ΧάιντεγκερΟ μέγιστος των στοχαστών, ο ελάχιστος των ανθρώπων

Το δοκίμιο αυτό του Τζορτζ Στάινερ δεν είναι καινούργιο. Εχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε (1978). Αλλά, όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα κείμενα του κορυφαίου δοκιμιογράφου, παραμένει το ίδιο δραστικό όπως και την εποχή που δημοσιεύθηκε (δύο χρόνια μετά τον θάνατο του γερμανού φιλοσόφου). Ακόμη και σήμερα λοιπόν ισχύει ο παλιός έπαινος: «Είναι η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του Χάιντεγκερ». Αρκεί άραγε η οποιαδήποτε εισαγωγή, γραμμένη έστω από τον ...

Το δοκίμιο αυτό του Τζορτζ Στάινερ δεν είναι καινούργιο. Εχουν περάσει πάνω από τριάντα χρόνια από τότε που πρωτοκυκλοφόρησε (1978). Αλλά, όπως συμβαίνει με όλα σχεδόν τα κείμενα του κορυφαίου δοκιμιογράφου, παραμένει το ίδιο δραστικό όπως και την εποχή που δημοσιεύθηκε (δύο χρόνια μετά τον θάνατο του γερμανού φιλοσόφου). Ακόμη και σήμερα λοιπόν ισχύει ο παλιός έπαινος: «Είναι η καλύτερη εισαγωγή στο έργο του Χάιντεγκερ». Αρκεί άραγε η οποιαδήποτε εισαγωγή, γραμμένη έστω από τον σημαντικότερο ζώντα δοκιμιογράφο, για να εξοικειωθεί κανείς με το έργο ενός από τους σημαντικότερους, τους δυσκολότερους και τους πλέον αμφιλεγόμενους (ως πρόσωπο) φιλοσόφους όχι μόνο του 20ού αιώνα, αλλά και όλων των εποχών; Τι ήταν εκείνο που ώθησε τον Στάινερ να γράψει αυτό το εκτενές δοκίμιο; Οι λόγοι είναι πολλοί.

Ας αρχίσουμε όμως με τη βασική απορία: πώς ένας εβραϊκής καταγωγής διανοούμενος γράφει επαινετικά για τον Χάιντεγκερ, ο οποίος υπήρξε από το 1933 ως το 1945 μέλος του γερμανικού εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος; Βεβαίως ο Στάινερ δεν είναι ο μόνος εβραίος διανοούμενος που εκτιμά τόσο πολύ τον Χάιντεγκερ. Τον ίδιο ενθουσιασμό είχε επιδείξει και ο Ντεριντά. Η συζήτηση θα ήταν περιττή αν ο Χάιντεγκερ δεν ήταν «ένας συνηθισμένος ναζιστής», όπως τον αποκάλεσε ο αναθεωρητικός ιστορικός Ερνστ Νόλτε.

Δεν είμαι βέβαιος κατά πόσον η εξοικείωση με το έργο του Χάιντεγκερ θα βοηθήσει τον μέσο αναγνώστη να απολαύσει το έξοχο δοκίμιο του Στάινερ, αλλά είναι βέβαιο ότι αν διαβάσει τον Στάινερ θα κατανοήσει ευκολότερα και το magnum opus του φιλοσόφου Είναι και χρόνος και τα άλλα του βιβλία. Ο Στάινερ αναλύει τον Χάιντεγκερ υποστηρίζοντας ότι το έργο του φιλοσόφου αγγίζει την υψηλή ποίηση. Επομένως γράφοντας κανείς για αυτό ορίζει ουσιαστικά και την ποιητική του, η οποία καλύπτει τρεις τομείς:

Πρώτον, τη φιλοσοφία της γλώσσας, και άρα το υψηλό επίπεδο ανταπόκρισης του λόγου προς τα πράγματα και τις ιδέες.

Δεύτερον, το πεδίο της μεταφυσικής, δηλαδή την έξοδο από τον εκλογικευμένο Λόγο.

Τρίτον, το πεδίο του στοχασμού, όπου ο στοχαζόμενος προσπαθεί και – αν είναι ικανός- υπερβαίνει τους περιορισμούς της γλώσσας.

Αφού περάσει κανείς- διαδοχικά ή όχι- από τα πεδία αυτά, εισέρχεται στον φωτεινό κόσμο της ύπαρξης, όπως ο περιπατητής βγαίνει από το δάσος στο ξέφωτο, στο άνοιγμα του φωτός. Δεν είναι επομένως τυχαίο που οι εικόνες του δάσους περνούν συχνά μέσα στα κείμενα του Χάιντεγκερ. Το πλατωνικό δίλημμα
Ο Στάινερ δεν είναι φιλόσοφος. Αλλά στη σύγχρονη εποχή κανένας δεν μπορεί να γράψει δοκίμιο αξιώσεων χωρίς γνώσεις φιλοσοφίας. Εδώ όμως ο συγγραφέας, όπως ομολογεί στο εισαγωγικό κείμενο της πρώτης έκδοσης του βιβλίου του, ενδιαφέρεται πρωτίστως για το πολιτισμικό περιεχόμενο του χαϊντεγκεριανού έργου, για την επίδρασή του στον διάλογο των ιδεών και στην ίδια τη γλώσσα που δεν την αντιμετωπίζει ως πολιτισμικό μόρφωμα, αλλά ως κώδικα αναγνώρισης του πραγματικού- και ο κώδικας αυτός ανοίγει το πεδίο του μέλλοντος. Δηλαδή μέσα από την επεξεργασία των ιδεών προβάλλει μια εικόνα του κόσμου, που για να τη συλλάβει κανείς δεν αρκούν οι αισθήσεις. Είναι επιπλέον εικόνα διπλή. Πρώτα απ΄ όλα εικόνα της πλανητικής κυριαρχίας της τεχνολογίας και έπειτα της εντατικής σκέψης σε μια εποχή ραγδαίου καταμερισμού. Παραπέμπει συν τοις άλλοις σε έναν προβληματισμό με βαθύ ανθρωπολογικό περιεχόμενο, αφού δρα εναντίον της δεσποτικής σκέψης και αναπτύσσεται πάνω στο παλαιό πλατωνικό δίλημμα: φιλοσοφία ή δεσποτισμός. Στον Χάιντεγκερ η λογική και η μεταφυσική συναντώνται και η φύση συνυπάρχει αρμονικά με τον κόσμο των ιδεών.

Αλλά η αρμονία της συνύπαρξης δεν αποκλείει το δράμα, αφού θέτει τον άνθρωπο ενώπιον των ορίων του: ως πού μπορεί να προχωρήσει η σκέψη ώστε να γίνει κάτι περισσότερο από αυτό που είναι; Ποια τα όρια της γλώσσας και πώς η παγκόσμια γλώσσα του πνεύματος παίρνει διαφορετικές μορφές από τη μια στην άλλη εθνική γλώσσα; Αφού υπάρχει ο Χάιντεγκερ, ο Γιάκομπσεν ίσως μοιάζει περιττός. Ο σαρτρικός υπαρξισμός επίσης φαντάζει ως εκτενής υποσημείωση ή ως επιχωμάτωση στο έργο του γερμανού φιλοσόφου. Το Είναι και το μηδέν του Σαρτρ λοιπόν δεν είναι παρά μια ανάγνωση- ή για τους άπιστους Θωμάδες παρανάγνωση- του χαϊντεγκεριανού Είναι και χρόνος. Το ίδιο ισχύει και για τον νομιναλισμό. Αν προχωρήσει κανείς στα νεότερα ρεύματα, τι ήταν ο αποδομισμός αν όχι μια αναγωγή στο ultra non plus των θεωριών του Χάιντεγκερ;

Ενα βήμα προς το φως
Ενδεχομένως τα έργα του Χάιντεγκερ να είναι πιο απροσπέλαστα από τα κείμενα του Ντεριντά. Κανένας άλλος στον 20ό αιώνα, συγγραφέας ή φιλόσοφος, δεν κατάφερε να δημιουργήσει ένα μη συγκρίσιμο πεδίο μεταφορών. Κάθε φορά που κάποιος επιχειρεί οιαδήποτε σύγκριση, καταλήγει στο συμπέρασμα ότι αυτός που συγκρίνει με τον Χάιντεγκερ καθίσταται ή παρέκταμα του χαϊντεγκεριανού έργου ή παραλλαγή του. Να τι λέει ο Στάινερ επ΄ αυτού: «Η γαλλική σχολή ψυχανάλυσης,υπό την ηγεσία του Ζακ Λακάν,και η γαλλική σχολή σημειωτικής,υπό την ηγεσία του Ζακ Ντεριντά,προσπαθούν να πραγματώσουν την ετυμολογική κατάδυση του Χάιντεγκερ στη δική τους γλώσσα.Η ποίηση του Τσέλαν γίνεται δυνατή με τη βοήθεια των χαϊντεγκεριανών νεολογισμών και της χαϊντεγκεριανής συμπλοκής λέξεων». Η συμπλοκή αυτή έχει στόχο ωστόσο το να φανερωθεί «ένα δεύτερο γλωσσικό σημάδι», μια απόσπαση του νοήματος από τις γλωσσικές του ρίζες, ένα «βήμα προς το φως». Ετσι, ο Στάινερ έχει σοβαρό λόγο να αναρωτιέται αν η θεωρία του Χάιντεγκερ για την ουσία και την ύπαρξη δεν είναι παρά μια ευφυής παραλλαγή του λεξιλογίου της συνολικής δυτικής μεταφυσικής και εμείς με τη σειρά μας για το κατά πόσον ισχύει ο διάσημος αφορισμός του Σαρτρ «η ύπαρξη προηγείται της ουσίας».

Γιατί όμως όλα αυτά να μην είναι «παλιές εικασίες», όπως αφήνει να εννοήσουμε ο Χάιντεγκερ; Ο Στάινερ καταλήγει στη φαρμακερή διατύπωση ότι «ο Χάιντεγκερ εκπαιδεύτηκε ως θεολόγος και παρέμεινε θεολόγος». Μπορεί δηλαδή να μην είναι καν φιλόσοφος. Ισως γι΄ αυτό και η θεώρησή του τού θανάτου είναι απελευθερωτική. Χωρίς την αίσθηση του φθαρτού και της περατότητας δεν υπάρχει αλήθεια. Επομένως και η στράτευση του Σαρτρ, για την οποία τόση μελάνη ξοδεύτηκε επί δεκαετίες, είναι κατ΄ ουσίαν μια μετάφραση αυτού που ο Χάιντεγκερ αποκαλεί αποφασιστικότητα, που μας οδηγεί στην έννοια του περιορισμού, έννοια απελευθερωτική επίσης. Το ίδιο, λέει ο Στάινερ, ισχύει και για τον αγγλικό όρο commitment (δέσμευση) – τον οποίο, ας θυμίσουμε, εισήγαγε στο ελληνικό πολιτικό λεξιλόγιο ο Ανδρέας Παπανδρέου.

Ενοχη σιωπή
Αναρωτιέται κάποιος: Πώς ήταν δυνατόν ένας άνθρωπος με τόσο προωθημένη σκέψη να εξαπατηθεί από τη λεγόμενη εθνικοσοσιαλιστική υπόθεση; Δεν είδε, έκανε λάθος, ήταν ματαιόδοξος, είχε δηλαδή τα βασικά ελαττώματα του ακαδημαϊκού, υποστηρίζει ο Στάινερ. Υπάρχουν και βαθύτερες συγγένειες ωστόσο που τις παραθέτει ο συγγραφέας σε δύο απαράμιλλης λαμπρότητας σελίδες, συμπεραίνοντας ότι ο Χάιντεγκερ δεν έγινε ναζιστής από αντισημιτισμόδεν ήταν αντισημίτης-, αλλά γιατί πριν από τα εγκλήματα του ναζισμού ήταν εύκολο στην Ευρώπη των δικτατόρων να ανακαλύψει κανείς μυστικιστικές συγγένειες ή ακόμη και συνδηλώσεις σχετικά με την ιερότητα του προσώπου και την απελευθέρωση, μέσω της αρχέγονης επιστροφής στον κόσμο της ψυχής και των φυσικών πραγμάτων, από τα δεσμά της αφηρημένης διάνοιας. Επρόκειτο για την πιο ελκυστική από τις εθνικοσοσιαλιστικές «υποσχέσεις». Ετσι εξαπατήθηκαν εκατομμύρια άνθρωποι όχι μόνον εντός αλλά και εκτός Γερμανίας. Το γεγονός όμως ότι ουδέποτε μεταπολεμικά ο Χάιντεγκερ μίλησε για όλα αυτά τον καθιστά διπλά ένοχο και δικαιώνει έναν άλλον φιλόσοφο, τον Γκάνταμερ, που είπε ότι ο Χάιντεγκερ υπήρξε «ο μέγιστος των στοχαστών και ο ελάχιστος των ανθρώπων».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.