Το 2018 θα μπορούσε άνετα να χαρακτηριστεί ως το έτος της ήττας της σοσιαλδημοκρατικής αφήγησης. Hττας όχι μόνο εκλογικής αλλά και ιδεολογικής. Κορυφαία στιγμή αυτής της ήττας τα χειροκροτήματα των γερμανών σοσιαλδημοκρατών στο συνέδριό τους στην ομιλία του κ. Τσίπρα. Μια ομιλία που αποδομούσε λέξη προς λέξη όλη την ιστορία και τις πρακτικές αυτού του κόμματος.
Πώς έφτασε αυτή η μεγάλη παράταξη ως εδώ; Υποστηρίζεται από ορισμένους ότι το μείζον πρόβλημα της σημερινής σοσιαλδημοκρατίας είναι η φθίνουσα σημασία των εργατικών στρωμάτων και των συνδικάτων, άλλοι θεωρούν υπεύθυνες τις «πολυπολιτισμικές ταυτοτικές εμμονές» της, κάποιοι τρίτοι τη «νεοφιλελεύθερη στροφή» της και κάποιοι άλλοι ότι έπαψε να είναι «εθνική δύναμη». Ολα αυτά αποτελούν δέντρα της κρίσης της, δεν είναι όμως το δάσος. Πολλοί πάλι θεωρούν ως πυρηνικό στοιχείο της σοσιαλδημοκρατίας το πρωτείο της πολιτικής έναντι της οικονομίας ή ακόμη και το πρωτείο της προόδου έναντι της συντήρησης, τα οποία «απεμπόλησε». Θεωρώ όμως πως το μείζον χαρακτηριστικό της ήταν το πρωτείο της δημοκρατίας και όχι της πολιτικής και επειδή ακριβώς στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης δεν βρίσκει τρόπους να υποστηρίξει αυτό το πρωτείο έχει εισέλθει σε βαθιά κρίση.
Πάντως ολόκληρη η σοσιαλδημοκρατική αφήγηση είναι στημένη πάνω στην άρνηση της επιβολής του καλού διά της βίας και του διαχωρισμού των ανθρώπων σε δικούς μας και σε εχθρούς. Οι σοσιαλδημοκράτες ίσως να μην είχαν καταλήξει να υποστηρίζουν το πρωτείο της δημοκρατίας αν δεν είχε υπάρξει ο κομμουνιστικός-λενινιστικός ολοκληρωτισμός. Ο σοσιαλδημοκράτης πρόεδρος της Πρώτης Δημοκρατίας της Βαϊμάρης Friedrich Ebert, αλλά και ο αποκαλούμενος «το μαντρόσκυλο» της δημοκρατίας, επίσης γερμανός σοσιαλδημοκράτης Gustav Noske, ως υπουργός Αμυνας, επέλεξαν να συμμαχήσουν με τους στρατιωτικούς για να αποτρέψουν τον μπολσεβικισμό, ο οποίος τότε φαινόταν η μεγαλύτερη απειλή κατά της δημοκρατίας. Ετσι κι αλλιώς, όπως υποστήριζε ο Eduard Bernstein, ο πραγματικός εχθρός της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης ήταν ο εμφύλιος πόλεμος στους κόλπους της Αριστεράς, ο πόλεμος μεταξύ των δημοκρατών της Αριστεράς και των μπολσεβίκων, ένας πόλεμος «σοσιαλιστών κατά σοσιαλιστών», πόλεμος μεταξύ του SPD, του λεγόμενου και «επίσημου κόμματος» της Βαϊμάρης, του USPD (Ανεξάρτητο Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα Γερμανίας) και του KPD (Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας).
Το 1928-1932, όταν ο ναζισμός έγινε η μεγαλύτερη απειλή κατά της δημοκρατίας, οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες προσπάθησαν με αποτυχία να συμμαχήσουν τόσο με τα «αστικά κόμματα του Κέντρου» όσο και με την άλλη κομμουνιστική Αριστερά. Και στις δύο όμως περιπτώσεις παρά τις ατυχείς, εν πολλοίς, πρακτικές ήταν το πρωτείο της δημοκρατίας που κανοναρχούσε τις πολιτικές τους.
Εν τέλει η σοσιαλδημοκρατία, αν και γεννήθηκε ως η παράταξη του σοσιαλισμού, μετασχηματίστηκε σε παράταξη του πρωτείου της δημοκρατίας ακολουθώντας μια πορεία που από τους Bernstein και Jaurés πέρασε στις υπέροχες επεξεργασίες των σουηδών σοσιαλδημοκρατών (Hjalmar Branting και Per Albin Hanson) της περιόδου 1904-1940 και κατέληξε να ολοκληρωθεί στο γερμανικό Μπαντ Γκόντεσμπεργκ ως η παράταξη που πρεσβεύει ότι καμία κοινωνική δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει εκεί όπου απουσιάζει η πολιτική δημοκρατία.
Ολα αυτά όμως ίσχυαν στο πλαίσιο της εθνοκρατικής δημοκρατίας. Τι συμβαίνει όμως με το πρωτείο της δημοκρατίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης; Η παγκοσμιοποίηση είναι ένα θετικό γεγονός με πολλές αρνητικές παρενέργειες. Η παγκοσμιοποίηση είναι ο κόσμος που ζούμε και που μπορεί να χρησιμοποιηθεί επ’ ωφελεία ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων, αν ελεγχθούν σε παγκόσμιο επίπεδο οι οικονομικές και κοινωνικές εξελίξεις. Δεν πρέπει να διαφεύγει της όποιας ανάλυσης ότι με αυτήν δισεκατομμύρια ανθρώπων στον Τρίτο Κόσμο είδαν το εισόδημα και τη ζωή τους να βελτιώνονται. Ο σημερινός όμως τρόπος διαχείρισης της παγκοσμιοποίησης συνιστά μια αντίφαση μεταξύ όλων όσοι αποφασίζουν και την απουσία θεσμών λογοδοσίας τους. Αυτό μπορεί να αλλάξει με έναν συντονισμό δράσεων και ενεργειών των παγκόσμιων εταίρων, όπου θα τεθούν σε συζήτηση θέματα που άπτονται του περιορισμού της ασύδοτης κίνησης των χρηματοοικονομικών κινήσεων, του περιορισμού των ελλειμμάτων της αμερικανικής οικονομίας αλλά και της ελαχιστοποίησης του κόστους εργασίας σε Κίνα, Ινδία και άλλες ασιατικές χώρες. Αλλά κυρίως όμως η παγκοσμιοποίηση πάσχει από την απουσία ενός πολιτικού φορέα που θα έθετε στην ημερήσια διάταξη τα ζητήματα της λογοδοσίας των παγκόσμιων οργανισμών σε παγκόσμιους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς – σε παγκόσμια «κοινοβουλευτικά» φόρουμ. Αυτόν τον ρόλο θα έπρεπε να είχε ήδη αναλάβει η σοσιαλδημοκρατία και όχι να γλυκοκοιτάζει προς «ρετρό» αριστερές εθνοκρατικές πολιτικές.
Η διάσταση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης μεταξύ των όλο και λιγότερο αντιπροσωπευτικών μορφών και θεσμών λογοδοσίας και ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων γεννά την άνοδο των ακραίων. Η διάσταση μεταξύ αυτών που αποφασίζουν τις δημόσιες πολιτικές και αυτών που τις υφίστανται απειλεί το πρωτείο της δημοκρατίας. Απειλείται έτσι και η ίδια η σοσιαλδημοκρατία που το εκπροσωπούσε μέχρι τώρα.
Η αδυναμία της σοσιαλδημοκρατίας αλλά και της Κεντροδεξιάς να αποδείξουν ότι διαφέρουν δεν ακυρώνει τη διάκριση Αριστερά – Δεξιά, όπως διάφορες ρηχές προσεγγίσεις υποστηρίζουν, αλλά τη μεταφέρει στα άκρα. Κυρίαρχη γίνεται η αντίθεση της «αντισυστημικής» ριζοσπαστικής Δεξιάς και της ριζοσπαστικής Αριστεράς απέναντι στους δύο πόλους συναίνεσης και προόδου που διαμορφώθηκαν μεταπολεμικά στην Ευρώπη. Οσο οι δύο δημοκρατικοί πόλοι δεν βρίσκουν πολιτικές που θα τους διαφοροποιούν τόσο θα δυναμώνουν τα δύο άκρα. Το ζητούμενο δεν είναι η κατάργηση της διάκρισης Αριστερά-Δεξιά, αλλά η μετατόπισή της στα κέντρα και όχι στα άκρα των κοινωνιών, με δημοκρατικές αριστερές και (ή) δεξιές πολιτικές.
Η σοσιαλδημοκρατία δεν φθίνει επειδή «πρόδωσε» την Αριστερά, αλλά γιατί, ενώ στο πλαίσιο των εθνικών κρατών ήταν η παράταξη του πρωτείου της δημοκρατίας, δεν κατόρθωσε – μέχρι τώρα – να τεθεί επικεφαλής της διεύρυνσης αυτού του πρωτείου και στον χώρο της παγκοσμιοποίησης. Το 2019 είναι εδώ. Οψόμεθα.
Ο κ. Γιώργος Σιακαντάρης είναι δρ Κοινωνιολογίας.