Ο φωτογράφος Σεφέρης

«Ξεκινήσαμε κατά το μεσημέρι από τα Μούγλα. Θαυμάσιος δρόμος για να σε πάρουν τα δάκρυα: πεύκα, πεύκα, τζιτζίκια και η ανάσα της ρετσίνας που σε τρελαίνει» (Μέρες Ε').

«Ξεκινήσαμε κατά το μεσημέρι από τα Μούγλα. Θαυμάσιος δρόμος για να σε πάρουν τα δάκρυα: πεύκα, πεύκα, τζιτζίκια και η ανάσα της ρετσίνας που σε τρελαίνει» (Μέρες Ε’). Το 1950, κάνοντας ένα ταξίδι «Στα μέρη της Ιωνίας» και επιστροφής, έπειτα από 36 χρόνια, στη Σμύρνη και στο πατρικό του στα Βουρλά, ο Γιώργος Σεφέρης θα σταθεί κάπου στον δρόμο Μούγλα – Μαρμαρίς για να φωτογραφίσει έναν μικρό ερειπωμένο αρχαίο ναό, σκαλισμένο μέσα στην πέτρα τεράστιου βράχου.
Ο φακός καταγράφει τη στιγμή και στο μαυρόασπρο φιλμ αποτυπώνεται, φωτισμένο από τον ήλιο, ό,τι καλύτερο έχει να δείξει αυτό το ταπεινό μνημείο: το ιωνικό κιονόκρανο που στέκεται ακόμα ψηλά, με τους χαριτωμένους του έλικες να υπενθυμίζουν την ταυτότητά του. Ο φωτογράφος Γιώργος Σεφέρης θα το έχει επισημάνει.
Πρόκειται για μία μόνο από τις 2.500 φωτογραφίες του ποιητή που υπάρχουν στο αρχείο του, κατατεθειμένες όλες, ύστερα από τη δωρεά της Μαρώς Σεφέρη το 1984 και της κυρίας Αννας Λόντου το 1999, στο Μορφωτικό Ιδρυμα Εθνικής Τραπέζης. Τώρα, ένα μικρό μέρος από αυτές, προσεκτικά επιλεγμένο ωστόσο, θα γίνει γνωστό και στο Μιλάνο χάρη στην έκθεση που θα εγκαινιαστεί στις 17 Ιανουαρίου στην κεντρική βιβλιοθήκη της πόλης, η οποία στεγάζεται στο ιστορικό κτίριο Palazzo Sormani.
Μισό αιώνα, από το 1920, όταν ήταν ακόμη φοιτητής στο Παρίσι, ως τον τελευταίο χρόνο της ζωής του (1971), καλύπτουν οι φωτογραφίες του Σεφέρη που θα εκτεθούν στην Ιταλία. Μια χώρα στην οποία ο νομπελίστας ποιητής είναι γνωστός από χρόνια μέσω μεταφράσεων που έγιναν από σπουδαίους ελληνιστές όπως ο Φίλιππο Μαρία Ποντάνι, ο πρώτος που το 1963 παρουσίασε τον Σεφέρη από τις εκδόσεις Μονταντόρι.
Μια Ελληνίδα τώρα, η καθηγήτρια Αμαλία Κολώνα, είχε την πρωτοβουλία της έκθεσης, η οποία διοργανώνεται από το ΜΙΕΤ και το ελληνικό προξενείο στο Μιλάνο. Ενα φυλλάδιο μάλιστα, που τυπώθηκε στα ιταλικά και θα διανέμεται δωρεάν, έχει στόχο να μυήσει το κοινό στην άλλη όψη της προσωπικότητας του ποιητή.
Μέσα από τον κόσμο της ποίησης
Εκ πεποιθήσεως μαυρόασπρες, αφού ο ίδιος πίστευε ότι έτσι αναδεικνύεται σωστότερα το θέμα του, οι φωτογραφίες τού Σεφέρη παίζουν συνειδητά με το φως και τη σκιά δημιουργώντας άπειρες διαβαθμίσεις του γκρι πάνω σε τοπία, μνημεία, ανθρώπους. Παρ’ ότι όμως η δραματικότητα είναι μέρος της μαυρόασπρης φωτογραφίας, σπάνια ο ποιητής την αναζητεί. Εκείνο που τον ενδιαφέρει και στη φωτογραφία είναι «να μιλήσει απλά», όπως είχε γράψει από το 1942 σε ποίημά του. «Τον ενδιέφερε πολύ η φωτογραφία ως τέχνη, ως μάθημα. Ξεχώριζε την ωραία από την ωραιοπαθή φωτογραφία. Του άρεσε ο άνθρωπος με το καλό μάτι» θα πει αργότερα η Μαρώ Σεφέρη.
Ο Σεφέρης ήθελε λοιπόν να κάνει «ωραίες» φωτογραφίες, όχι από τις άλλες, τις επιτηδευμένες. Οπως σημειώνει ο διευθυντής του ΜΙΕΤ Διονύσης Καψάλης: «Ο Σεφέρης δεν παρακολουθεί την αισθητική ιδεολογία που αναπτύσσεται τον 20ό αιώνα γύρω από την τέχνη της φωτογραφίας. Τον ενδιαφέρει η καθαρή φωτογραφία, η εύστοχη, η σωστά καδραρισμένη λήψη και ελάχιστα ή καθόλου η καλλιτεχνία, η αόριστη υποβολή, η σκηνοθεσία». Το αποτέλεσμα είναι «πολλές από τις φωτογραφίες του να μοιάζει πως έχουν βγει ατόφιες μέσα από τον κόσμο της ποίησής του».
Ενα άλλο είδος ημερολογίου
Η αλήθεια πράγματι είναι ότι παρατηρώντας τις φωτογραφίες του Σεφέρη νιώθει κάποιος ότι πρόκειται για «σημειώσεις», για ένα άλλο είδος ημερολογίου, παραστατικό και άμεσο. Γιατί ο ποιητής γνωρίζει πως η φωτογραφία, πέρα απ’ όλα τα άλλα, μπορεί να ανακαλέσει εικόνες, συναισθήματα, κάποια περιστατικά που ξεχάστηκαν, κάποιες λέξεις που ειπώθηκαν και έσβησαν. Ενα μικρό γράμμα «φ» λοιπόν, που προστίθεται στις σημειώσεις του, υποδηλώνει την ύπαρξη σχετικών φωτογραφιών.
Από τη Μέση Ανατολή, όπου καταφεύγει με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση, προέρχεται ένας μεγάλος αριθμός φωτογραφιών του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος φαίνεται να εστιάζει τον φακό του με επιμονή στα ερείπια των ελληνιστικών βασιλείων των επιγόνων του Αλέξανδρου, στα βυζαντινά μοναστήρια της Καππαδοκίας και σε τόπους ιστορικούς αναζητώντας τρόπο να τα κάνει να «μιλήσουν»: «…στη σπηλιά του Αδωνη. Βαθύ λαγκάδι, απύθμενο σπήλαιο. Ο χωρικός που εκμεταλλεύεται εδώ τον ξένο (Μουσουλμάνος) αρκετά οικείος με τα κανάλια της σπηλιάς λέει: Ο βασιλιάς Αδωνης μένει εδώ τα καλοκαίρια, το χειμώνα πάει κάτω στη Βύβλο. Δεν ξέρει παραπάνω» (Μέρες ΣΤ’). Λίβανος, 25 Σεπτεμβρίου 1955.
«Η Κύπρος με πήρε για ψυχοπαίδι της»
Η Κύπρος θα τον συγκλονίσει: «Στο μικρό διάστημα που έμεινα στην Κύπρο άρχισαν πολλά πράγματα και νομίζω ότι θα με κυνηγούν αδυσώπητα ως που να πάρουν μορφή. Παραξενεύομαι όταν το συλλογίζομαι. Πλάτυνε το αίσθημα που είχα για την Ελλάδα. Κάποτε λέω πως μπορεί να με πήρε για ψυχοπαίδι της» γράφει σε μία επιστολή του στον Α. Διαμαντή το 1954.
Από τα τρία ταξίδια που θα κάνει στο νησί (1953, 1954, 1955) θα προκύψει μεγάλος αριθμός φωτογραφιών. Σαν να θέλει να καταγράψει κάθε σπιθαμή του. Τοπία, μνημεία, επιγραφές, πρόσωπα αποτελούν γι’ αυτόν μαρτυρίες ότι «η Κύπρος είναι ένας τόπος όπου το θαύμα λειτουργεί ακόμη», όπως λέει. Οι εικόνες του άλλωστε θα αποδειχτεί ότι παρακολουθούν στενά τις εγγραφές των ημερολογίων του γι’ αυτά τα χρόνια, στα οποία κυοφορούνται και γράφονται τα ποιήματα της συλλογής «Ημερολόγιο Καταστρώματος Γ’».
Το ίδιο και όταν θα βρεθεί στη Μικρά Ασία: «Αυτά τα μέρη είναι παραγεμισμένα αρχαίες πόλεις σαν τα λουκούμια με το φιστίκι. Είδα πολλά και πήγα ένα πρωινό στις ακροθαλασσιές όπου έπαιζα παιδί –τόσο αλλαγμένα τόσο δεινοπαθισμένα που μου έκανε εντύπωση που ο αγέρας φυσούσε από το ίδιο μέρος όπως τότες. Ιεράπολη, Λαοδίκεια, Στρατονίκεια, Εφεσο, Αλικαρνασό (πήγα και στην Κω), Πέργαμο και ένα ιερό (Ιωνικός Ναός) τρεις ώρες με το άλογο μέσα στον Τμώλο και τρεις μέρες κατασκήνωση εκεί πάνω στα Λάβρανδα, αναστάσιμος αέρας, πεύκα και ροδοδάφνες και ολοένα αρχαία θέατρα σαν ξεχασμένα κοχύλια» (Γράμματα Σεφέρη –Λορεντζάτου).
Εκεί θα συναντήσει τον Ιούνιο του 1950 και τον μεγάλο αρχαιολόγο Αξελ Πέρσον, ανασκαφέα και της Ασίνης, η οποία τον είχε εντυπωσιάσει βαθιά πολλά χρόνια νωρίτερα, το 1938, όταν άρχισε να γράφει τον «Βασιλιά της Ασίνης». «Από τις 7 το πρωί παρακολούθησα τις ανασκαφές, πήρα φωτογραφίες, είδα ν’ αναστυλώνουν ένα κομμάτι από ιωνική κολόνα. Πόσο πιο αλαφριά από μύθο είναι αυτά τα ελληνιστικά απομεινάρια». (Μέρες Ε’»).
Ανθρωποκεντρικός φακός
Ο Σεφέρης δεν φωτογραφίζει μόνο ερείπια, αρχαιολογικούς χώρους, άγνωστους τόπους. Στρέφει τον φακό στα κοντινά του πρόσωπα, στη Μαρώ, στον πατέρα του Στέλιο Σεφεριάδη, στους φίλους του Σαββίδη, Κατσίμπαλη, Ξύδη, Καρτάλη, Λεβίδη, Χένρι Μίλερ… Και τις περισσότερες φορές τούς φωτογραφίζει σε στιγμές σχόλης, γελαστούς, ωραίους.
Οι άγνωστοι άνθρωποι όμως είναι αυτοί που κυρίως τραβούν την προσοχή του. Τους συναντά στα ταξίδια του, πρόσωπα τραχιά, σκαλισμένα από τον χρόνο, χέρια σκληρά δουλεμένα στη γη, και φαίνεται σαν να θέλει να τους κρατήσει για πάντα στη μνήμη του. Στην έκφρασή τους αναζητεί στοιχεία από τη ζωή τους, στη στάση τους την περιπέτειά τους πάνω στη Γη. Κάποιες φορές μάλιστα σημειώνει και τα ονόματά τους. Και έτσι γρήγορα αποδεικνύεται ότι το ενδιαφέρον του φωτογράφου Σεφέρη είναι περισσότερο ανθρωποκεντρικό παρά αρχαιολατρικό. Για να ειπωθεί σωστότερα, η ανθρωπογεωγραφία είναι η ιδεολογία που υπηρετεί μέσω της φωτογραφίας στα ταξίδια του γύρω από τη Μεσόγειο.
Οπου πηγαίνει άλλωστε θα έχει μαζί του τις μηχανές του (δυστυχώς, δεν σώζεται καμία), ένα φωτόμετρο και ένα τρίποδο, υπεραρκετά εργαλεία για την απλότητα και την καθαρότητα που επιζητεί. Δεν θα εμφανίσει ποτέ τις φωτογραφίες του ο ίδιος –προτιμά να τις στέλνει σε εργαστήρια –αλλά θα ταξινομήσει με επιμέλεια τα αρνητικά και τις ίδιες συνοδεύοντάς τα με λιγόλογες πλην σαφείς σημειώσεις για τον χρόνο, τον τόπο, τα συναισθήματα που του γέννησαν, τις σκέψεις που του προκάλεσαν. Ενα υλικό για όποια στιγμή ήθελε να ανατρέξει σε αυτό.

πότε & πού:
«Με το φακό του Γιώργου Σεφέρη» Palazzo Sormani, Μιλάνο. Εγκαίνια στις 17/1. Ως τις 13/2.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.