Ιστορίες ερωτικής τρέλας

Ιστορίες ερωτικής τρέλας Αφηγήματα του υποκόσμου στα πρότυπα του Μπουκόφσκι, άλλοτε μυθοπλαστικά και άλλοτε φωτογραφίζοντας αληθινά πρόσωπα, με ήρωες τοξικομανείς, πότες και πόρνες. ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΦΙΛΙΠΠΟΥ Την άνοιξη του 1980 οι έλληνες αναγνώστες γνώρισαν για πρώτη φορά τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, τον ιδιόρρυθμο γερμανικής καταγωγής συγγραφέα, πότη, αλήτη, αντικομφορμιστή, ολίγον τρελό, αποτυχημένο στη ζωή,

Την άνοιξη του 1980 οι έλληνες αναγνώστες γνώρισαν για πρώτη φορά τον Τσαρλς Μπουκόφσκι, τον ιδιόρρυθμο γερμανικής καταγωγής συγγραφέα, πότη, αλήτη, αντικομφορμιστή, ολίγον τρελό, αποτυχημένο στη ζωή, ερωτιάρη, μπατίρη, πορνογράφο, ο οποίος είχε εισβάλει στη λογοτεχνία των ΗΠΑ προκαλώντας και σκανδαλίζοντας. Η συλλογή διηγημάτων του Ερωτικές ιστορίες καθημερινής τρέλας, που κυκλοφόρησαν από τις εκδόσεις Οδυσσέας (ο πραγματικός αγγλικός τίτλος Erections, Ejaculations, Exhibitions and General Tales of Ordinary Madness ήταν υπερβολικά τολμηρός για να αποδοθεί στην ελληνική γλώσσα), δημιούργησε τέτοια αίσθηση που ήταν επόμενο αυτή η επιτυχία να σύρει στον εκδοτικό χορό και τα υπόλοιπα βιβλία του. Οι ιστορίες αυτές, που κυκλοφόρησαν στην Αμερική το 1967, γραμμένες σε πρώτο πρόσωπο, φανέρωναν έναν κυνικό και ταυτόχρονα τρυφερό άνδρα, που ζούσε ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε δεσμεύσεις, βιώνοντας ένα σωρό εμπειρίες και πρεσβεύοντας τη ματαιότητα των αγώνων, της ελπίδας, της πίστης σε ιδανικά.


Αλκοολικοί, πόρνες, περιθωριακά άτομα, ενδεείς, άνθρωποι που για να επιβιώσουν έκαναν δουλειές του ποδαριού, χίπηδες, τοξικομανείς, παρήλαυναν από τις σελίδες του βιβλίου του, όχι ως καρικατούρες αλλά ως πάσχοντα πρόσωπα. Δρων πολίτης, έντονα πολιτικοποιημένος αλλά καθόλου στρατευμένος και ταυτόχρονα παρατηρητής, ο Μπουκόφσκι μέσα από τα γραπτά του στηλίτευε την αμερικανική κοινωνία, τη χλεύαζε και τη λοιδορούσε. Στο τελευταίο του βιβλίο, το Pulp (εκδόθηκε από την Απόπειρα με τίτλο Αστυνομικό το 1996), με την αστυνομική πλοκή και το υπερρεαλιστικό ύφος, γραμμένο ένα χρόνο προτού πεθάνει από λευχαιμία, διακωμωδούσε με αναρχικό χιούμορ και με τη γνωστή του αθυροστομία αυτή την κοινωνία, γελοιοποιώντας για μία ακόμη φορά το «αμερικανικό όνειρο».


Στα ίχνη του «καταραμένου» συγγραφέα βαδίζει ένας έλληνας ομότεχνός του, ο Γιώργος Χρηστέας (Μάνη, 1960), ο οποίος έχει σπουδάσει Ελληνική και Γερμανική Φιλολογία κι έχει εργαστεί ως φιλόλογος επί σειρά ετών. Το πρώτο του βιβλίο με διηγήματα Γυναίκες του έρωτα (ακόμη και ως τίτλος παραπέμπει στο μυθιστόρημα του Μπουκόφσκι Γυναίκες) είναι σαφώς επηρεασμένο από το στυλ, τις ιδέες και τη θεματολογία του ιδιοφυούς Αμερικανού, δεν είναι όμως γνωστό αν όλα αυτά που αφηγείται είναι βιωμένα από τον ίδιο. Στις 14 ιστορίες του ο Χρηστέας, πότε ως «Γιώργος», πότε ως γυναίκα και πότε μιλώντας σε τρίτο πρόσωπο, αποκαλύπτει στον αναγνώστη έναν γνωστό άγνωστο κόσμο που κινείται δίπλα μας, γύρω μας ή λίγο μακρύτερα, κι εμείς αδιάφοροι τον προσπερνάμε.



Στην Κατάρρευση αξιών ένας μπεκρής, καθισμένος σε ένα καφενείο της Ομόνοιας, αφηγείται στον ομοιοπαθή φίλο του το πώς έπιασε τη γυναίκα του στην κρεβατοκάμαρά τους όχι με έναν εραστή αλλά με τη νεαρή ερωμένη της, πράγμα που του φανέρωσε την τρυφερότητα που μπορούν να εκφράσουν μεταξύ τους οι γυναίκες. Στο Ερνεστ και Ρούσα ο αφηγητής γνωρίζει μια τοξικομανή πόρνη στο πεζοδρόμιο της οδού Σόλωνος και μετά τον έρωτα μιλάνε για λογοτεχνία και ειδικά για καταραμένους ποιητές και συγγραφείς (Μπάροουζ, Καβάφη, Μποντλέρ), αλλά και για Χέμινγκγουεϊ. Προτού προλάβει να τη βγάλει από την κόλαση των ναρκωτικών και να τη σώσει η κοπέλα πεθαίνει από overdose. Στο Ξανθιά απάτητη διαβάζουμε την απολογία ενός σαραντάρη καθηγητή που κατηγορείται για αποπλάνηση ανήλικης ­ ως άλλος Χάμπερτ Χάμπερτ του Ναμπόκοφ ­ ενώ στην πραγματικότητα είναι η αδίστακτη Λολίτα που τον αποπλάνησε. Στον Συζυγικό καβγά ­ θυμίζει το Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ; του Εντουαρντ Αλμπι ­ ένα ζευγάρι μπαίνει σε σκυλάδικο της Εθνικής οδού κι εκεί, μετά τον χορό, τη διασκέδαση και τον καβγά, ο άντρας χτυπάει άγρια τη γυναίκα φανερώνοντας το μίσος του γι’ αυτήν.


Στην Ανάφτρα ένας επιδειξίας παρακολουθεί τις ερωτικές στιγμές ενός ζευγαριού σε μια έρημη ακρογιαλιά και αυνανίζεται. Στο Αντρες μια εκδιδόμενη γυναίκα, που έχει φάει τη ζωή με το κουτάλι, διαπιστώνει ότι οι πελάτες της δεν είναι όλοι φαλλοκράτες, κυνικοί και αναίσθητοι, αφού ένας πελάτης της που το παίζει σκληρός κλαίει σαν μωρό παιδί και αποδεικνύεται τρωτός κι ευάλωτος. Στο Intercity Αθηνών – Θεσαλονίκης ένας απογοητευμένος που περιφέρεται γύρω από τις γραμμές του τρένου, θέλοντας να απαλλαγεί μια και καλή από τη ζωή, κάνει πρόβα θανάτου, αλλά χάρη στην εμφάνιση μιας γυναίκας αλλάζει την απόφασή του, διότι ανακαλύπτει ότι η ζωή με όλες τις σκοτούρες της είναι προτιμότερη. Στο Αριστερό μου χέρι ένα ζευγάρι επιδίδεται σε απαγορευμένα ερωτικά «παιχνίδια σαδομαζοχιστικού τύπου» και αυτό έχει ως συνέπεια να τιμωρηθούν από τη θεία δίκη.


Ωστόσο τα καλύτερα διηγήματα είναι δύο και δεν συνδέονται με τον σεξουαλισμό και τα αμαρτωλά πάθη των ηρώων του βιβλίου. Πρόκειται για το υπ’ αριθμόν ένα της συλλογής, το Θ, όπως θάνατος και το Η σουρωμένη μακαρίτισσα. Στο πρώτο ένας άντρας, που δεν ελπίζει σε τίποτε κι επικαλείται τον θάνατο για να γλιτώσει από το άχθος της ζωής, μεθάει και έχει παραισθήσεις. Στο παγκάκι μιας πλατείας τον πλησιάζει κάποιος και του συστήνεται ως Θάνατος, γρήγορα όμως συνειδητοποιεί ότι δεν θέλει να πεθάνει, ότι αυτή η ιδέα τού είναι απεχθής. Σκέφτεται ότι το αύριο μπορεί να είναι καλύτερο, κάτι που ενισχύεται από την εμφάνιση μιας περαστικής γυναίκας η οποία τον ερεθίζει και τον κάνει να αισθανθεί ζωντανός. Στο δεύτερο, ένας πρόωρα γερασμένος άντρας, τον οποίο η αποτυχία στο να μπει στο πανεπιστήμιο τον έχει οδηγήσει στην τρέλα, αφού σπαταλήσει την πατρική περιουσία, χτυπάει άγρια τη μητέρα του. Οταν εκείνη πεθαίνει, όντας βυθισμένος στον κόσμο της παράνοιας, βγαίνει από το ψυχιατρικό ίδρυμα για να παραστεί στην κηδεία της.


Οσυγγραφέας με όχημα τις Γυναίκες του έρωτα μας ξεναγεί στους δρόμους και στις πλατείες της Αθήνας, εκεί όπου συναγελάζονται νέοι άνθρωποι, χαμένοι στην ερημιά της πόλης, καταδικασμένοι να ζουν σε μια κόλαση την οποία οι ίδιοι προφανώς διάλεξαν. Παρά τα σκληρά θέματα που επέλεξε να θίξει, ο Γιώργος Χρηστέας ­ οι πολιτικές και κοινωνικές αναφορές λείπουν εντελώς από τα κείμενά του ­ διατηρεί μια τρυφερή ματιά πάνω στους ήρωές του. Οι άνθρωποι των οποίων τη δύσκολη ζωή εξιστορεί με κατανόηση και ικανές δόσεις χιούμορ είναι μεν περιθωριακοί, αλλά δεν κατοικούν μακριά από εμάς. Μπορεί ορισμένοι να είναι «δανεικοί» από την ξένη λογοτεχνία, ταυτόχρονα όμως είναι και οικείοι, είναι Ελληνες και Ελληνίδες, με όλα τα προτερήματα και τα μειονεκτήματά τους ­ μερικά είναι επίκτητα, ας όψεται ο «αμερικανικός τρόπος ζωής». Απελπισμένοι, losers, πλάνητες, βωμολόχοι, αλκοολικοί, πρεζόνια, σεξομανείς, ανερμάτιστοι, ταλαιπωρημένοι μικροαστοί, πόρνες της τελευταίας υποστάθμης, τραβεστί, άνθρωποι χωρίς επάγγελμα, στόχους και οράματα, περιδιαβάζουν στις σελίδες του βιβλίου καλώντας μας να γίνουμε κοινωνοί του δράματός τους.


Ο συγγραφέας, που γνωρίζει να αφηγείται με γλαφυρό τρόπο ενδιαφέρουσες ιστορίες, πλημμυρισμένες αθυροστομίες, ίσως στο άμεσο μέλλον δώσει κάτι διαφορετικό, εξίσου αξιόλογο. Αυτό θα συμβεί αν εγκαταλείψει τον κόσμο των περιθωριακών, εκείνον για τον οποίο έχει μιλήσει στις πρώτες συλλογές διηγημάτων του με το δικό του προσωπικό ύφος ­ καμία σχέση με εκείνο του Μπουκόφσκι ­ ο Σωτήρης Δημητρίου, δηλαδή αν αποφύγει να επαναλάβει ξανά τον εαυτό του.


Ο κ. Φίλιππος Φιλίππου είναι συγγραφέας. από τις εκδόσεις Πόλις κυκλοφορεί το μυθιστόρημά του «Αντίο Θεσσαλονίκη».

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.