βιβλίο ΠΡΟΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ

Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του ο Βικτόρ Σερζ αρχίζει να γίνεται γνωστός και στη χώρα μας. Ενα μυθιστόρημά του («Ανθρωποι στη φυλακή») είχε εκδοθεί τη δεκαετία του 1980 αλλά πέρασε δυστυχώς απαρατήρητο. Πέρυσι κυκλοφόρησε το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, η « Υπόθεση Τουλάγεφ», από τις εκδόσεις Scripta. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί τη Δευτέρα το δεύτερο σημαντικό έργο του, οι «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη», σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια και επιμέλεια του Στέφανου Ροζάνη. Είναι το συγκλονιστικό ντοκουμέντο της ζωής ενός αναρχικού που έγινε μπολσεβίκος· που πολέμησε στον εμφύλιο πόλεμο ως πολυβολητής στον Κόκκινο Στρατό εναντίον των Λευκών· που στη σύγκρουση Στάλιν - Τρότσκι πήρε το μέρος του δεύτερου, συνελήφθη και εξορίστηκε στο Ορενμπουργκ της Σιβηρίας, για να απελευθερωθεί το 1936 και να απελαθεί στη Δύση· που το 1941 έφυγε από τη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει, για το Μεξικό. Αυτή τη χρονιά τελειώνουν και τα απομνημονεύματά του. Τα υπόλοιπα έξι χρόνια της ζωής του ο Σερζ τα πέρασε άσημος και σε συνθήκες έσχατης ένδειας στην Πόλη του Μεξικού. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε πριν από περίπου δέκα χρόνια, όταν η Σούζαν Σόνταγκ στις ΗΠΑ το έφερε ξανά στο προσκήνιο τονίζοντας με έμφαση ότι πρόκειται για μεγάλο συγγραφέα. Τα αναρχικά κινήματα της Ευρώπης, η Οκτωβριανή Επανάσταση, οι πρωταγωνιστές της εποχής που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο (ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Αντρέας Νιν ) ζωντανεύουν στις σελίδες αυτού του καταπληκτικού χρονικού. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα μέρος από το πρώτο κεφάλαιο.

Εξήντα χρόνια μετά τον θάνατό του ο Βικτόρ Σερζ αρχίζει να γίνεται γνωστός και στη χώρα μας. Ενα μυθιστόρημά του («Ανθρωποι στη φυλακή») είχε εκδοθεί τη δεκαετία του 1980 αλλά πέρασε δυστυχώς απαρατήρητο. Πέρυσι κυκλοφόρησε το σημαντικότερο μυθιστόρημά του, η « Υπόθεση Τουλάγεφ», από τις εκδόσεις Scripta. Από τις ίδιες εκδόσεις κυκλοφορεί τη Δευτέρα το δεύτερο σημαντικό έργο του, οι «Αναμνήσεις ενός επαναστάτη», σε μετάφραση Τιτίκας Δημητρούλια και επιμέλεια του Στέφανου Ροζάνη. Είναι το συγκλονιστικό ντοκουμέντο της ζωής ενός αναρχικού που έγινε μπολσεβίκος· που πολέμησε στον εμφύλιο πόλεμο ως πολυβολητής στον Κόκκινο Στρατό εναντίον των Λευκών· που στη σύγκρουση Στάλιν Τρότσκι πήρε το μέρος του δεύτερου, συνελήφθη και εξορίστηκε στο Ορενμπουργκ της Σιβηρίας, για να απελευθερωθεί το 1936 και να απελαθεί στη Δύση· που το 1941 έφυγε από τη Γαλλία, όπου είχε καταφύγει, για το Μεξικό. Αυτή τη χρονιά τελειώνουν και τα απομνημονεύματά του. Τα υπόλοιπα έξι χρόνια της ζωής του ο Σερζ τα πέρασε άσημος και σε συνθήκες έσχατης ένδειας στην Πόλη του Μεξικού. Το ενδιαφέρον για το έργο του αναζωπυρώθηκε πριν από περίπου δέκα χρόνια, όταν η Σούζαν Σόνταγκ στις ΗΠΑ το έφερε ξανά στο προσκήνιο τονίζοντας με έμφαση ότι πρόκειται για μεγάλο συγγραφέα. Τα αναρχικά κινήματα της Ευρώπης, η Οκτωβριανή Επανάσταση, οι πρωταγωνιστές της εποχής που ήθελαν να αλλάξουν τον κόσμο (ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Μπουχάριν, ο Αντρέας Νιν ) ζωντανεύουν στις σελίδες αυτού του καταπληκτικού χρονικού. Προδημοσιεύουμε σήμερα ένα μέρος από το πρώτο κεφάλαιο.

«Από την εποχή ακόμη που ήμουν παιδί, μου φαίνεται ότι είχα, πολύ ξεκάθαρα, ένα αίσθημα που έμελλε να κυριαρχήσει μέσα μου διά βίου: αισθανόμουν ότι ζούσα σε έναν κόσμο χωρίς δυνατότητα διαφυγής, μέσα στον οποίο το μόνο που απόμενε να κάνω ήταν να παλεύω προσπαθώντας μάταια να ξεφύγω. Ενιωθα μια απέχθεια, ανακατεμένη με οργή και αγανάκτηση, για τους ανθρώπους που τους έβλεπα να βολεύονται τόσο εύκολα. Πώς μπορούσαν να αγνοούν την αιχμαλωσία τους, πώς μπορούσαν να αγνοούν την αδικία που τους γινότανε; Αυτό προερχόταν, σήμερα το βλέπω, από το γεγονός ότι διαμορφώθηκα ως γιος εμιγκρέδων επαναστατών οι οποίοι είχαν βρεθεί στις μεγάλες πόλεις της Δύσης μετά τις πρώτες θύελλες στη Ρωσία.

Την 1η Μαρτίου 1881, εννέα χρόνια μετά τη γέννησή μου, μια μέρα με πολύ χιόνι στην Αγία Πετρούπολη, μια νέα ξανθιά γυναίκα με αποφασιστικό ύφος, που περίμενε στην άκρη του μαζεμένου χιονιού το πέρασμα ενός έλκηθρου που το συνόδευαν κοζάκοι, κούνησε ξαφνικά ένα μαντίλι. Υπόκωφες μικρές εκρήξεις αντήχησαν, το έλκηθρο φρενάρισε πάνω στο χιόνι και ένας άνδρας με γκρίζες φαβορίτες βρέθηκε πεσμένος στο παραπέτο του χαραγμένου στο χιόνι διαδρόμου με τις γάμπες και το υπογάστριο σμπαράλια. Το Κόμμα της Λαϊκής Θέλησης (Ναρόντναγια Βόλια) είχε δολοφονήσει τον τσάρο Αλέξανδρο Β΄. Ο πατέρας μου, Λέων Ιβάνοβιτς Κίμπαλτσιτς, υπαξιωματικός στο ιππικό της αυτοκρατορικής φρουράς, υπηρετούσε τότε στην πρωτεύουσα και ήταν οπαδός αυτού του παράνομου κόμματος που απαιτούσε «γη και ελευθερία για τον ρωσικό λαό» και δεν είχε παρά μόνο καμιά εξηνταριά μέλη και διακόσιους ή τριακόσιους οπαδούς. […] Ο πατέρας μου πήρε μέρος στη μάχη μαζί με μια στρατιωτική οργάνωση του Νότου της Ρωσίας που αφανίστηκε σε σύντομο διάστημα· κρύφτηκε στους κήπους της Αγίας Λαύρας του Κιέβου- το πιο παλιό από τα μοναστήρια της Ρωσίας· μετά διέσχισε τα αυστριακά σύνορα κολυμπώντας κάτω από τις σφαίρες των χωροφυλάκων και ξανάρχισε τη ζωή του καταφεύγοντας στη Γενεύη. Ηθελε να γίνει γιατρός αλλά του άρεσαν πολύ και η γεωλογία, η χημεία και η κοινωνιολογία. Από τότε που τον γνώρισα τον θυμάμαι πάντα με μια άσβεστη δίψα να γνωρίσει και να καταλάβει ποιος όφειλε να τον βλάπτει στην καθημερινή του πρακτική. Μαζί με την επαναστατημένη γενιά του που είχε δασκάλους της τον Αλεξάντρ Χέρτσεν, τον Μπιελίνσκι, τον Τσερνιτσέφσκι- είχε εξαναγκαστεί να πάει στη Γιακουτία-, και αντιδρώντας στη θρησκευτική του διαπαιδαγώγηση γίνεται αγνωστικιστής, όπως ο Χέρμπερτ Σπένσερ, τις διαλέξεις του οποίου άκουγε στο Λονδίνο.

Ο παππούς μου από τη μεριά του πατέρα μου, με καταγωγή από το Μαυροβούνιο, ήταν ιερέας σε μια μικρή πόλη που διοικούσε ο Τσερνίγκοφ. Το μόνο που γνώρισα απ΄ αυτόν ήταν μια κιτρινισμένη δαγκεροτυπία που έδειχνε έναν αδύνατο, γενειοφόρο παπά, με μεγάλο μέτωπο, καλοσυνάτο πρόσωπο, σε έναν κήπο, περιτριγυρισμένο από ξυπόλυτα παιδάκια. Η μητέρα μου, από πολωνέζικη οικογένεια ευγενών, εγκατέλειψε την αστική ζωή της Πετρούπολης για να έρθει, και αυτή, να σπουδάσει στη Γενεύη. Γεννήθηκα, κατά τύχη, στις Βρυξέλλες, καθώς οι γονείς μου, αναζητώντας τον άρτο τον επιούσιο και τις καλές βιβλιοθήκες, ταξίδευαν στους δρόμους του κόσμου ανάμεσα στο Λονδίνο, το Παρίσι, την Ελβετία και το Βέλγιο. Υπήρχαν πάντα στα πρόχειρα καταλύματα που μέναμε πορτρέτα κρεμασμένα στους τοίχους. […] Εμαθα να διαβάζω από τις εκδόσεις σε τιμές ευκαιρίας τα βιβλία του Σαίξπηρ και του Τσέχωφ, και σαν παιδί που ήμουνα ονειρευόμουν με τις ώρες τον βασιλιά Ληρ, τυφλό, να στηρίζεται στην απάνθρωπη γη μέσα από την τρυφερότητα της Κορδέλιας. Είχα αποκτήσει, επίσης, τη σκληρή γνώση αυτού του άγραφου νόμου: θα πεινάσεις. Μου φαίνεται πως, αν στα δώδεκά μου χρόνια με ρωτούσαν: τι είναι ζωή; (και αναρωτιόμουν συχνά) θα απαντούσα: δεν ξέρω, αλλά βλέπω τι πάει να πει: θα στοχαστείς, θα αγωνιστείς, θα πεινάσεις.

Χωρίς αμφιβολία στην ηλικία των έξι μέχρι οκτώ χρονών έγινα το ενοχλητικό παλιόπαιδο- και αυτό το γεγονός επέβαλε έναν άλλο νόμο: να αντιστέκεσαι. Ημουν ένα παιδί που το αγαπούσαν πολύ, ο πρωτότοκος, και μεταμορφώθηκα σε έναν αλήτη για πολλά χρόνια.»

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.