Ξενοδοχείο Εxcelsior, Λίντο Βενετίας, στη σάλα της Lancia. Ο ηθοποιός Μάικλ Φασμπέντερ κάθεται ανάμεσα σε μια μικρή παρέα δημοσιογράφων. Κρατάει ένα ποτήρι τζίντζερ έιλ και μιλάει χαμηλόφωνα επιλέγοντας με προσοχή τις λέξεις. Αναφέρεται στον Μπράντον, τον ήρωά του στην εξαιρετική ταινία «Shame» του Στιβ Μακ Κουίν που διαγωνίζεται στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας. Την περισσότερη ώρα το αγέλαστο – ενδεχομένως και κάπως ντροπαλό – πρόσωπό του είναι σκυμμένο. Τα σκούρα ρούχα του τον κάνουν να δείχνει πολύ πιο αδύνατος απ’ όσο είναι στην πραγματικότητα. Πού και πού σκάει ένα χαμόγελο, αλλά ευχάριστος δεν πείθει με τίποτε ότι είναι. Η αυστηρότητα είναι φυσικό χαρακτηριστικό του Μάικλ Φασμπέντερ και το θυμάμαι από την εποχή που τον είχα συναντήσει για πρώτη φορά από κοντά, στις Κάννες για το «Αδωξοι μπάσταρδη» του Ταραντίνο. «Ο Μπράντον είναι άρρωστος» λέει κάποια στιγμή ο Φασμπέντερ. «Και το γνωρίζει. Αλλά ενώ στην αρχή νιώθει ικανοποιημένος με αυτό που είναι, από τη στιγμή που η αδελφή του (Κάρεϊ Μάλιγκαν) επιστρέφει και κατά κάποιον τρόπο γίνεται ο καθρέφτης του, αποφασίζει να καταπολεμήσει αυτή την αρρώστια. Μόνο όταν αντιλαμβάνεται τις καταστροφές που προκαλεί παύει πλέον να του αρέσει αυτό που είναι. Σιγά σιγά αλλάζει και μαζί του ο θεατής αντιλαμβάνεται το μέγεθος της καταστροφής του».
Ο Μπράντον, στον οποίο ο Φασμπέντερ αναφέρεται, είναι ένας εγωκεντρικός σεξομανής. Σχετικά εύπορος, εργένης, επιτυχημένος επαγγελματίας, ο Μπράντον ζει στο Μανχάταν και του αρέσει να δοκιμάζει το σεξ σε όλες τις μορφές του. Ζώο, στην κυριολεξία, του σεξουαλικού πόθου. Χωρίς καμία υγιή σχέση στη ζωή του. Σε καμία μορφή. Ούτε με την αδελφή του ούτε με το αφεντικό του και σίγουρα ούτε και με τις εφήμερες σχέσεις του.
Ακούω τον Φασμπέντερ και έχω την εντύπωση ότι μιλώντας έχει «μεταμορφωθεί» ξανά σε Μπράντον, έχω δει την ταινία μόλις μία ημέρα πριν. Κάτι που δείχνει το μέγεθος των υποκριτικών του ικανοτήτων. Είναι σαφές ότι ο ήρωάς του στην ταινία του Μακ Κουίν τον έχει επηρεάσει. «Ορισμένες φορές οι ρόλοι σε στοιχειώνουν, όχι όλοι, αλλά ρόλοι σαν του Μπράντον σίγουρα» λέει. «Γιατί αυτό που βρήκα επίσης πολύ ενδιαφέρον είναι ότι η ταινία δείχνει να μην έχει αρχή, αλλά ούτε και τέλος. Οταν γνωρίζουμε τον Μπράντον, έχουν προηγηθεί ένα σωρό πράγματα που έχουν μεν σημασία αλλά, δεν πειράζει κι αν δεν τα ξέρεις. Ακόμη και να έχεις μπει στη μέση της ταινίας, δεν πειράζει. Αλλά και όταν το φιλμ τελειώνει, το τέλος μοιάζει επίσης ανοιχτό. Εχεις την αίσθηση ότι το ταξίδι του τότε ξεκινά». Αυτό το εσωτερικό ταξίδι του είναι που τον γοήτευσε όταν διάβασε το σενάριο του Στιβ Μακ Κουίν: «Ενας άνθρωπος παγιδευμένος στο πάθος από το οποίο δεν μπορεί να ξεφύγει».
Γεννημένος το 1977 στη Χαϊδελβέργη της Γερμανίας, ο Φασμπέντερ μεγάλωσε στο Κιλάρνεϊ της Ιρλανδίας και σπούδασε στο Drama Centre – ο πατέρας του είναι Γερμανός και η μητέρα του Ιρλανδέζα. Η καριέρα του στην υποκριτική αρχίζει από την τηλεόραση, με μικρούς ρόλους σε διάσημες σειρές όπως η επική παραγωγή «Band of Brothers» και το δικαστικό δράμα «Murphy’s Law». Το 2006 ο Φασμπέντερ έκανε το κινηματογραφικό του ντεμπούτο με τους «300» του Ζακ Σνάιντερ, αλλά ήταν η συγκλονιστική ερμηνεία του στην ταινία «Hunger» του Στιβ Μακ Κουίν που τον ανέδειξε δύο χρόνια αργότερα. Από τον ρόλο του ιρλανδού μαχητή Μπόμπι Σαντς που πέθανε κάνοντας απεργία πείνας στη φυλακή αρχίζει η καρπερή συνεργασία του Φασμπέντερ με τον Στιβ Μακ Κουίν για τον οποίο ο πρώτος νιώθει απεριόριστο θαυμασμό – λόγος που είχε ως αποτέλεσμα τη δεύτερη συνεργασία τους στο «Shame». Ο Φασμπέντερ λέει ότι θα έκανε «οτιδήποτε» του ζητήσει ο Μακ Κουίν και τον πιστεύω. Γνωρίζοντας πολύ καλά την τάση του Μακ Κουίν να εξωθεί τους ηθοποιούς στα όριά τους, ο Φασμπέντερ αντιλήφθηκε αμέσως την προοπτική του ρόλου. «Ο Στιβ είναι εκείνος που δίνει το πρόσταγμα, οπότε όλοι είναι ενθουσιασμένοι και τρομοκρατημένοι μαζί» δηλώνει. «Είναι λιγάκι σαν να αφήνεσαι, να βγάζεις το δίχτυ ασφαλείας και να κάνεις ελεύθερη πτώση».
«Ο Μάικλ είναι μια πραγματική διάνοια» είχε δηλώσει παλαιότερα ο σκηνοθέτης για τον Φασμπέντερ. «Θέλω να δουλεύω με τον καλύτερο ηθοποιό που υπάρχει και πιστεύω πως είναι αυτός».
ΟΦασμπέντερ πραγματοποιεί μετεωρική άνοδο την τελευταία διετία. Στη Βενετία παρουσίασε δύο ταινίες: Η πρώτη ήταν το «Shame» για το οποίο κέρδισε το βραβείο Volpi (ανδρικής ερμηνείας), φτάνοντας αργότερα ως τις υποψηφιότητες των Χρυσών Σφαιρών. Η δεύτερη ήταν η «Επικίνδυνη μέθοδος» του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ όπου ο Φασμπέντερ υποδύθηκε τον Καρλ Γιουνγκ δίπλα στον Ζίγκμουντ Φρόιντ του Βίγκο Μόρτενσεν. Η ταινία σημείωσε μεγάλη επιτυχία όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες. Το ίδιο είχε συμβεί μέσα στο 2011 με το «X-Men: Η νέα γενιά» όπου ο Φασμπέντερ υποδύθηκε νεαρό τον Μαγκνέτο. Μέσα στο 2012 προβλέπεται να τον δούμε σε αρκετές ακόμη ταινίες, ανάμεσα στις οποίες ο «Προμηθέας», το prequel της κλασικής ταινίας επιστημονικής φαντασίας του Ρίντλεϊ Σκοτ «Αλιεν: ο επιβάτης του Διαστήματος» (1979), γυρισμένο από τον ίδιο. Ο Φασμπέντερ δεν θέλει να πει πολλά πράγματα για αυτή την ταινία αλλά δεν μπορεί και να μην εκθειάσει τον Σκοτ. «Αυτό που πραγματικά θαυμάζω σε ανθρώπους σαν τον Ρίντλεϊ είναι ότι ενώ δεν είναι πρωτάρηδες στη δουλειά, ποτέ δεν βαριούνται. Να ένας άνθρωπος που έχει γυρίσει εκατοντάδες διαφημιστικά και μερικές από τις καλύτερες ταινίες των τελευταίων 40 χρόνων και παρ’ όλα αυτά εξακολουθεί να είναι τόσο λεπτολόγος, τόσο επαγγελματίας και την ίδια ώρα τόσο καλλιτέχνης! Σκηνοθέτες σαν τον Σκοτ σού επιτρέπουν να παίξεις το παιχνίδι σου, σου δίνουν τον χώρο και την ελευθερία που χρειάζεσαι για να αποδώσεις» λέει.
Η δουλειά του στην προετοιμασία δεν έχει διαφορές από τον έναν ρόλο στον άλλον γιατί πολλές φορές δεν υπάρχει χρόνος. Με το που τελείωσε τα γυρίσματα των «X- Men», o Φασμπέντερ έφυγε αμέσως για τη Νέα Υόρκη για το «Shame». Επεσε με τα μούτρα από τον έναν ρόλο στον άλλον χωρίς να σκεφτεί διαφορές ή ομοιότητες. «Για εμένα οι ρόλοι δεν έχουν διαφορές στην προσέγγισή τους
– η επιμέλεια που δείχνω σε καθετί που παίζω είναι πάντα η ίδια. Οι διαφορές βρίσκονται στα μεγέθη των παραγωγών. Στους ανθρώπους που εμπλέκονται. Οσο ακριβότερη η ταινία τόσο περισσότεροι οι άνθρωποι. Το πρόβλημα είναι ότι όσο περισσότερα τα χρήματα τόσο περισσότερες και οι απόψεις για το τι πρέπει να γίνει και τι όχι στην ταινία. Κάτι τέτοιο ευτυχώς δεν συναντάται συχνά στις χαμηλού προϋπολογισμού ταινίες όπως το “Shame”. Εκεί τα πάντα είναι περιορισμένα άρα ο στόχος παραμένει ο ίδιος: η επίτευξη του οράματος του σκηνοθέτη».
Το ζήτημα βέβαια για τον Φασμπέντερ είναι η ταινία, ή το οποιοδήποτε έργο τέχνης, «να βγάζει την αίσθηση της ελπίδας. Η ελπίδα είναι απαραίτητη, όχι μόνο για το κοινό που βλέπει μια ταινία, αλλά και για εμένα, έναν ηθοποιό που εργάζεται στο μέσο που λέγεται κινηματογράφος. Πρέπει να δίνουμε ελπίδα με αυτό που κάνουμε, ειδάλλως ποιος ο λόγος να το κάνουμε; Τέχνη πρέπει να σημαίνει ελπίδα».
Επανερχόμαστε στον Μπράντον και στο «Shame». Για τον Φασμπέντερ ο Μπράντον είναι εθισμένος στο σεξ και ο εθισμός είναι μια πολύ περίεργη παγίδα στην οποία πολύ εύκολα μπορείς να πιαστείς αν δεν δείξεις την ανάλογη προσοχή. «Σε κάθε “κόσμο” όπου τα πάντα προσφέρονται σαν να βρίσκεσαι μπροστά σε έναν μεγάλο δίσκο, εύκολα μπορείς να την πατήσεις: σεξ, ναρκωτικά, αλκοόλ, χρήμα, φήμη, λατρεία όλα μπροστά σου σε έναν μπουφέ πολυτελείας από τον οποίο καλείσαι να επιλέξεις. Αν δεν αντιληφθείς την παραπλάνηση που κρύβεται πίσω τους, αν δεν βρίσκεσαι διαρκώς σε ετοιμότητα, αν επιτρέψεις στον εαυτό σου να ακολουθήσει τη φαντασίωση – γιατί περί φαντασίωσης πρόκειται – τότε, ναι, μπορείς να βρεθείς πολύ άσχημα εκτεθειμένος».
Ιδιαίτερα σε ένα επάγγελμα όπως του Φασμπέντερ, «ο κίνδυνος να σε ρουφήξει μέσα του ένας τέτοιος κόσμος εθισμού βρίσκεται διαρκώς μπροστά σου και ένας από τους λόγους είναι ότι βρίσκεσαι διαρκώς στον δρόμο, κάνεις ταξίδια, μένεις σε ξενοδοχεία, είσαι ευάλωτος, δεν είσαι στο σπίτι και στην οικογένειά σου. Είσαι μόνος».
Από την πλευρά του βέβαια ο ίδιος ο Φασμπέντερ δεν έχει πρόβλημα να είναι μόνος – αντιθέτως το διασκεδάζει κιόλας, όπως επίσης διασκεδάζει με τη συντροφιά των στενών φίλων ή της οικογένειάς του, όταν ο χρόνος επιτρέπει κάτι τέτοιο. Ομως η «μοναξιά της περιπέτειας», όπως την αποκαλεί, του αρέσει. Τον έχουν χαρακτηρίσει εργασιομανή, αλλά ο ίδιος δεν ξέρει πώς να τοποθετηθεί πάνω σε αυτή την άποψη. Σίγουρα του αρέσει να εργάζεται, αλλά την ίδια ώρα θεωρεί ότι «ο ελεύθερος χρόνος είναι πολύτιμο αγαθό». Αποκαλεί την προώθηση της ταινίας «τουρνέ» και περιμένει πώς και πώς την ώρα και τη στιγμή για να οδηγήσει το αυτοκίνητό του μέχρι το Σαν Σεμπαστιάν της Ισπανίας για τις ανάγκες ενός άλλου φεστιβάλ. Αργότερα τον περιμένουν διακοπές, θα «οργώσει» τη νότια πλευρά της Ισπανίας με το αυτοκίνητό του, κάτι που αναφέρει με συγκρατημένο ενθουσιασμό. Το κινητό του είναι απενεργοποιημένο εδώ και έξι εβδομάδες, έχει εμπιστευτεί τον εαυτό του στους ατζέντηδες. Γιατί μετά, όπως είπε, τον περιμένει σκληρή δουλειά. Η εταιρεία παραγωγής του έχει τρία σενάρια στα σκαριά και κάτι ακόμη που αρέσει στον Φασμπέντερ είναι να ασχολείται με τη δημιουργική γραφή. «Υποκριτική και συγγραφή είναι πράγματα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους και θέλω να αφοσιωθώ στο δεύτερο με την ίδια όρεξη που έχω αφοσιωθεί στο πρώτο. Κάνει καλό να δουλεύεις με τους σεναριογράφους γιατί είναι ωραίο πού και πού να ξεφεύγεις από αυτό που κάνεις και να ασχολείσαι με μια διαφορετική δημιουργία».
Το γυμνό που του κόστισε το Οσκαρ
«Επιμένω να παίζω σε γυμνές σκηνές σε όλες τις ταινίες μου!» λέει γελώντας ο Μάικλ Φασμπέντερ όταν ερωτάται πώς αντιμετωπίζει την αναγκαιότητα να εμφανιστεί γυμνός, κάτι που γίνεται συχνά στο «Shame». «Τσατίστηκα που τις έκοψαν στο “X-Men: Η πρώτη γενιά”, γαμώ το! Οχι, στ’ αλήθεια τώρα, νιώθεις πολύ αμήχανα, δεν αισθάνεσαι καθόλου άνετα. Είναι κάτι, όμως, που δεν το συζητήσαμε καθόλου με τον Στιβ (Μακ Κουίν). Του είπα “κάνε ό,τι πρέπει να κάνεις” επειδή ήξερα ότι θα το διαχειριζόταν με τον σωστό τρόπο και ανάλογα με τις απαιτήσεις της ιστορίας. Νομίζω ότι το πιο σκληρό κομμάτι σε αυτές τις σκηνές είναι ότι δεν θέλεις να δείξεις σε αυτόν με τον οποίο τις γυρίζεις ότι προσπαθείς να εκμεταλλευτείς την κατάσταση, ότι πας να τον εκθέσεις. Εκείνο που θες στην πραγματικότητα είναι να κάνεις απλώς τη δουλειά, να ξεμπερδεύεις και να προχωρήσεις παρακάτω. Ολο αυτό μου προκαλεί στρες» συνοψίζει ο πρωταγωνιστής του «Shame». Ο Τζορτζ Κλούνεϊ, πάντως, που μάλλον είδε τις γυμνές σκηνές, δεν έχασε την ευκαιρία να αποτίσει φόρο τιμής στο μόριο του Μάικλ από το πόντιουμ των εφετινών Χρυσών Σφαιρών κατά τον ευχαριστήριο λόγο του: «Ειλικρινά, Μάικλ, μπορείς να παίξεις γκολφ με αυτό το πράγμα, με τα χέρια δεμένα στην πλάτη σου» του είπε και εκείνος δάγκωσε το δάχτυλο, ότι τάχα μου ντράπηκε. Οι «Los Angeles Times», ωστόσο, δεν άργησαν να γράψουν ότι όλος αυτός ο ντόρος γύρω από το μέγεθος του πέους του μάλλον του κόστισε την υποψηφιότητα για Οσκαρ α΄ ανδρικού ρόλου, αφού τα μέλη της Αμερικανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου φημίζονται κυρίως για την αγάπη που δείχνουν στις οικογενειακές αξίες παρά για την εκτίμησή τους σε τολμηρούς άνδρες – χώρια που από τη στιγμή που η συζήτηση εστιάστηκε στα ανατομικά και όχι στα ερμηνευτικά του προσόντα, πάει, χάθηκε το παιχνίδι.
* Το άρθρο δημοσιεύθηκε στο BHMagazino στις 5 Φεβρουαρίου 2012