Τζένιφερ Τζέισον Λι

σινε-πρόσωπο Τζένιφερ Τζέισον Λι Νέα γυναίκα, μόνη, βασιλεύει Εφέτος επιστρέφει με την «Κληρονόμο» του Χένρι Τζέιμς ­ ρόλο που είχε υποδυθεί το 1947 η Ολίβια ντε Χάβιλαντ Δεν έχει πάρει Οσκαρ. Γιατί ουδέποτε μπόρεσε να υποταχθεί στη νομενκλατούρα του Χόλιγουντ. Δεν υπάρχει όμως σκηνοθέτης που να μην τη θεωρεί ίσως την καλύτερη ηθοποιό της γενιάς της. Ούτε θεατής που

Τζένιφερ Τζέισον Λι

Νέα γυναίκα, μόνη, βασιλεύει



Δεν έχει πάρει Οσκαρ. Γιατί ουδέποτε μπόρεσε να υποταχθεί στη νομενκλατούρα του Χόλιγουντ. Δεν υπάρχει όμως σκηνοθέτης που να μην τη θεωρεί ίσως την καλύτερη ηθοποιό της γενιάς της. Ούτε θεατής που να γνωρίζει το αληθινό της πρόσωπο.


«Εξω από τον φακό είναι ένα φάντασμα. Το περίγραμμα του προσώπου της σβήνει, το χρώμα της χάνεται. Εχεις την αίσθηση ότι απλώς περιμένει να της φορέσει κάποιος ένα καπέλο για να επανακτήσει το φως της». Ο Ρόμπερτ Ολτμαν, σκηνοθέτης της Τζένιφερ Τζέισον Λι στα «Στιγμιότυπα», στέκεται σχεδόν με δέος μπροστά στην αδυναμία της να αναπνεύσει χωρίς τα κινηματογραφικά alter ego της. Σαν μεταμοντέρνα γοργόνα που αργοπεθαίνει μακριά από το υγρό, το γενεσιουργό της, στοιχείο. Δεν είναι τυχαίο ότι κάθε φορά που γυρίζει μια ταινία αποφεύγει να κοιτάξει το είδωλό της στον καθρέφτη. Οτι για κάθε ρόλο της κρατάει ημερολόγιο. Οτι ο Χιούμπερτ Σέλμπι (συγγραφέας των διηγημάτων πάνω στα οποία βασίστηκε το «Τελευταία έξοδος στο Μπρούκλιν», 1989) ξέσπασε σε λυγμούς στα γυρίσματα. Οταν είδε τη σκηνή του βιασμού ­ όπου η Τζέισον Λι μετουσιώνεται στην Τραλαλά, μια εξιλαστήρια πόρνη στο Μπρούκλιν της δεκαετίας του ΄50. Τα μέλη της συμμορίας ασελγούν επάνω της το ένα μετά το άλλο. Και ο συγγραφέας ­ μαζί με το κινηματογραφικό συνεργείο ­ αγωνίζονται να πιστέψουν το μεγαλείο της ηθοποιού. «Νόμιζες ότι η καρδιά σου θα σπάσει».


Η Τζένιφερ Μόροου Λι, ο διάβολος του «ανεξάρτητου» σινεμά, γεννήθηκε στην Πόλη των Αγγέλων στις 5 Φεβρουαρίου 1962. Οι γονείς της θα πάρουν διαζύγιο όταν η ίδια έχει μόλις κλείσει δύο χρόνια επίγειας ζωής. Πατέρας της ο ηθοποιός Βικ Μόροου, διαβόητος στα 60ς για τον ρόλο του «μάτσο» λοχία Τσιπ Σόντερς στην τηλεοπτική σειρά «Combat». Η Τζένιφερ θα σπεύσει να αντικαταστήσει το «Μόροου» με το «Τζέισον» ­ αποτίοντας φόρο τιμής στον οικογενειακό φίλο, επίσης ηθοποιό Τζέισον Ρόμπαρντ. Μητέρα της είναι η σεναριογράφος Μπάρμπαρα Τέρνερ ­ ηθική αυτουργός του σεναρίου της «Πετούλια» (1968) και του θρίλερ «Cujo» (1983). Η δευτερότοκη Τζένιφερ δηλώνει εξαρχής «παιδί της μαμάς» εν αντιθέσει με τις αδελφές της. Θα περάσει την εφηβεία της στις σκοτεινές γωνιές του σπιτιού, εκεί όπου δεν ακούγονται τα ουρλιαχτά των οικογενειακών καβγάδων. Αμίλητη, ντροπαλή, κλεισμένη στον εαυτό της. Η Τέρνερ θυμάται ότι από τότε ακόμη που την κρατούσε μωρό στην αγκαλιά της φοβόταν το ζόφος στο βλέμμα της. Η μοναδική ίσως δίοδος στα ενδότερα.


Με τον ιρανικής καταγωγής πατριό της Ρέζα Μπαντίγι (σκηνοθέτη τηλεοπτικών σειρών όπως οι «Επικίνδυνες αποστολές») οι σχέσεις της είναι ­ για καλή του τύχη ­ ανώδυνες. Θα της εξασφαλίσει μάλιστα και τον παρθενικό βωβό ρόλο της στην ταινία «Death of a Stranger» που γυρίζεται στη Γερμανία. Στο γυμνάσιο Pacific Palisades θα μετάσχει ως ηθοποιός και ως σκηνοθέτις σε μπόλικες θεατρικές παραγωγές – πρωτόλεια. Λίγο αργότερα προσγειώνεται στη βιομηχανία Ντίσνεϊ για τις ανάγκες μιας τηλεταινίας με τον τίτλο «The Young Runaway». Στα 16 της χρόνια αποδέχεται τον πρώτο από τη μακρά λίστα με ρόλους κατατρεγμένων μειονοτήτων που φαίνεται να τη συναρπάζουν (πόρνες, αλκοολικές ροκ σταρ, δολοφόνοι με διχασμένη προσωπικότητα κ.ο.κ.). Υποδύεται ένα κωφάλαλο και τυφλό κορίτσι που πέφτει θύμα βιασμού στο φιλμ «Eyes of a Stranger». Προκειμένου να πάρει τον ρόλο εγκαταλείπει το σχολείο έξι μήνες ενωρίτερα. Αφού πρώτα υποσχέθηκε στη μητέρα της ότι μια ημέρα θα επέστρεφε να δώσει τις τελικές εξετάσεις. Φυσικά ποτέ δεν το έκανε…


Στους ρόλους που θα ακολουθήσουν εγκαταλείπεται στην κυριολεξία στα χέρια των σκηνοθετών. Πρώτα του Πολ Βερχόφεν που θα την «απαγάγει» για τα μεσαιωνικά όργια του «Σάρκα και αίμα» και αμέσως μετά της Εμιλι Χέκερλινγκ που της εμπιστεύεται τον πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Fast Times at Ridgemont High» ­ αυτόν της Στέισι Χάμιλτον, μιας νεαρής μαθήτριας που αγωνίζεται να χάσει πάση θυσία την παρθενία της. Η κινηματογραφική Στέισι θα προκαλέσει σωρεία ­ ηθικών τόνων ­ αντιπαραθέσεων. Ιδιαίτερα όταν οι παραγωγοί αποφασίζουν να κόψουν μια υπέρ το δέον, θα πουν, ωμή ερωτική σκηνή. Η Λι δεν θα διστάσει να παραπονεθεί για τη στυγνή αυτή λογοκρισία σε συνέντευξη που θα παραχωρήσει στην εφημερίδα «Los Angeles Herald Examiner». Λίγες ημέρες ενωρίτερα η μοίρα τής είχε επιφυλάξει ένα από τα πλέον grand guignol παιχνίδια της. Στις 23 Ιουλίου 1982 ο πατέρας της χάνει τη ζωή του στη διάρκεια των γυρισμάτων του «Twilight Zone: The Movie». Ο Βικ Μόροου έτρεχε κατά μήκος του ποταμού Σάντα Κλάρα, 40 μίλια βορείως του Λ.Α., όταν τον αποκεφάλισε ο έλικας ενός διερχόμενου ελικοπτέρου. Τραγικό θάνατο βρήκαν μαζί του και δύο παιδάκια που μετείχαν στη μοιραία αυτή ταινία του Τζον Λάντις.


Οταν η μητέρα της τής τηλεφώνησε για να της πει τα νέα, «έμεινα σε κατάσταση σοκ για τέσσερις – πέντε ώρες. Δεν ήξερα τι να αισθανθώ». Το ίδιο βράδυ κάθησε με τις αδελφές της και είδαν στο βίντεο το «Blackboard Jungle» (το κινηματογραφικό ντεμπούτο του Βικ Μόροου εν έτει 1955). Τα επόμενα χρόνια η Τζένιφερ θα ακολουθήσει ψυχοθεραπεία. Μόνο όμως οι ίδιοι οι ρόλοι της θα βοηθήσουν αποτελεσματικά στην ανάρρωσή της. Ολοι το ίδιο ακραίοι, ψυχοφθόροι, επώδυνοι: η ανορεξική ηρωίδα στην τηλεταινία του ABC «The Best Little Girl in the World», η ελευθερίων ηθών νεαρά (με τσιχλόφουσκα και γόβα στιλέτο) στο «Grandview USA», η «μαντάμ» μιας «Λέσχης μόνο για άνδρες», η ποικιλοτρόπως βιασθείσα Τραλαλά από την «Τελευταία έξοδο στο Μπρούκλιν», η μικρή Τεξανή που θα μετανιώσει πικρά για εκείνο το «Οτοστόπ του τρόμου». Είναι ίσως ο μοναδικός τρόπος να στεφεί η «Κόρντεϊ Λαβ του κινηματογράφου» ­ σ.σ.: διακαής της πόθος είναι να θυμίζει έστω και λίγο την τραγουδίστρια των Hole και εύθυμη χήρα του αυτόχειρος Κερτ Κομπέιν. «Πραγματικά θα πέθαινα να είμαι η Κόρτνεϊ Λαβ… Καταλαβαίνετε τι θέλω να πω; Η Κόρτνεϊ Λαβ έχει ζωή…».


Δεν είναι λίγοι αυτοί που θα την αντιμετωπίσουν ως τη θηλυκή εκδοχή του Ντε Νίρο. Ή έστω ως μια εκκολαπτόμενη Μέριλ Στριπ. Μόνο που με τη δεύτερη υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά. Οπως γράφει χαρακτηριστικά η Λιζι Μαρκ του περιοδικού «Sight and Sound»: «… δεν φοράει τους χαρακτήρες της όπως η Στριπ αλλά βγάζει τους δικούς της στην επιφάνεια, όπως έκανε η Τζίνα Ρόουλαντς». Η κριτικός κινηματογράφου των «Νιου Γιορκ Τάιμς» Τζάνετ Μάσλιν θα θέσει επανειλημμένως το μάλλον ρητορικό ερώτημα: «Τελικά τι είναι αυτό το κάτι που έχει η Τζένιφερ Τζέισον Λι;». Η ίδια πάντως αποφαίνεται ότι δεν έχει ούτε ένα μυστικό, απλούστατα «γιατί όλες τις αμαρτίες μου τις έχω διαπράξει επί της οθόνης!».


Η προσωπική ζωή της εμφανίζεται το ίδιο ταραχώδης. Εν αρχή ην ο δεσμός της με τον 37χρονο ηθοποιό Ντέιβιντ Ντιουκς (γνωστό μόνο από την ταινία «Εφιάλτης μιας ζωής», 1981). «Είναι η πρώτη φορά που βγαίνω έξω με μια γυναίκα κάτω από 26 ετών. Και η Τζένιφερ μοιάζει να είναι μόλις 12!» θα πει ο ίδιος σε μια κρίση ένθεου ενθουσιασμού. Και όμως το ειδύλλιο δεν θα έχει και τόσο αίσιο τέλος: ο Ντιουκς φεύγει για την Ευρώπη (για τα γυρίσματα των τηλεοπτικών «Ανέμων του πολέμου») όπου και θα ερωτευτεί σφόδρα τη φεμινίστρια ποιήτρια Κάρολ Μασκ. Ακολουθούν (ως εραστές) ο Μπρούνο Κέρμπι (συμπρωταγωνιστής της στην ταινία «Σάρκα και αίμα»), ο Ερικ Στολτζ και ο σκηνοθέτης Στιβ Σάινμπεργκ. Η συνέχεια παραμένει μέχρι στιγμής τουλάχιστον άγνωστη.


Στο μεταξύ η καριέρα τής Τζέισον Λι έχει κυριολεκτικά απογειωθεί (αν και τα απανταχού βραβεία επιμένουν να τη σνομπάρουν, με εξαίρεση το Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Μόντρεαλ). Μετά το «Νέα γυναίκα μόνη ψάχνει» (όπου δηλώνει παράφρων συγκάτοικος της Μπρίτζετ Φόντα) το 1993 κλέβει για μία ακόμη φορά την παράσταση στα «Στιγμιότυπα» του Ολτμαν. Λίγοι θα ξεχάσουν την εργαζόμενη μητέρα Λόις Κάιζερ που αλλάζει τις πάνες του μωρού της επιδιδόμενη παράλληλα στο πιο γλαφυρό τηλεφωνικό σεξ από καταβολής «hot lines». Στην ταινία «The Hudsucker Proxy» οι ίδιοι οι αδελφοί Κοέν υποκλίνονται στον επαγγελματισμό της. Το 1994 περνάει ώρες ολόκληρες μπροστά σε μια γραφομηχανή, σε ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου «Algonquin» (σημείου συναντήσεως της αμερικανίδας Ντόροθι Πάρκερ και των λοιπών μελών του λογοτεχνικού Vicious Circle της). Η κινηματογραφική βιογραφία (σε σκηνοθεσία Αλαν Ρούντολφ) της αλκοολικής συγγραφέως θα φιλοξενήσει μία από τις πλέον μοναδικές ερμηνείες της. «Υπάρχουν στιγμές όπου η Τζένιφερ μου θυμίζει την Τζιοκόντα» θα πει ο ίδιος ο Ρούντολφ. «Αραγε είναι το χαμόγελό της; Ή μήπως το γεγονός ότι παραμένει εξίσου μυστηριώδης;».


Ενα χρόνο αργότερα επανέρχεται ­ δυστυχής, ανεπίδεκτη μαθήσεως και τζάνκι ­ με το «Τζόρτζια». Το σενάριο θα υπογράψει η μητέρα της. Η αφομοίωσή της από τον ρόλο είναι για μία ακόμη φορά τέτοια που παρά τις μέτριες φωνητικές της ικανότητες οι ροκ γράφοντες του πλανήτη θα εκστασιασθούν όταν τη δουν να ερμηνεύει στη σκηνή το «Take me Back» του Βαν Μόρισον. Εφέτος επιστρέφει με μία ακόμη ταινία εποχής, την «Κληρονόμο» (βασισμένη στο ομώνυμο έργο του Χένρι Τζέιμς). Στο μεταξύ αναμένει τα άλλα καπέλα που θα φορέσει. Τα μελλοντικά alter ego της. Και από ό,τι φαίνεται θα είναι και ημίψηλα και ρεπούμπλικες. Κόρτνεϊ Λαβ, μπορείς από τώρα να τρέμεις! Επτά ­ όχι και τόσο βασικές ­ λεπτομέρειες από το βιογραφικό της


1 Εν αντιθέσει προς τις ηρωίδες της αποφεύγει τους οιασδήποτε μορφής εθισμούς. Μοναδικό πλημμέλημα τα Marlboro της. Δεν είναι τυχαίο ότι στους ρόλους αλκοολικών που έχει κατά καιρούς υποδυθεί προτιμά να γεμίζει το ποτήρι της με κόκα κόλα.


2 Μια φορά ένας δημοσιογράφος τής είπε ότι δείχνει να της αρέσουν οι ρόλοι των γυναικών θυμάτων. «Νομίζω όμως ότι αυτό που πραγματικά ήθελε να μου πει είναι “ρόλοι γυναικών ελευθερίων ηθών”».


3 Οι ερωτικές σκηνές είναι συνήθως «παιχνιδάκι» για την Τζέισον Λι. «Βέβαια εξαρτάται ποιος είναι ο παρτενέρ σου. Αν έχεις να κάνεις με κανέναν ηλίθιο, τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα. Αλλά ομολογώ ότι ως τώρα έχω σταθεί πολύ τυχερή».


4 Η ζωή της είναι, σύμφωνα τουλάχιστον με τα αλλοπρόσαλλα λεγόμενά της, ιδιαιτέρως… βαρετή. «Ισως αυτός είναι ο λόγος που με έλκουν οι παράδοξοι χαρακτήρες».


5 Το αγαπημένο της σνακ είναι ­ καθ’ ότι γέννημα θρέμμα του Λος Αντζελες ­ τα νάτσος.


6 Αποφεύγει όπως ο διάβολος το λιβάνι τα χολιγουντιανά πάρτι, τα «πηγαδάκια» που φιλοξενούνται σ’ αυτά, αλλά και τα συνοδευτικά καναπεδάκια. Οι δικοί της άνθρωποι αγωνίζονται επί ματαίω να την πείσουν να ξεπεράσει τη φυσική ­ μόνον εκτός φακού ­ συστολή της.


7 Για τον ρόλο της Τζόρτζια διενήργησε εξονυχιστική έρευνα στον βίο και την πολιτεία αυτοκαταστροφικών ροκ σταρ όπως η Τζάνις Τζόπλιν και η Νίκο. Πέρασε μάλιστα τρεις ολόκληρες εβδομάδες περιοδεύοντας και τραγουδώντας ανά τις ΗΠΑ με την μπάντα του Τζον Ντόου.

Ακολούθησε το Βήμα στο Google news και μάθε όλες τις τελευταίες ειδήσεις.
Exit mobile version