο. Εδώ, στη θάλασσα και τη φύση του Πόρου, ο ποιητής συντροφιά με τη Μαρώ θέλησε να διώξει από πάνω του τις οδυνηρές μνήμες των πολέμων, του Παγκόσμιου και του Εμφυλίου. Ο Σεφέρης είχε περάσει και παλαιότερα από εδώ με άλλη παρέα, στην οποία ήταν μέλος και ο Χένρι Μίλερ. Ο προκλητικός αμερικανός συγγραφέας παρακαλούσε να τον αφήσουν να πετάει σαν καλοσυνάτος γλάρος πάνω από τις στέγες του Πόρου και το γοητευτικό στενό που τον χωρίζει από την πελοποννησιακή ακτή και το «Λεμονοδάσος» του Κοσμά Πολίτη, την ώρα που ο Γιάννης Ρίτσος σκεφτόταν τον ναό του Ποσειδώνα στην ενδοχώρα του νησιού, την πιο ωραία διαδρομή στον εσωτερικό του κόσμο. Ο Γιώργος Σεφέρης στο νησί συναντήθηκε με δύο «παιδιά του Πόρου», τον μετέπειτα θρύλο της ευρωπαϊκής ζωγραφικής τον 20ό αιώνα Λούσιαν Φρόιντ και τον άλλο άγγλο ζωγράφο Τζον Κράξτον, που γλεντούσαν την Ελλάδα και το ελληνικό φως. Γενικώς οι παρέες στον Πόρο γράφουν ιστορία, χαράζουν ατμοσφαιρικές διαδρομές και μας καλούν να γίνουμε συνοδοιπόροι τους.

Πιάνο για τέσσερα χέρια και μια σκηνοθεσία για τη Σφαιρία
Ο ήλιος φωτίζει την προκυμαία του Πόρου, αυτό το απίθανο σκηνικό για να εξελιχθούν καλοκαιρινές ιστορίες και όνειρα θερινής ημέρας. Οι προσόψεις των νεοκλασικών σπιτιών, που κορυφώνονται στο ρολόι, καθρεφτίζονται στα ήρεμα νερά, τα οποία αναδεύουν μόνο τα κάθε λογής πλεούμενα –από τα πολυτελή κρούιζερ και τα αρχοντικά ιστιοπλοϊκά, ως τα δελφίνια, τα καράβια της γραμμής και τα μικρά βαρκάκια που λειτουργούν ως θαλασσινά ταξί –που παρελαύνουν μπροστά τους. Τον Κώστα Παπανικολάου έχει συνεπάρει πολλές φορές στα ταξίδια της ζωγραφικής αυτό το απίθανο σκηνικό, η θέα των σπιτιών του Πόρου. Χαϊδεύει το πινέλο του μαζί με το φως αυτές τις γοητευτικές προσόψεις και κοιτάζει διακριτικά την εσωτερική ζωή τους, τη ζωή των ανθρώπων που έχουν ζήσει και ζουν μέσα, αγγίζοντας την ιστορία τους. Ο Τάσος Μαντζαβίνος προσπερνά τη φωτισμένη εικόνα των σπιτιών και του τοπίου και εισβάλλει στην εσωτερική ζωή τους, στην ψυχή των ανθρώπων που τα κατοικούν. «Ο Μαντζαβίνος» λέει ο Κώστας Παπανικολάου «ζωγραφίζει τον μέσα κόσμο και έχει αναπτύξει μια εξαιρετική τεχνική που εξυπηρετεί αυτό που κάνει. Τα έργα του δεν αναπαριστούν κάτι, παριστάνουν τον εαυτό τους. Τα θέματά του δεν είναι υπηρέτες της τεχνικής, ούτε η τεχνική είναι υπηρέτρια των θεμάτων του. Είναι όλα μαζί. Το θέμα είναι το έργο. Το ωραίο είναι η αλήθεια. Σε αυτό μοιάζουμε πάρα πολύ, παρ’ όλο το κοντράστ. Εγώ τα έργα μου τα κάνω στον ήλιο κι αυτός στον ήλιο της ψυχής, και είναι οργανωμένα με τον ανατολικό εικονογραφικό τρόπο».
Το βραδάκι η προκυμαία του Πόρου έχει τη γεύση της θάλασσας, του χταποδιού στα κάρβουνα. Δίπλα στη «Citrone», στο εστιατόριο «Ποσειδών», η παρέα των ζωγράφων είναι θορυβώδης και πληθωρική. Ιδια με τους μεζέδες που καταφθάνουν στο τραπέζι: σαρδέλες ψητές, μπουρεκάκια, ντολμαδάκια, φέτα ψητή, κολοκυθάκια τηγανητά, πετροσωλήνες αχνιστές, μαριδάκι, αθερίνα, γαριδάκι συμιακό, λακέρδα μαρινάτη…
Πάντα είναι εξίσου απολαυστική με τα έργα τους η επικοινωνία των δύο ζωγράφων. Λειτουργούν με αφετηρία την εκτίμηση της ζωγραφικής του καθενός. «Το φως του Κώστα» λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος «είναι κατακρημνώδες, εκτυφλωτικό. Δεν είναι ένα φως τουριστικό, είναι φως που σε τυφλώνει σαν μαχαίρι που λάμπει». «Σκληρό και ακριβές» παρεμβαίνει ο Κώστας Παπανικολάου. Και ο Τάσος Μαντζαβίνος συνεχίζει: «Εχω σκυλοβαρεθεί να βλέπω μια τουριστική Ελλάδα. Βαριέμαι αθεράπευτα. Ο Κώστας έχει απενοχοποιήσει από την τουριστική ματιά το ελληνικό φως. Εγώ θα έκλεινα τα μάτια μου απέναντί του και θα το έβαζα στα πόδια. Αυτός δεν τα κλείνει και το κοιτάζει κατάματα. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, γιατί και το βίωμα είναι ίδιο, αν και αυτός είναι από την Ηπειρο κι εγώ από τα Πατήσια».
Οι δύο ζωγράφοι είναι φίλοι. Πάντα οι συντροφιές εδώ στον Πόρο είχαν μια δημιουργική δύναμη. «Η φιλία βοηθά στο «σκάψιμο»» λέει ο Κώστας Παπανικολάου. Και ο Τάσος Μαντζαβίνος συμπληρώνει: «Η παρέα μας είναι σαν να δίνει μια ατάκα ο ένας στον άλλον για να αναπτύξει το ταλέντο του». Κάπως έτσι έγιναν τα κοινά έργα που παρουσιάζονται για πρώτη φορά στην έκθεση. Ξεκινούσε ο ένας έναν πίνακα, προσέθετε ο άλλος τα δικά του και ξανά πάλι ο άλλος έβαζε τις δικές του πινελιές. Ετσι η θάλασσα του Κώστα Παπανικολάου έγινε ένα με τη θάλασσα του Τάσου Μαντζαβίνου.
Η θάλασσα κινεί την εικόνα της προκυμαίας στον καθρέφτη των νερών, τα πρόσωπα των ανθρώπων που σεργιανούν στην προκυμαία, αλλά και όλες τις εξελίξεις στο νησί. Το πηγαινέλα των σκαφών είναι ένα είδος επικοινωνίας κι εδώ στον Πόρο είναι τόσο χαρακτηριστικό. Γι’ αυτό είναι ο ταιριαστός τόπος για την έκθεση «Θάλασσα», η οποία θα έχει ανοιχτές τις πόρτες της ως τις 27 Ιουλίου, όταν την αίθουσα και την κλειστή αυλή της «Citrone», όλον τον Αύγουστο, θα πλημμυρίσει η ματιά του Αλέκου Κυραρίνη.
«Η θάλασσα είναι γυναίκα» λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος. «Είναι και μητέρα και μαινάδα. Είναι και άγρια και ήμερη. Εγώ τη ζωγραφίζω άγρια, σκοτεινή, γιατί τη φοβάμαι. Ο Κώστας τη ζωγραφίζει ήμερη και φωτεινή, πάλι γιατί τη φοβάται». «Ο,τι αγαπάς πολύ το ξορκίζεις» παρεμβαίνει ο Κώστας Παπανικολάου. Κάπως έτσι το έργο των δύο ζωγράφων γίνεται τα μάτια και η ψυχή της Ελλάδας. «Ελληνικό φως» λέει ο Τάσος Μαντζαβίνος «δεν είναι μόνο του Σεφέρη, αλλά και του Καρυωτάκη. Η ποίηση μπορεί να προσεγγίσει κοντύτερα από τη λογική τη λύση, την εξήγηση του Σύμπαντος. Η φαντασία είναι αφυΐα»…
Μικρό καλοκαιράκι στη «Γαλήνη» του Γιώργου Σεφέρη και της Μαρώς
Γι’ αυτό το φως της Ελλάδας, για το οποίο συνομιλούν οι δύο ζωγράφοι, ο Γιώργος Σεφέρης πιστεύει ότι υπάρχει μια λειτουργία ενανθρωπισμού. Και εκείνο το μικρό καλοκαιράκι του 1946 στον Πόρο ο ποιητής ήθελε να αισθανθεί τη μαγεία της θάλασσας που, καθώς λέει ο Ρόντρικ Μπήτον στη βιογραφία του Γιώργου Σεφέρη («Περιμένοντας τον άγγελο»), βρίσκεται κοντά στη γραμμή διαχωρισμού για έναν άλλο κόσμο. Να φανταστούμε ότι η γραμμή αυτή τρέχει από την Πέρλα ως τον Ρωσικό Ναύσταθμο, κάνοντας δροσερές, προκλητικές, καμπύλες στο Μικρό και στο Μεγάλο Νεώριο, το Λιμανάκι της Αγάπης και πλήθος άλλες αγκαλιές στη σκιά των πεύκων, εκεί που απλώνει τους ψάθινους καναπέδες του το ξενοδοχείο «Poros Image Hotel» (τηλ. 22980 22216, www.porosimage.gr) που τα δωμάτιά του βλέπουν την πιο σοφιστικέ εικόνα του Πόρου, την ίδια την πολιτεία του, με τα σκάφη να πηγαινοέρχονται αφήνοντας πίσω το υγρό ίχνος τους.
Ο Σεφέρης γράφει από απέναντι: «Το ρολόι του χωριού, ένα είδος καμπαναριό στην κορυφή του βράχου του Πόρου… την ώρα τη βλέπεις (από τη «Γαλήνη») με τα κιάλια. Τα σπίτια, χρώμα και γυαλάδα κάποτε άσπρου σμάλτου. Αυτό το φως…».
Ο Σεφέρης έμπαινε συχνά στον άλλο κόσμο της θάλασσας. Μια μέρα πήρε τη βάρκα για να κολυμπήσει στη διώρυγα που χωρίζει τον Πόρο από τον Γαλατά. Εκεί ήταν βυθισμένη η «Κίχλη», ένα «λάφυρο» του πρόσφατου πολέμου που ο ποιητής πάλευε να ξεχάσει. Αυτό το καραβάκι πυροδότησε το επόμενο ποίημά του, την «Κίχλη»:

Ακουσα τη φωνή
καθώς εκοίταζα στη θάλασσα να ξεχωρίσω
ένα καράβι που το βούλιαξαν εδώ και χρόνια·
το ‘λεγαν «Κίχλη»· ένα μικρό ναυάγιο· τα κατάρτια,
σπασμένα, κυματίζανε λοξά στο βάθος, σαν πλοκάμια
ή μνήμη ονείρων, δείχνοντας το σκαρί του
στόμα θαμπό κάποιου μεγάλου κήτους νεκρού
σβησμένο στο νερό. Μεγάλη απλώνουνταν γαλήνη.
Πάνω σε αυτή τη διαδρομή, με τα τραπέζια του σχεδόν μέσα στη θάλασσα, υπάρχει από το 1909 ο «Μαύρος Γάτος» που πολλά έχουν δει τα μάτια του στον Πόρο. Τώρα στο τραπέζι φθάνουν πιτάκια θαλασσινών, γαύρος μαρινάτος, μυδοπίλαφο, χταπόδι λιαστό ψητό, ψιλό ψαράκι ημέρας, γαριδομακαρονάδα κ.ά.
Ο Σεφέρης έμεινε όλο το φθινόπωρο για να εξαγνιστεί από τις οδυνηρές μνήμες του πολέμου και του εμφύλιου σκοτωμού συντροφιά με τη Μαρώ και το τοπίο του Πόρου. Μάλιστα προχωρούσε παραπέρα, πέρα από τον Ρωσικό Ναύσταθμο, ως τον φάρο: «Περίπατος στο φάρο. Μεταλλικά χρώματα στη θάλασσα· γκρεμίσματα του ρούσικου ναύσταθμου· αφιλόξενο τοπίο. Στο φάρο συκιές κι αγκάθια. Τα κουνέλια τρέχουν αδέσποτα· δεν τα πιάνουν για να τα φάνε, τα σκοτώνουν με το τουφέκι. Μέσα στο μικρό χτίριο, μυρωδιά καραβιού, πιστόλια και τουφέκια στον τοίχο, κι ένα παλιό σπαθί. Αγέρας μοναξιάς».
Δίοδος προς το φως και την ομορφιά
Είχε έλθει εδώ και την περίοδο της πρώτης αγάπης τους με τη Μαρώ το 1936. Ο Σεφέρης είχε περάσει στο μεταξύ με τον Κατσίμπαλη, τον Ντάρελ και τον Μίλερ καθώς ταξίδευαν για να συναντήσουν τον άλλον της παρέας, τον Νικολή Χατζηκυριάκο-Γκίκα στην Υδρα. Ο Μίλερ έγραφε στον «Κολοσσό του Μαρουσιού»: «(…) αφήστε με να αιωρούμαι σαν καλοσυνάτο πνεύμα πάνω από τις στέγες του Πόρου (…). Μπορώ να διακρίνω ολόκληρη την ανθρώπινη φυλή μέσα από το λαιμό αυτού του μπουκαλιού, καθώς ψάχνω για είσοδο σ’ αυτόν τον κόσμο του φωτός και της ομορφιάς». Ο Κώστας Παπανικολάου γράφει πάνω σε αυτή την ομορφιά από απέναντι, από τον Γαλατά, όπου μένει τακτικά και ζωγραφίζει παρατηρώντας την ακτή που μένει, το στενό που τον χωρίζει από τον Πόρο και την προκυμαία απέναντι. Συχνά κατεβαίνει στη βεράντα της ταβέρνας «Φωτεινή» στην Αλυκή (2 χλμ. από τον Γαλατά, προς το Λεμονοδάσος) για να έχει αυτή τη θέα. Στο μεταξύ έρχονται στο τραπέζι τα φοβερά κεφτεδάκια με κόκκινη σάλτσα της κυρα-Βάσως, οι εξωγήινες ομελέτες, οι κολοκυθοκεφτέδες, ο κόκορας κοκκινιστός.
Μεταξύ των έργων που εκτίθενται στη «Citrone» είναι και μια δεύτερη εκδοχή της «Φούγκας», μια εκδοχή της μουσικής της Μεσογείου του Κώστα Παπανικολάου. Οπως λέει, αν και κάποια πράγματα τα έχεις συνεχώς δίπλα σου, ξαφνικά συνειδητοποιείς την αξία τους. Και αρχίζει να διηγείται ένα όνειρό του: «Είδα σαν μια μυστική εικόνα στον ύπνο μου έναν λόφο καλοκαιρινό, με τις ελιές στη σειρά, με συκιές και ξερά αγριοάγκαθα, την ώρα που το φως γίνεται σχεδόν κόκκινο. Οι σιλουέτες της ελιάς και της συκιάς ήταν σαν νότες πάνω στο πεντάγραμμο των σειρών των δένδρων». Ξύπνησε και άρχισε να ζωγραφίζει την εικόνα που είδε στ’ όνειρό του. Η «μεταφυσική» διάσταση του έργου έγινε ακόμη μεγαλύτερη, όταν συνειδητοποίησε ότι ο λόφος με τις ελιές είναι αυτός που κλείνει την πολυσύχναστη παραλία της Αλυκής, δίπλα του. Ονόμασε το έργο χαϊδευτικά «Φούγκα», και πράγματι είναι μια δυνατή μουσική της Μεσογείου, όπως αυτή ηχεί εδώ στην ακτή του Γαλατά με τους λόφους και ό,τι έχει απομείνει από το Λεμονοδάσος.
Η ακτή των πεύκων από την πολιτεία ως το μοναστήρι
Ο Κοσμάς Πολίτης έγραψε το θρυλικό «Λεμονοδάσος» και αισθάνεται τον παλμό του τοπίου: «Σήμερα δεν είναι το πεύκο μόνο που γέρνει για φιλί. Η θάλασσα λυσσασμένη από ερωτικό πόθο τού στέλνει τα φιλιά της στην κορυφή των κυμάτων. Σπρώχνει το ένα το άλλο για να δυναμώσουν, και το τελευταίο χυμά θεριεμένο κατ’ επάνω στο βράχο και φτάνει το λυγερό πεύκο που σείεται λιγωμένο».
Από το γεφύρι που ενώνει τη Σφαιρία με την Καλαυρία ξεκινά η άλλη διαδρομή προς Ασκέλι και Μοναστήρι.

Ακολουθούμε κατά πόδας τον Κοσμά Πολίτη: «(…) Το αυτοκίνητο κάνει τον γύρο της χώρας από πίσω και βγαίνομε σε μιαν άλλη παραλία. Αρχίζει ένας ωραίος δρόμος ανηφορικός φυτεμένος καλαμιές και λυγαριές. Σε λίγο σκαρφαλώνομε τις κορδέλες του βουνού. Δεξιά η θάλασσα με τα λευκά πανιά της και η Πελοπόννησος. Σταματούμε σε μια μικρή πλατεία, μάλλον έναν εξώστη στην πλαγιά του βουνού. Παντού πεύκα. Κάτω στη βαθιά πυκνή ρεματιά τρέχουν τα νερά με θόρυβο. Απέναντι, ανάμεσα στα δέντρα ένα μεγάλο κτήριο μοιάζει με φυλακή. Ενας σταυρός στην κορυφή μού δείχνει πως αυτό είναι το Μοναστήρι».

Προς το Μοναστήρι πήγαιναν και τα «αγόρια του Πόρου», οι ζωγράφοι Τζον Κράξτον και Λούσιαν Φρόιντ, που γλεντούσαν εκεί το φως και την ανθρώπινη επικοινωνία, καθώς σημειώνει ο Σεφέρης που τους συνάντησε: «Οταν νύχτωσε, έναστρος ουρανός. Εκείνη την ώρα ήρθαν ο Τζον Κράξτον και ο Λούσιαν Φρόιντ που τους ακούω από τότε που ήρθα και που τους γνώρισα μόνο χθες. Μένουν στον Πόρο εδώ και μήνες (…). Ο πρώτος Αγγλος, ο δεύτερος εγγονός του μεγάλου Φρόιντ. Γλεντούν στην Ελλάδα, όπου βρίσκουν πράγματα που τους λείπουν στον τόπο τους. Το φως κι ένα άλλο είδος ανθρώπινης επικοινωνίας, καθώς λένε. Διασκεδάζουν με τον Καραγκιόζη που παίζει στο χωριό.

Ξεκινήσαμε όλοι μαζί να πάμε να τον δούμε». Με τον Καραγκιόζη διασκεδάζει πολύ και ο Τάσος Μαντζαβίνος, γιατί, όπως τονίζει, λέει την αλήθεια. Γι’ αυτό η φιγούρα της σκιάς διαπερνά όλο το έργο του και τα πρόσωπα μέσα στους πίνακές του φέρνουν συχνά στο περίγραμμα του Καραγκιόζη.

Ενας εσωτερικός περίπατος στον ναό του Ποσειδώνα
Οι συναντήσεις στον Πόρο ανοίγουν μονοπάτια. Ηλθαν να δουν τον Σεφέρη στη βίλα «Γαλήνη» ο Τζον Λίμαν και οι άγγλοι φίλοι του, ο Ρεξ Γουόρνερ, ο Μορίς Κάρντιφ, ο Γιώργος Κατσίμπαλης. Στον Λίμαν έκανε εντύπωση η συλλογή μπαστουνιών περιπάτου που ο Σεφέρης είχε συλλέξει στο εσωτερικό του νησιού. Πίσω από το μέτωπο του Πόρου απλώνεται μια ολόκληρη ενδοχώρα που καλεί τον επισκέπτη να την εξερευνήσει. Υπάρχει γι’ αυτό ένα ισχυρό κίνητρο: η θέα της πίσω και της μπροστινής όψης του νησιού καθώς προβάλλεται στη θάλασσα και τα ερείπια του ναού του Ποσειδώνα, ένα ορόσημο της διαδρομής.
Λίγο πριν από το πολύ ωραίο ξενοδοχείο «Sirene Blue Resort» (τηλ. 22980 22216, www.sireneblueresort.gr) η άσφαλτος ανηφορίζει προς τον ναό του Ποσειδώνα (5 χλμ.). Ο δρόμος ανεβαίνει συνεχώς μέσα στο δάσος, προσφέροντας από ένα σημείο και μετά πανοραμικές εικόνες των κατάφυτων πλαγιών των λόφων και της πολιτείας του Πόρου, ώσπου να βγει από την άλλη μεριά του νησιού, ψηλά πάνω από τον όρμο της Βαγιονιάς, όπου μια άλλη κατεβασιά καταπράσινων λόφων κατεβαίνει προς την πίσω μεριά του νησιού. Λίγο μετά ο δρόμος ακουμπά το συρματόπλεγμα που περιβάλλει τον αρχαιολογικό χώρο. Τα χαμηλά ερείπια μοιάζουν φτωχά σκορπισμένα ανάμεσα στις σκιές των ελιών και των πεύκων, αλλά αυτό το ιερό της Καλαυρίας ήταν σπουδαίο. Με τα πόδια από τη διασταύρωση είναι περίπου 1 ώρα και 15 λεπτά ανηφορικός δρόμος. Μπορεί βεβαίως να έλθει κανείς εδώ και με αυτοκίνητο. Μετά τον ναό ο ασφαλτοστρωμένος δρόμος συνεχίζει ως την πολιτεία του Πόρου. Ο Γιάννης Ρίτσος είχε γράψει: «Οι θεοί ξεχνιούνται κι αν απόψε θυμηθήκαμε τον Ποσειδώνα, γυρίζοντας στους έρημους γιαλούς της Καλαυρείας, είναι γιατί εδώ πέρα, στο ιερόν αλσύλλιο, μια νύχτα του Ιουλίου, ενώ φεγγοβολούσαν τα κουπιά στο φεγγαρόφωτο και ηχούσαν μέσα στις βάρκες οι κιθάρες των κισσοστεφάνωτων εφήβων, εδώ, σε τούτο το πευκόφυτο, πήρε το δηλητήριο ο Δημοσθένης αυτός τραυλός, που πάσκισε ως να γίνει ο πρώτος ρήτωρ των Ελλήνων, κι ύστερα καταδικασμένος από Μακεδόνες και Αθηναίους, μέσα σε μια νύχτα, έμαθε την πιο δύσκολη, την πιο μεγάλη τέχνη: να σωπαίνει».

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.