Μια καινόσπουδη δοξασία

Μια καινόσπουδη δοξασία Ν. ΒΑΓΕΝΑΣ Ελεγα στις προηγούμενες επιφυλλίδες μου (10/2, 25/5, 15.6.08) ότι η αμφισβήτηση της οργανικής μορφής ως αναγκαίας συνθήκης του λογοτεχνικού κειμένου, αμφισβήτηση που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα (υποστηρίζεται ακόμη), ήταν συνέπεια της άλλης όψης του ίδιου, μεταμοντέρνου, νομίσματος: της - διατυπούμενης πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνικής

Ελεγα στις προηγούμενες επιφυλλίδες μου (10/2, 25/5, 15.6.08) ότι η αμφισβήτηση της οργανικής μορφής ως αναγκαίας συνθήκης του λογοτεχνικού κειμένου, αμφισβήτηση που εμφανίστηκε τις τελευταίες δεκαετίες του 20ού αιώνα (υποστηρίζεται ακόμη), ήταν συνέπεια της άλλης όψης του ίδιου, μεταμοντέρνου, νομίσματος: της – διατυπούμενης πρώτη φορά στην ιστορία της λογοτεχνικής κριτικής – θεωρίας του άπειρου ερμηνευτικού ανοίγματος, που ήταν αποτέλεσμα της πεποίθησης ότι η παραγωγή νοήματος είναι έργο αποκλειστικά των παντοδύναμων βουλήσεων της γλώσσας ή του αναγνώστη (δηλαδή και πάλι της γλώσσας), και όχι και του συγγραφέα. Ελεγα, ακόμη, ότι οι πεποιθήσεις αυτές οδήγησαν στην κατασκευή των μύθων του «θανάτου του συγγραφέα» και του «συγγραφέα χωρίς ανθρώπινο πρόσωπο». Σήμερα θα μιλήσω για έναν άλλο μύθο, συμπαράγωγο, σε σημαντικό βαθμό, και ομοούσιο με τους δύο παραπάνω, για τον μύθο της ανυπαρξίας της έννοιας της πρωτοτυπίας πριν από τον Ρομαντισμό.


Παραθέτω ένα χωρίο από κείμενο δημοσιευμένο στο Βήμα (5.6.2006):


«Αν ανοίξουμε λεξικά της τέχνης ή της θεωρίας της λογοτεχνίας θα παρατηρήσουμε ότι δεν υπάρχει λήμμα για την έννοια της πρωτοτυπίας. Και όμως η έννοια είναι σχετικά πρόσφατη, όπως και αυτή της πνευματικής ιδιοκτησίας, […] που εμφανίζεται, σύμφωνα με τον Φουκό, στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα, την ίδια δηλαδή εποχή με την έννοια της πρωτοτυπίας».


Υποθέτω ότι ο συγγραφέας του κειμένου για να τα γράφει αυτά έχει επαφεθεί, εκτός, βέβαια, από τις διασημότερες περί του συγγραφέα ιδέες του Μπαρτ και του Φουκό, και σε κάποιο αμφιβόλου ερευνητικής και κριτικής επάρκειας βιβλίο (το πιθανότερο: στο L’ originaliti του R. Mortier, 1982). Διότι από τα δεκαεπτά λεξικά που έχω υπόψη μου, του είδους που αναφέρει, μόνο δύο δεν έχουν λήμμα για την έννοια της πρωτοτυπίας. Τα υπόλοιπα δεκαπέντε (ανάμεσα στα οποία και αρκετά από τα θεωρούμενα πληρέστερα, εν οις και της Οξφόρδης και του Πρίνστον) έχουν τέτοιο λήμμα (τα λεξικά των: Ρ. Aron κ.ά., R. Caillois, D. Cooper, J. Α. Cuddon, R. Fowler, Μ. Kelly, J. Myers – Μ. Simms, Α. Preminger – Τ.V.F. Brogan, L. Riau, Η. Shaw, J. Shipley, Ε. Sourian, Β. Traversetti, Η. van Gorp κ.ά., G. von Wilpert· δεν απαριθμώ τα ελληνικά λεξικά του είδους, που επίσης έχουν).


Η πεποίθηση ότι η πρωτοτυπία δεν απασχολούσε τους ανθρώπους των παλαιότερων εποχών φαίνεται αποτέλεσμα μιας σειράς συλλογισμών που απορρέουν από άγνοια, δηλαδή από ερευνητική ολιγωρία: επειδή η νομική κατοχύρωση των πνευματικών και συγγραφικών δικαιωμάτων υπήρξε σχετικά πρόσφατη, θεωρήθηκε, λανθασμένα, ότι και η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας είναι σχετικά νέα. Και επειδή η έννοια της πνευματικής ιδιοκτησίας θεωρήθηκε νέα, η συναφής με αυτήν έννοια της πρωτοτυπίας (η έλλειψη της οποίας ενισχύει την αμφισβήτηση του προσώπου του συγγραφέα και, συνεπώς, και της οργανικής μορφής), θεωρήθηκε ότι παλαιότερα δεν υπήρχε.


Απώτερη αιτία μιας τέτοιας συλλογιστικής είναι, βέβαια, η μειωμένη ιστορική αίσθηση των πραγμάτων. Διότι, καθώς η πρωτοτυπία στην τέχνη υπαγορεύεται από την επιθυμία διαφοροποίησης από τον ισχύοντα τρόπο έκφρασης, επιθυμία καθοριζόμενη από τις αλλαγές που τελούνται στα κοινωνικοπολιτικά συμφραζόμενα, τα οποία διαμορφώνουν την τεχνοτροπία της κάθε εποχής, ο βαθμός της πρωτοτυπίας κάθε εποχής εξαρτάται από το μέγεθος αυτών των αλλαγών. Το ότι τα πράγματα στις παλαιότερες εποχές άλλαζαν πολύ αργότερα από ό,τι στις νεότερες, όπου ο ρυθμός της αλλαγής επιταχύνεται ημέρα με την ημέρα, δεν σημαίνει ότι οι αλλαγές ήταν λιγότερο αισθητές.


Αυτό που θέλω να πω είναι ότι ο βαθμός της πρωτοτυπίας στις παλαιότερες εποχές δεν είναι αναλογικά διαφορετικός από τον βαθμό της πρωτοτυπίας στις νεότερες. Η τροποποίηση που επέφερε ο Αισχύλος στη δραματική τέχνη με την εισαγωγή, μεταξύ άλλων, και του δεύτερου υποκριτή ήταν πρωτοποριακή, όπως πρωτότυπος ήταν και ο Ευριπίδης με τη ρεαλιστικοποίηση της τραγωδίας. Η «λεπταλέη [λεπτολόγος] Μούσα» των Αλεξανδρινών, που ήταν οι μοντερνιστές της εποχής τους, αποτελούσε μιαν επανάσταση για τα τεχνοτροπικά της δεδομένα, ενώ οι Λατίνοι novi poetae δεν ονομάστηκαν έτσι για το νεαρό της ηλικίας τους. Ο πρώτος θεωρητικός της διακειμενικότητας, που δεν είναι η Κρίστεβα αλλά ο Διονύσιος ο Αλικαρνασσεύς, στο Περί μιμήσεως αναφέρεται στην έννοια της πρωτοτυπίας (για την οποία, βέβαια, είχαν μιλήσει και άλλοι πριν από αυτόν), ενώ την υπερβολική στην εποχή του επιδίωξη της πρωτοτυπίας («το περί τας νοήσεις καινόσπουδον, περί ο δη κορυβαντιώσιν οι νυν») επικρίνει ο Λογγίνος (εκτός από το καινόσπουδον, υπήρχε για την πρωτοτυπία και ο όρος επίνοια).


Ο όρος λογοκλοπία (η πατρότητά του αποδιδόταν από τον Τίμαιο στον Εμπεδοκλή) και κλοπή, και η απερίφραστη καταδίκη της πράξης, την ανακάλυψη της οποίας οι αρχαίοι κριτικοί θεωρούσαν καθήκον, δείχνουν ότι οι αρχαίοι δεν πίστευαν, όπως πίστευε ο Μπαρτ, ότι τα κείμενά τους τα έγραφε η γλώσσα, αλλά ότι αυτά εξέφραζαν το πρόσωπο του συγγραφέα τους. Με άλλα λόγια, έβλεπαν και αυτοί έναν «βαθμό μηδέν της γραφής», που δεν ήταν άλλος από τη λογοκλοπία, το ακριβώς αντίθετο της πρωτοτυπίας.


Θα τελειώσω με τον εντοπισμό των πραγματικών αιτίων που οδήγησαν στην αμφισβήτηση της οργανικής μορφής.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.