Η Whitney Houston, μία από τις μεγαλύτερες φωνές που γνώρισε ποτέ η παγκόσμια μουσική σκηνή, δεν έφυγε απλώς από τη ζωή· την πρόδωσε ένα σύστημα που πρώτα την αποθέωσε και έπειτα την άφησε να καταρρεύσει. Η ιστορία της δεν είναι απλώς η τραγωδία ενός ατόμου, αλλά το αποτέλεσμα μιας βιομηχανίας που εκμεταλλεύεται και καταναλώνει τους καλλιτέχνες της χωρίς να τους προστατεύει. Παράλληλα, αναδεικνύει τη δική μας αποτυχία να κατανοήσουμε την πραγματική ανάγκη για υποστήριξη και την αποδοχή των καλλιτεχνών για ό,τι πραγματικά είναι, χωρίς να τους περιορίζουμε σε στενά κοινωνικά και εμπορικά πρότυπα.
Η Houston γεννήθηκε το 1963 και μεγάλωσε σε μια μουσική οικογένεια, καθώς ήταν κόρη της σπουδαίας gospel και RnB τραγουδίστριας Cissy Houston και ξαδέλφη της Dionne Warwick. Από νεαρή ηλικία, το ταλέντο της φαινόταν μοναδικό και η μουσική βιομηχανία την αγκάλιασε με ενθουσιασμό. Το 1985 κυκλοφόρησε το πρώτο της άλμπουμ, «Whitney Houston», που έγινε αμέσως επιτυχία, ενώ το 1987 το δεύτερο άλμπουμ της την εκτόξευσε σε νέα ύψη. Η Whitney, με τη θεϊκή της φωνή, έγινε γρήγορα το πρόσωπο της pop και της R&B, δημιουργώντας μια νέα εποχή στην ιστορία της μουσικής.
Ωστόσο, η επιτυχία αυτή είχε και ένα τίμημα. Η πίεση να είναι η «τέλεια» pop star τήν έκανε να χάνει σταδιακά την αίσθηση της προσωπικής της ταυτότητας. Η μουσική βιομηχανία δεν την έβλεπε ως άνθρωπο, αλλά ως προϊόν. Η λευκή Αμερική την αποθέωνε ως μια «ασφαλή» και αποδεκτή μαύρη τραγουδίστρια, ενώ ένα μέρος της μαύρης κοινότητας την κατηγορούσε ότι είχε «ξεπουληθεί» για να είναι αποδεκτή από το mainstream κοινό. Παράλληλα, οι δισκογραφικές εταιρείες ήθελαν συνεχώς επιτυχίες, πιέζοντάς την να διατηρεί μια άψογη εικόνα, χωρίς να της επιτρέπουν να εκφράσει τις αληθινές της ανάγκες και τις δυσκολίες της. Ο κόσμος ήθελε από αυτήν να είναι κάτι παραπάνω από καλλιτέχνιδα – ήθελε να είναι το ιδανικό πρότυπο, το τέλειο μοντέλο της γυναίκας και του αστέρα.