Ποιητές και ποιήματα

Χθες του Λαζάρου, σήμερα των Βαΐων, και εγώ το βιολί μου. Και μάλιστα εκπρόθεσμος, αφού στο μεταξύ εξαντλήθηκε το πολύτροπο, ποιητικό μας πανηγύρι: σε ανοιχτό και κλειστό χώρο, βάδην και εν στάσει, ορθώς και καθιστικώς. Κι εγώ επιμένοντας να χωρίζω, προσωρινά έστω, ποιήματα από ποιητές, ρωτώντας συνάμα αν η ποίηση είναι φάντασμα ή υπόσταση. Πρόκειται σίγουρα για λόξα, έχοντας στην περίπτωσή μου κάποιο παρελθόν, που εφεξής ομολογείται.

Χθες του Λαζάρου, σήμερα των Βαΐων, και εγώ το βιολί μου. Και μάλιστα εκπρόθεσμος, αφού στο μεταξύ εξαντλήθηκε το πολύτροπο, ποιητικό μας πανηγύρι: σε ανοιχτό και κλειστό χώρο, βάδην και εν στάσει, ορθώς και καθιστικώς. Κι εγώ επιμένοντας να χωρίζω, προσωρινά έστω, ποιήματα από ποιητές, ρωτώντας συνάμα αν η ποίηση είναι φάντασμα ή υπόσταση. Πρόκειται σίγουρα για λόξα, έχοντας στην περίπτωσή μου κάποιο παρελθόν, που εφεξής ομολογείται.
Η πιο εύφορη πανεπιστημιακή περίοδος που έζησα ως δάσκαλος υπήρξε η πρώτη πενταετία της λεγόμενης μεταπολίτευσης, με μια μικρή ουρά που εισχώρησε στην αρχή και της επόμενης δεκαετίας. Μιλώ ειδικότερα για τη Φιλοσοφική Σχολή στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, όπου και ξαναγύρισα μετά την αλήστου μνήμης χουντική επταετία, στην οποία δοκιμάστηκαν πολλαπλώς το σθένος και η τιμή της πανεπιστημιακής κοινότητας, στο σύνολο και στα μέρη της – αυτό όμως είναι άλλου παπά ευαγγέλιο.
Ο ουρανός πάντως μετά την πτώση της χούντας, για λίγο έστω, ξαστέρωσε και σ’ αυτή την προσωρινή ξαστεριά έγιναν κάποια πράγματα απρόβλεπτης φαντασίας και πράξης, που πρέπει κάποτε να απογραφούν. Ενα από αυτά υπήρξε η διδακτική γεφύρωση αρχαίας και νέας ελληνικής ποίησης, στην οποία και επιστρατεύθηκα, στο πλάι του Γιώργου Σαββίδη. Με τον οποίο εγκαινιάσαμε διαλογική συνδιδασκαλία: στην ίδια ώρα, στον ίδιο χώρο, με το ίδιο διδακτικό αντικείμενο. Παίρνοντας φόρα, δίδαξα εφεξής κανονικά, για τρία ολόκληρα χρόνια, και νεοελληνική ποίηση, επιμένοντας κυρίως στην πρώτη μεταπολεμική γενιά, σε συνεργασία με νεότερους συναδέλφους αλλά και μεταπτυχιακούς φοιτητές (Κεχαγιόγλου, Πιερής, Πεχλιβάνος, Γαραντούδης και άλλοι).
Σ’ αυτό το πλαίσιο εφαρμόστηκε και η ανορθόδοξη μέθοδος διδασκαλίας ποιημάτων, χωρίς να προδηλώνεται η ποιητική και γραμματολογική τους ταυτότητα. Επιλέγονταν δηλαδή ποιήματα (πρωτότυπα και μεταφρασμένα) διαφορετικής εποχής και στάθμης, που δεν περιείχαν στο εσωτερικό τους εμφανή σήματα ονομαστικής αναγνώρισης. Με ζητούμενο να εκτιμηθεί καταρχήν η ποιητική τους εμβέλεια στο παρόν, να διαγνωστεί η τεχνοτροπία τους και τελικώς να διατυπωθούν υποθέσεις για την πραγματική τους ιθαγένεια. Προσπαθώντας να μην εγκλωβιστεί η δοκιμή στον τύπο κουίζ, ενδιέφερε προπάντων η απεξάρτηση του ποιήματος από το πρόσωπο και τη φήμη του ποιητή, προκειμένου να εντοπιστεί η όποια αυταξία του, με μέτρο την προσωπική αναγνωστική ευαισθησία και άσκηση.
Αφετηρία και στόχος της έκκεντρης αυτής υπόθεσης υπήρξε η έμμονη ιδέα ότι δεν πρέπει να διαβάζουμε ποιητές αλλά ποιήματα. Οχι μόνον γιατί είναι βολικότερα (που δεν είναι), αλλά επειδή η σχέση μαζί τους προκύπτει έτσι άμεση και καταλήγει συμμετοχική. Πρόκειται δηλαδή για επιλογή, η οποία, πίσω από τους επώνυμους ποιητές και μέσα από συγκεκριμένα ποιήματα, αναγνωρίζει την ίδια την ποίηση ως διάχυτη, φυσική και ανθρώπινη, διάθεση. Ισως σ’ αυτή τη ρίζα ανάγεται η αρχαιοελληνική επίνοια των Μουσών, που εμφανίζονται να κανοναρχούν όλα τα είδη του έντεχνου λόγου – κάτι που δαιμόνιζε τον Πλάτωνα. Εμφανίζονται ήδη στα ομηρικά έπη και εξελίσσονται, γενεαλογημένες, στα ησιόδεια, επιτελώντας τον μουσικό τους ρόλο στο μεταίχμιο μνήμης και λήθης.
Καιρός όμως να αποκαλύψω, για όσους δεν το πέτυχαν μόνοι τους, την ταυτότητα των τριών αταύτιστων ποιημάτων της περασμένης Κυριακής. Τα οποία ταίριαξαν απρόβλεπτα μεταξύ τους (παρά την ενδιάμεση διαφορά χρόνου, χώρου και περίστασης), προβλέποντας το νεοελληνικό εαρινό μας παρόν. Το πρώτο, και συντομότερο, ανήκει στον απόδημο πια Μανόλη Αναγνωστάκη και περιέχεται στη συλλογή Στόχος του 1971). Το τρίτο και εκτενέστερο, υπογράφεται από τον βραβευμένο κύπριο ποιητή Γιώργο Καλοζώη (γεννημένο το 1963) και ανήκει στη συλλογή Το μάθημα της περίληψης του 2011.
Το μεσαίο, μέσης έκτασης, ήλθε στα νερά μας, διπλά μεταφρασμένο στη γλώσσα μας, από την Πολωνία, ως σφραγίδα ώριμης συλλογής, χρονολογημένης στο 1993 με τον τίτλο Το τέλος και η αρχή. Το όνομα της ποιήτριας: Βισουάβα Σιμπόρσκα. Η οποία, γεννημένη το 1923, τιμήθηκε με Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1996 και πέθανε τις προάλλες (1η Φεβρουαρίου) σε ηλικία 88 χρόνων.
Περισσότερα και τεκμηριωμένα: α) στον τόμο Μια ποιητική διαδρομή (εκδόσεις Σοκόλη 2003), όπου ο σεμνός Βασίλης Καραβίτης ανθολογεί και μεταφράζει ποιήματα από επτά διαδοχικές συλλογές της ποιήτριας, και β) στο πρόσφατο αφιέρωμα (για τη ζωή και το έργο της) στο τεύχος 17 (Μάρτιος) του αξιοσύστατου περιοδικού «the books’ journal», όπου συντάσσονται τρία συστατικά άρθρα και ένα ανθολόγιο με πέντε ακέραια ποιήματα.
Τα υπόλοιπα επαφίενται στη δική σας περιέργεια, αν φυλάξατε «Το Βήμα» της περασμένης Κυριακής.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.