Μέσα στο εργαστήριο των ονείρων

Tο κτίριο είναι ευάερο, ευήλιο, φωτεινό και με θέα στο ποτάμι. Το βράδυ, όταν οι εργαζόμενοι που στεγάζονται στο εσωτερικό του αρχίζουν να αποχωρούν σιγά σιγά, μπορεί κανείς να διακρίνει από το διαφανές εξωτερικό του άπλετους χώρους – το ιδανικό της σύγχρονης αρχιτεκτονικής φαντασίας. Συνήθως, παρόμοιες κατασκευές αρμόζουν στις μέρες μας σε μουσεία ή κερδοφόρες εταιρείες με κεφάλαια δισεκατομμυρίων που επιθυμούν να διατυμπανίσουν την κοινωνική τους άνοδο προσλαμβάνοντας έναν κάτοχο του «Νομπέλ της Αρχιτεκτονικής», του βραβείου Πρίτσκερ, προκειμένου να κορέσουν τον νεοπλουτισμό της ψυχής τους.

Η συγκεκριμένη περίπτωση διαφέρει. Ο βραβευμένος νεωτεριστής αρχιτέκτονας είναι παρών (δύο για την ακρίβεια, οι Φουμιχίκο Μάκι και Ι. Μ. Πέι, σε διαδοχικές φάσεις της ζωής του κτίσματος), το οικοδόμημα όμως στεγάζει ατημέλητους ερευνητές, αντί για καλοντυμένα στελέχη, και το περίφημο Εργαστήριο Μέσων Επικοινωνίας (Media Lab) του ΜΙΤ της Βοστώνης δεν αποτελεί κερδοσκοπικό οργανισμό. Από τις εγκαταστάσεις αυτές στο προάστιο του Κέιμπριτζ στα περίχωρα της Βοστώνης αναμένεται ούτε λίγο ούτε πολύ το μέλλον να εξέλθει πάνοπλο, περίπου όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Δία, αν πιστέψουμε τις φιλόδοξες διακηρύξεις του δικτυακού τόπου του («εδώ δεν φανταζόμαστε το μέλλον, το ζούμε»). «Μας τα είπαν κι άλλοι», θα πείτε – και ποιος θα θυμάται αύριο τις χθεσινές εξαγγελίες για το αύριο; Η περίπτωση του Media Lab, ωστόσο, αξίζει την προσοχή για δύο λόγους: έχει ήδη αποδώσει καρπούς στο πρόσφατο παρελθόν και με το νέο πρόγραμμά του, City Science, θέτει στόχο πρακτικές λύσεις σε πρακτικά προβλήματα, όπως η κίνηση ή τα οικιστικά ζητήματα στις αστικές μητροπόλεις.

Καταφύγιο από το μέλλον

Το Media Lab γεννήθηκε ως πρωτοβουλία του ελληνοαμερικανού καθηγητή Αρχιτεκτονικής και πρωτοπόρου της επιστήμης των υπολογιστών Νίκολας Νεγκροπόντε το 1985. Στόχοι του ήταν η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών, με πρακτικό αντίκρισμα στη βιομηχανία και στις επιχειρήσεις, οι εφευρέσεις κοινωνικού χαρακτήρα, που θα μπορούσαν να βελτιώσουν την καθημερινή ζωή στον αναπτυσσόμενο κόσμο, αλλά και η δημιουργική έκφραση ανθρώπων που ξεπερνούσαν τα τότε στεγανά της επιστήμης: ο ίδιος ο Νεγκροπόντε χαριτολογώντας θα χαρακτήριζε την πρώτη γενιά των συνεργατών του «απροσάρμοστους που δεν επιδέχονταν ακαδημαϊκή κατηγοριοποίηση». «Γεγονός είναι ότι το Media Lab ξεκίνησε σαν καταφύγιο για ερευνητές του ΜΙΤ οι οποίοι δεν ταίριαζαν στα όρια των επιστημονικών ειδικοτήτων των τμημάτων που υπήρχαν τότε. Οι αλλαγές που επέφερε η πληροφορική στην έκφραση και στην επικοινωνία ήταν η ομπρέλα κάτω από την οποία ενώθηκαν και στεγάστηκαν» επιβεβαιώνει ο Μιχάλης Μπλέτσας, διευθυντής Δικτύων και Υπολογιστικών Συστημάτων του Media Lab, όπου εργάζεται από το 1996.

Οι ένοικοι του «καταφυγίου» παρήγαγαν από τότε μια σειρά καινοτομιών με εφαρμογή σε πολλά από τα προϊόντα της ψηφιακής επανάστασης γύρω μας: το ηχητικό τμήμα της κωδικοποίησης Μp4, αρχείων που καθιστούν δυνατή την παρακολούθηση τηλεοπτικών σειρών ή ταινιών στους υπολογιστές ή στις ταμπλέτες μας, τα ολογράμματα των chip των περισσότερων πιστωτικών καρτών, το «λάπτοπ των 100 δολαρίων», για τις μαθησιακές ανάγκες των παιδιών των αναπτυσσόμενων χωρών, αποτελούν μερικές μόνο από τις πιο κοινές επινοήσεις τους. (Ολογραφικά βίντεο, ηλεκτρονική μελάνη και φορετοί, όχι φορητοί, υπολογιστές είναι κάποιες άλλες, περισσότερο εξωτικές.) Σήμερα, στα 28 χρόνια από την ίδρυσή του, διαθέτει ένα δυναμικό 139 μεταπτυχιακών σπουδαστών και 28 βασικών ερευνητών, στους οποίους προστίθενται πολλαπλάσιοι συνεργάτες από τους ιδιωτικούς ή κρατικούς φορείς που κατά καιρούς συμπράττουν στα περισσότερα από 350 προγράμματα υπό εξέλιξη αυτή τη στιγμή – πάντοτε «με ζητούμενο την προσέλκυση ερευνητών, οι οποίοι δύσκολα θα ταίριαζαν σε άλλα εργαστήρια» σημειώνει με έμφαση ο Μπλέτσας. «Αυτό δημιουργεί ένα περιβάλλον που γεννά αντισυμβατικές ιδέες και ένα παράθυρο με άπλετη θέα στο μέλλον».

Αστικός φουτουρισμός – βιονικά όντα

Τον Μάιο, ο Κεντ Λάρσον, διευθυντής του προγράμματος City Science, έδωσε στους «Financial Times» μια μικρή γεύση τού πώς θα μπορούσε να μοιάζει μια τέτοια θέα: «Οι πόλεις στις οποίες θα μας άρεσε να ζούμε, πολλές από αυτές ιστορικές ευρωπαϊκές πόλεις, είναι όπως τις γνωρίσαμε πριν από την εποχή του αυτοκινήτου, με μικρές γειτονιές, έκτασης 1-2 χλμ., που περιλαμβάνουν όλες τις απαραίτητες για την καθημερινή ζωή εγκαταστάσεις. Σκεφτήκαμε, λοιπόν, να συνδέσουμε τις νέες τεχνολογίες με τα καλύτερα πρότυπα αστικού σχεδιασμού του παρελθόντος». Η λύση που προτείνουν είναι ένα κοινόχρηστο ρομποτικό αυτοκίνητο. Με τέσσερις ανεξάρτητα ελεγχόμενους ηλεκτρικούς τροχούς χωρίς άξονα και δυνατότητες αυτόνομης οδήγησης, το CityCar προβλέπεται να παρκάρει αυτόματα όταν το εγκαταλείπουν οι οδηγοί του και εν συνεχεία να αναδιπλώνεται έτσι ώστε να εξοικονομεί χώρο: οι υπεύθυνοι του Media Lab υπολογίζουν πέντε αυτοκίνητα στον χώρο μίας σημερινής θέσης.

Για τον Λάρσον το σημαντικότερο ζήτημα είναι η απόρριψη της έννοιας της αποκλειστικότητας ενός αυτοκινήτου: «Το κοινόχρηστο μοντέλο μοιάζει πολύ πιο λογικό από εκείνο με το οποίο μεγαλώσαμε εμείς». Νοοτροπίες δεκαετιών εξαλείφονται, αργά βέβαια, η παραγωγή όμως παρόμοιων οχημάτων βρίσκεται πολύ πιο κοντά από όσο θα νόμιζε κανείς: η τεχνολογία θα εφαρμοστεί πιλοτικά στη Χώρα των Βάσκων το 2014, ενώ η Deutsche Bahn (γερμανική κρατική εταιρεία σιδηροδρόμων) προτίθεται ήδη να εγκαταστήσει ένα δίκτυο κοινόχρηστων αυτοκινήτων στους σταθμούς της. Σαφώς πιο φουτουριστικό μοιάζει το σχέδιο για ένα CityHome στα πρότυπα του CityCar – μια προσπάθεια για υψηλότερη ποιότητα ζωής και χαμηλότερη δαπάνη ενέργειας στα συχνά στενά οικιστικά όρια των ακριβών σύγχρονων μητροπόλεων. Εδώ, οι ερευνητές του Media Lab υποδεικνύουν τη δυνατότητα σπιτιών σε προσιτές τιμές που θα εκμεταλλεύονταν τεχνολογίες ρομποτικών τοίχων, μετατρέποντας τους χώρους. Το σαλόνι που γίνεται κρεβατοκάμαρα αποτελεί καταξιωμένο ιδανικό διαφόρων μυθιστορημάτων επιστημονικής φαντασίας, εντός του 2013 όμως η ομάδα του Κεντ Λάρσον υπόσχεται ένα πειραματικό διαμέρισμα 24 τετραγωνικών μέτρων, σε συνεργασία με το Δημοτικό Συμβούλιο του Κέιμπριτζ.

Η ενασχόληση με τη ρομποτική δεν αποτελεί το μόνο τρέχον ενδιαφέρον του ιδρύματος, όπως ακριβώς η έμφαση στις ψηφιακές τεχνολογίες δεν συνιστούσε την αποκλειστική ερευνητική κατεύθυνσή του ως σήμερα. Τα προγράμματα διαδραστικών επαφών ανθρώπου και υπολογιστή συνεχίζουν να εξελίσσονται, ο τομέας των κοινωνικών δικτύων χαρτογραφείται εξαντλητικά, οι βιονικές επιστήμες καλλιεργούνται συστηματικά. Η πρωτοποριακή δουλειά του Χιου Χερ, επικεφαλής του Τμήματος Εμβιομηχανοτρονικής, ήρθε στο προσκήνιο πρόσφατα εξαιτίας των θυμάτων της επίθεσης στον Μαραθώνιο της Βοστώνης, στις 15 Απριλίου. Ο 49χρονος Χερ, ο οποίος κινείται με δύο μηχανικά μέλη αντί για πόδια, εξαιτίας ενός ορειβατικού ατυχήματος στην εφηβεία του, έχει κατασκευάσει ένα τεχνητό γόνατο που ελέγχεται από ηλεκτρονικό υπολογιστή, εστιάζοντας τις προσπάθειές του στη βελτιστοποίηση της μηχανικής διασύνδεσης μεταξύ ανθρώπινου σώματος και προσθετικών τμημάτων προκειμένου να εξαλείψει τη βασικότερη δυσλειτουργία τους – τον πόνο. Ενα βήμα παραπέρα στην ίδια κατεύθυνση βρίσκεται η δημιουργία συνθετικού δέρματος με αισθητικές δυνατότητες: «Ο στόχος είναι η ανάπτυξη μιας επικοινωνίας διπλής κατεύθυνσης με μετάδοση δεδομένων από και προς τον εγκέφαλο» τόνιζε ο Χερ τον Μάιο στους «Financial Times».

Το παιχνιδάδικο του Mad Max

Εξίσου ασυνήθιστο με τις ερευνητικές κατευθύνσεις του Εργαστηρίου είναι και το πρότυπο λειτουργίας του. Ο ετήσιος προϋπολογισμός των 35 εκατ. δολαρίων καλύπτεται σχεδόν εξολοκλήρου από ιδιωτικούς φορείς: το ίδρυμα θέτει τις θεματικές και οι επιχειρήσεις προσέρχονται προς χρηματοδότηση. Το Media Lab διαθέτει σήμερα 80 «εταιρικά μέλη», τα οποία μπορούν να επωφεληθούν από την άδεια εκμετάλλευσης των ευρεσιτεχνιών που θα προκύψουν κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους χωρίς να καταβάλουν δικαιώματα. Η ανταλλαγή τεχνογνωσίας και διανοητικού δυναμικού αποδεικνύεται ωφέλιμη και για τα δύο μέρη, ενώ ταυτόχρονα η επιχορήγηση ευρύτερων τομέων, όχι συγκεκριμένων πρότζεκτ, αποτελεί μια δικλίδα ασφαλείας ώστε ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας να μην υποτάσσεται στο επιχειρηματικό σκέλος – ισορροπία ευαίσθητη, η οποία δικαιολογεί ενδεχομένως και το γιατί το συγκεκριμένο μοντέλο διατηρεί τη μοναδικότητά του.

Ωστόσο, η αυτοτέλεια του Media Lab διασφαλίζεται κυρίως από την κουλτούρα γνώσης που το διέπει – μια κουλτούρα που, σύμφωνα με τον δικτυακό τόπο του Εργαστηρίου, ξεπερνά την interdisciplinary (διεπιστημονική) προσέγγιση για να φθάσει ως την antidisciplinary. «To antidisciplinary είναι πιο πολύ λογοπαίγνιο (και ακατάλληλο για μετάφραση στα ελληνικά)» σπεύδει να διευκρινίσει ο Μιχάλης Μπλέτσας. «Στα περισσότερα ακαδημαϊκά ερευνητικά εργαστήρια ισχύει η βασική αρχή του “publish or perish” (δημοσίευσε ή εξαφανίσου). Στο Media Lab ισχύει το “demo or die”: το κύριο “προϊόν” της δουλειάς στο εργαστήριο είναι κατασκευές (demo) που έχουν σκοπό να εξηγήσουν και να κάνουν προσιτή στο ευρύτερο κοινό την όποια ιδέα γεννήθηκε στο μυαλό των δημιουργών τους. Η εποικοδομητική (constructivist) προσέγγιση στη μάθηση κυριαρχεί στο εργαστήριο. Μαθαίνουμε κάνοντας και φτιάχνοντας».

Και, κατά μία έννοια, παίζοντας, μια και ο ίδιος ο Μπλέτσας δηλώνει πως όταν βρέθηκε εκεί για πρώτη φορά ένιωσε «σαν παιδί που μόλις έλαβε “ελευθέρας” σε παιχνιδάδικο! Αίσθηση που παραμένει έπειτα από τόσα χρόνια». Η απελευθέρωση της δημιουργικότητας από οποιεσδήποτε προκαταλήψεις φαίνεται τόσο στα υλικά (οι ερευνητές εκθειάζουν επίμονα την αποτελεσματικότητα των LEGO στον εκδημοκρατισμό του ντιζάιν) όσο και στο εσωτερικό του νέου κτιρίου του Φουμιχίκο Μάκι, το οποίο μοιάζει να ενθαρρύνει την πρόσβαση όλων παντού και ανά πάσα στιγμή: «Ο αρχιτεκτονικός σχεδιασμός του είναι σε μεγάλο βαθμό βασισμένος στο ήθος του εργαστηρίου, αλλά και στη μακροχρόνια λειτουργική εμπειρία του αρχικού κτιρίου. Κύριος στόχος του είναι να ενθαρρύνει την αλληλεπίδραση ανθρώπων και ιδεών» τονίζει ο Μπλέτσας.

Το μόνο αρνητικό για ορισμένους ίσως είναι η απώλεια της ατμόσφαιρας «Mad Max» που απέπνεε το παλαιό κτίριο, όπως έγραψε ο Ρόμπερτ Κάμπελ της «Boston Globe»: Δεν υπάρχουν πια «ρομπότ που κοιτάνε από τα ράφια ή καλώδια που τυλίγονται στα πόδια σου στο πάτωμα». Αυτό δεν σημαίνει, φυσικά, ότι το «τρομερό παιδί» της ακαδημαϊκής κοινότητας ενηλικιώθηκε ξαφνικά. Απλώς τακτοποίησε προσωρινά τα παιχνίδια του.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.