» Δεν με ενδιαφέρουν οι μυημένοι «
Τριάντα πέντε χρόνια στο θέατρο, από τα οποία τα 25 θιασάρχης, ο Βασίλης Τσιβιλίκας έχει μάθει να παίζει μπροστά σε γεμάτες πλατείες και αυτό είναι που τον ενδιαφέρει περισσότερο από όλα. «Από νωρίς δήλωσα ότι δεν με απασχολεί να κάνω κάτι που δεν αφορά τον κόσμο. Εμένα με ενδιαφέρουν οι πολλοί και όχι οι μυημένοι. Δεν θέλω να ανήκω σε ένα θεατρικό κλαμπ ολίγων, έστω και αν αυτοί που θα έρχονταν να με δουν θα πλήρωναν εκατό χιλιάδες εισιτήριο, με αποτέλεσμα να έμπαιναν τα ίδια χρήματα στο ταμείο. Εμένα θέλω να με βλέπει ο πολύς κόσμος» λέει και το εννοεί, αφού πολλές φορές οι επιλογές έργων του ικανοποιούν αποκλειστικά και μόνο αυτόν τον στόχο. «Εγώ θέλω να δώσω γέλιο αντιμετωπίζοντας το κοινό με τίμια μέσα και προσφέροντάς του την αισθητική που ήθελα. Και πέτυχα σ’ αυτό».
Εφέτος, μετά τις ελληνικές κωμωδίες στις οποίες τον είχαμε συνηθίσει την τελευταία δεκαετία και μετά την παρουσία του στις θερινές επιθεωρήσεις, συνεργάζεται με την Κάτια Δανδουλάκη στο «Ηρθες και θα μείνεις» των Ρενέ Τέιλορ και Τζόζεφ Μπολόνια στο θέατρο της οδού Αγίου Μελετίου. «Εδώ δεν μιλάμε για τη συνεργασία δύο ηθοποιών αλλά για τη σύμπραξη δύο θεάτρων» λέει. «Και χαίρομαι που ο κόσμος ανταποκρίθηκε σε αυτό που κάνουμε. Γιατί υπήρχε μια δυσπιστία γύρω από τη δουλειά στο «Κάτια Δανδουλάκη»».
Σε αυτή την πορεία των 35 χρόνων ο ηθοποιός και σκηνοθέτης πέρασε από πολλά και διαφορετικά είδη για να καταλήξει στην κωμωδία, ελληνική και ξένη. Κατά περιόδους επέλεγε τι ήθελε να δώσει στο κοινό.
«Την τελευταία δεκαετία μας τελείωσαν τα ξένα έργα του αστικού θεάτρου, τα έργα τύπου Νιλ Σάιμον. Και εγώ τα έπαιξα όλα και μάλιστα με μεγάλη επιτυχία, όπως το «Ξυπόλυτοι στο πάρκο» και το «Καληνύχτα και φρόνιμα», από δύο φορές. Αφού λοιπόν εξάντλησα το ρεπερτόριο αυτό, στράφηκα στο ελληνικό έργο. Διότι το σύγχρονο ξένο ένιωθα ότι δεν μας αφορά και οι νέοι έλληνες συγγραφείς δεν είχαν κάτι να προτείνουν». Ηταν όμως οι επιλογές του οι καλύτερες δυνατές; «Κοιτάξτε, αναζήτησα ό,τι καλύτερο. Δεν ήθελα να ανεβάσω τα ελληνικά έργα που βλέπουμε διαρκώς στην τηλεόραση μέσα από τις ταινίες. Κανονικά θα έπρεπε το υπουργείο Πολιτισμού να τις απαγορεύσει αυτές τις ταινίες για καμιά δεκαετία γιατί με τις πολλές επαναλήψεις τις έχει καταστρέψει». Δεν διαφωνεί όμως ότι κανένας δεν θυμάται τους τίτλους των μεγάλων εμπορικών, εύπεπτων, επιτυχιών που ανέβασε. Ηθελε όμως να γεμίσει το θέατρο και από τη στιγμή που το πέτυχε συνέχισε στο ίδιο μοτίβο. «Εχω παίξει ως και οκτακόσιες φορές το ίδιο έργο και σας ομολογώ ότι τις επτακόσιες τουλάχιστον τις απήλαυσα. Εγώ κάνω θέατρο για να διασκεδάζω. Και το ίδιο συμβαίνει και εφέτος με την Κάτια». Παραδέχεται ότι η εφετινή συνεργασία του είναι λίγο σαν να σηματοδοτεί μια αλλαγή στην πορεία του.
Σε κάθε επιλογή του ο Βασίλης Τσιβιλίκας δείχνει να νοιάζεται για το ταμείο: «Δεν είναι μόνο θέμα ταμείου, είναι και θέμα γεμάτης πλατείας. Δεν μπορώ να παίζω μπροστά σε λίγους για να ικανοποιήσω κάποιους. Δεν έχω την αγωνία του τι λένε οι άλλοι για μένα. Ξέρω ότι λένε «μα τόσο σπουδαίο ταλέντο γιατί δεν κάνει κάτι;». Εγώ όμως σπούδαζα δύο παιδιά στα καλύτερα σχολεία, έχτιζα ένα σπίτι, είχα μια οικογένεια. Επρεπε να τους εξασφαλίσω. Δεν είμαι ο ρέμπελος καλλιτέχνης. Βέβαια με τιμά να σκέφτονται έτσι για μένα. Αλλά δεν είμαι ιέρεια των Διονυσίων. Αν ο κόσμος δεν με ακολουθήσει στις επιλογές μου, θα αλλάξω ρότα». Και όπως λέει ένας φίλος του, «τέλειωνε με τα οικονομικά σου για να παίξεις και κάτι καλό». Και αυτό δείχνει ότι θα κάνει από εδώ και μπρος. Η επιλογή του να παίξει το προσεχές καλοκαίρι στις «Θεσμοφοριάζουσες» του Αριστοφάνη δηλώνει την αλλαγή πορείας του. Σε μετάφραση Κ. Χ. Μύρη, σκηνοθεσία Νίκου Χουρμουζιάδη, σκηνικά – κοστούμια Απόστολου Βέττα, μουσική Κώστα Βόμβολου και χορογραφία Σοφίας Σπυράτου. Δεν ξέρει ακόμη αν θα πάει στην Επίδαυρο. Πάντως θα παίξει Αριστοφάνη. «Και μάλιστα σε παραγωγή ενός ανθρώπου του εμπορικού θεάτρου, του Μάρκου Τάγαρη».
«Κάποια στιγμή» συνεχίζει «κάποιοι μας κήρυξαν τον πόλεμο». Ποιοι; τον ρωτάω. «Η νέα γενιά μεταφραστών, δημοσιογράφων, ηθοποιών, έτσι χωρίς λόγο» απαντά. «Μας χώρισαν σε Βόρειους και Νότιους. Ελεγαν ότι, αν και έχουμε ταλέντο, δεν κάνουμε σοβαρά πράγματα. Αλλά και ο Μουστάκας πήγε στην Επίδαυρο και ο Κωνσταντίνου έπαιξε στο «Art». Εμείς εδώ είμαστε, και ας μας θέλουν «τελειωμένους». Δεν γλιτώνει όμως κανείς από εμάς. Και ούτε υπάρχει λόγος. Ολοι χωράμε» τονίζει και εξηγεί ότι διαφωνεί με την πολιτική των κρατικών σκηνών που δίνουν λίγα λεφτά στους πρωταγωνιστές. «Για να κάνω κάτι που εκτιμούν οι λίγοι και στην ουσία να πρέπει να παραδεχθώ ότι είμαι ψώνιο; Οχι, λοιπόν, ψώνιο δεν είμαι». Και ούτε τον ενδιαφέρει να αποδείξει ότι είναι άνθρωπος του πνεύματος και της διανόησης. «Αν σας πω τους φίλους μου, θα καταλάβετε. Πάνω από όλα με ενδιαφέρει να είμαι ένα ισορροπημένο άτομο. Και στη δουλειά μου δεν κλείνω καμία πόρτα για το μέλλον». Και τον «Πέερ Γκυντ» του Ιψεν θέλει να παίξει και τον «Ριχάρδο Γ´» του Σαίξπηρ. «Οπωσδήποτε θα τον παίξω γιατί δεν θέλω να φύγω από αυτή τη ζωή χωρίς να έχω καταλάβει τι δαίμονας είναι αυτή η εξουσία». Αλλά, όπως εξηγεί, θα το κάνει για τον εαυτό του. «Αυτοί οι ρόλοι θα είναι η πλάκα του Τσιβιλίκα στον Βασίλη. Να γεμίσω το θέατρο με κάτι άλλο, γιατί δεν είναι τρελοί όλοι εκείνοι που πιστεύουν σε μένα. Γιατί και εγώ θέλω να δω ποια είναι τα όριά μου» καταλήγει.