Ο «Θείος Βάνιας» εξομολογείται

κριτική θεάτρου Ο «Θείος Βάνιας» εξομολογείται Ο Γιώργος Αρμένης και ο Γιάννης Μπέζος σκηνοθετούν και πρωταγωνιστούν στο έργο του Τσέχοφ δίνοντας ο καθένας τη δική του θεατρική εκδοχή ΜΥΡΤΩ ΛΟΒΕΡΔΟΥ Ο Γιώργος Αρμένης (αριστερά) και ο Γιάννης Μπέζος αναμετρούνται με τον «Θείο Βάνια» Το 1899 ο «Θείος Βάνιας» του Αντον Τσέχοφ έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα. Την παράσταση σκηνοθέτησε ο Στανισλάφσκι,

Το 1899 ο «Θείος Βάνιας» του Αντον Τσέχοφ έκανε πρεμιέρα στη Μόσχα. Την παράσταση σκηνοθέτησε ο Στανισλάφσκι, ο οποίος υποδύθηκε τον Αστρόφ, ενώ η γυναίκα του, Λιλίνα, ήταν η Σόνια. H Ολγα Κνίπερ, σύζυγος του Τσέχοφ, ανέλαβε τον ρόλο της Ελενας. Είχε προηγηθεί ο «Γλάρος», ενώ ακολούθησαν οι «Τρεις αδελφές» και ο «Βυσσινόκηπος». Στην Ελλάδα το έργο πρωτοανέβηκε το 1931 από τον θίασο του Αιμίλιου Βεάκη (μαζί με τους Αλέξη Μινωτή, Κατίνα Παξινού, Αθανασία Μουστάκα) και έκτοτε έχει παρουσιασθεί, μεταξύ άλλων, από το Εθνικό Θέατρο (1953) και από το Θέατρο Τέχνης (1960) σε σκηνοθεσία Καρόλου Κουν, από το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος (1971 και 1993), από τον Δημήτρη Παπαμιχαήλ (1968 και 1995) και από τον Λευτέρη Βογιατζή (1989).


Απομονωμένοι, φθαρμένοι, ηττημένοι, αδύναμοι να αλλάξουν τη ζωή τους, οι ήρωες στον «Θείο Βάνια» ζουν υποταγμένοι στη μοίρα, χωρίς ελπίδα. H τραγωδία τους έγκειται στη γνώση της κατάστασής τους. Μέσα σε δύο εικοσιτετράωρα παρακολουθούμε την καθημερινότητά τους, πάσχουμε μαζί τους και συνειδητοποιούμε για άλλη μία φορά το μεγαλείο του Τσέχοφ.


Εφέτος η Αθήνα φιλοξενεί δύο παραστάσεις του έργου: Ο Γιώργος Αρμένης σκηνοθετεί και παίζει στον ομώνυμο ρόλο στο Νέο Ελληνικό Θέατρο, που ήδη σήκωσε αυλαία. Μετάφραση Ερρίκος Μπελιές, σκηνογραφία Δαμιανός Ζαρίφης. Μαζί του οι Παναγιώτα Βλαντή, Τάκης Βουλαλάς, Κώστας Καζανάς, Χριστίνα Μαξούρη κ.ά. Στο θέατρο Προσκήνιο ο Γιάννης Μπέζος θα κάνει πρεμιέρα σε λίγες εβδομάδες με τον «Θείο Βάνια», που σκηνοθετεί και υποδύεται. Μετάφραση Χρύσα Προκοπάκη, σκηνογραφία Εύα Νάθενα, μουσική Δημήτρης Παπαδημητρίου. Παίζουν οι Ναταλία Τσαλίκη, Δημήτρης Σιακάρας (στη θέση του Γιώργου Κέντρου που αποχώρησε), Μαρίνα Ψάλτη, Περικλής Μουστάκης κ.ά.


Γιώργος Αρμένης «Ο αντι-ήρωας»


«Γνώρισα τον «Θείο Βάνια» από τη σχολή του Θεάτρου Τέχνης, από τον δάσκαλό μου, τον Κάρολο Κουν, και από τότε μου άρεσε αυτός ο αντι-ήρωας, ο ψυχικός του κόσμος, η ευαισθησία του. Υστερα από μια 36χρονη πορεία στο θέατρο, νιώθω ότι έφθασα στην ώριμη ηλικία, στην ωριμότητα του καλλιτέχνη και του ανθρώπου για να ερμηνεύσω αυτόν τον ρόλο. Ο Βάνιας είναι 47 χρόνων στο έργο. Πιστεύω ότι είναι ο άνθρωπος που πληρώνει και θυσιάζεται, που παραμελεί τη ζωή του. Ο ίδιος ξέρει ότι δεν έζησε, δεν χάρηκε. Και τώρα πια είναι αργά. Είναι ηττημένος, πικρός. Για να τον ερμηνεύσω προσπάθησα να τον βρω με το σώμα μου, με τους ώμους και τη μέση μου. Να νιώσω την ήττα του. Παράλληλα ο ίδιος, μπροστά στην Ελενα, προσπαθεί να φανεί εραστής. Είναι όμως χαμένος, και αυτό το δείχνει με την όψη του. Ο Βάνιας συνδυάζει την αξιοπρέπεια με τη σκληρότητα. Ο έρωτας για εκείνον είναι μια ιστορία χωρίς ανταπόκριση. Τον χαρακτηρίζει, όμως, μια αφλογιστία, μια αστοχία. Αυτό είναι ο Βάνιας: ένας άνθρωπος που έχει χάσει τον στόχο του. Και παραδίδεται. Στο τέλος ξέρει πια ότι δεν θα κάνει την υπέρβαση. Μένει «θαμμένος» εκεί, μαζί με τη Σόνια, και ελπίζει ότι αυτοί που θα έρθουν μετά θα ζήσουν καλύτερα. Ως σκηνοθέτης έστησα την παράσταση στη δεκαετία του ’30. H εποχή του ’30 μού φαίνεται συγγενική με το τέλος του 19ου αιώνα. Αυτό που μας καταγράφει ο Τσέχοφ, μέσα σε μια παρακμιακή εποχή, είναι η καθημερινότητα του ανθρώπου. Από κάτω οι ψυχές πάλλονται, τα συναισθήματα συγκρούονται. H μοναδικότητά του έγκειται στον συνδυασμό του ανθρώπινου με το ρεαλιστικό που αγγίζει την ψυχή μας».


Γιάννης Μπέζος «Ενας άνθρωπος»


«Με το πέρασμα του χρόνου αισθάνομαι την ανάγκη να καταπιαστώ με μεγάλα έργα. Και ο «Θείος Βάνιας» είναι ένα μεγάλο έργο. Ξέρω ότι ο ρόλος είναι κόντρα στο «φιζίκ» μου. Είναι ένας άνθρωπος γερασμένος, κυρίως μέσα του. Ενας άνθρωπος που τον συναντούμε παντού. Εχει χάσει το τρένο της ζωής και ξέρει ότι φταίει ο ίδιος. Ομολογεί την ήττα του και αυτό τον κάνει τραγικό και συγχρόνως γελοίο, αστείο. Δεν μπορεί να αντέξει όλα όσα του συμβαίνουν. Θέλει, όμως, πολύ κουράγιο για να αποδεχθεί την αλήθεια, την ευθύνη του, και να μην τα ρίξει όλα στην κακιά μοίρα. Και αυτό το κάνει ο Βάνιας.


Πώς να παιχθεί το έργο; Αυτό είναι ένα ερώτημα. Εμείς πρέπει να ανακαλύψουμε τι κρύβεται κάτω από τις λέξεις, πίσω από το κείμενο. Να συνδυάσουμε την ελαφράδα με το βάθος. Είναι ένα κομμάτι ζωής: και στη ζωή δεν γελάμε με τα σκληρά και τραγικά που μας συμβαίνουν; Το χιούμορ δεν αλλοιώνει τη δύναμη και το κύρος του συγγραφέα και του έργου. Το δικό μας ανέβασμα κρατά την εποχή του. Γιατί το θεωρώ πιο ενδιαφέρον. Αλλωστε, δεν ξέρω πώς να το κάνω «μοντέρνο», δεν το καταλαβαίνω. Το σκηνοθετώ γιατί δεν θέλω τη ματιά κανενός άλλου σκηνοθέτη. Αλλωστε, όταν παίζουν οι συνάδελφοι, παίζω μαζί τους. Πιστεύω ακράδαντα ότι την παράσταση την κάνει ο ηθοποιός. Το μεγαλείο στον Τσέχοφ είναι ο συνδυασμός της λογικής και του αισθήματος. H απλή καθημερινότητα που παίρνει τη θέση των μεγάλων πράξεων. Και όλα αυτά τα βατά πράγματα ο Τσέχοφ τα αποδίδει με ποίηση. Κατανοεί τους ήρωές του, δεν τους κριτικάρει. Καταπιάνεται με απλές συμπεριφορές. Τον Τσέχοφ δεν τον διηγείσαι, τον νιώθεις».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.