Στις 13 Οκτωβρίου 1972, ένα δικινητήριο αεροσκάφος της Πολεμικής Αεροπορίας της Ουρουγουάης συνετρίβη στις χιονισμένες Άνδεις, στα σύνορα Χιλής και Αργεντινής. Ανάμεσα στους επιβάτες ήταν η ερασιτεχνική ομάδα ράγκμπι των Old Christians Club, αποτελούμενη κυρίως από φοιτητές ιδιωτικού καθολικού πανεπιστημίου, μαζί με συγγενείς και φίλους τους – σαράντα πέντε άτομα συνολικά, εκ των οποίων 40 επιβάτες και 5 μέλη πληρώματος. Οι περισσότεροι ήταν νεαροί άνδρες, μεταξύ 18 και 25 ετών. Το ταξίδι τους προς τη Χιλή μετατράπηκε μέσα σε λίγα λεπτά σε έναν εφιάλτη δίχως τέλος.
Εβδομήντα δύο ημέρες εγκλωβισμένοι στην πιο εχθρική εκδοχή της φύσης. Οι επιζώντες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια φρίκη πέρα από κάθε ανθρώπινη φαντασία – όχι μόνο για να μείνουν ζωντανοί, αλλά για να διατηρήσουν το νήμα της ανθρωπιάς τους. Σαράντα πέντε ξεκίνησαν. Δεκαέξι γύρισαν. Ανάμεσά τους και ο Álvaro Mangino, που έφυγε από τη ζωή τον Απρίλιο του 2025, πενήντα τρία χρόνια μετά.
Αυτή είναι η ιστορία εκείνων των ημερών. Από την πρώτη συντριβή μέχρι τη στιγμή της διάσωσης.
Πρώτη μέρα: Η συντριβή
Η πτήση 571 ξεκίνησε στις 12 Οκτωβρίου, με ενδιάμεση στάση στη Μεντόσα της Αργεντινής λόγω καιρικών συνθηκών. Οι περισσότεροι επιβάτες ήταν νεαροί άνδρες, μεταξύ 18 και 25 ετών. Σχεδόν όλοι είχαν προσωπικούς δεσμούς μεταξύ τους: συμμαθητές, αδέρφια, ξαδέρφια, φίλοι ζωής. Ανάμεσά τους: ο 19χρονος Eduardo Strauch, ο 21χρονος Roberto Canessa, ο 22χρονος Fernando Parrado, ο 24χρονος Numa Turcatti – και ο Álvaro Mangino, που ήταν 19 ετών. Την επόμενη μέρα, το αεροσκάφος απογειώθηκε για το τελικό σκέλος, αλλά λόγω λάθους υπολογισμού του πιλότου και των ακραίων συνθηκών, το Fairchild FH-227D συνετρίβη στα 3.600 μέτρα υψόμετρο, στην καρδιά των Άνδεων. Η ουρά κόπηκε. Το κύριο σώμα του αεροσκάφους προσγειώθηκε στην παγωμένη πλαγιά.
Δώδεκα άτομα σκοτώθηκαν ακαριαία. Άλλοι υπέκυψαν στα τραύματά τους τις επόμενες ώρες. Οι υπόλοιποι, μέσα σε απόλυτο σοκ, πάλευαν να καταλάβουν πού βρίσκονται και γιατί δεν έρχεται κανείς να τους βρει. Στο παρακάτω βίντεο βλέπουμε το ακριβές σημείο της σύγκρουσης:
Παγωνιά, απώλεια, αναμονή
Με ελάχιστα αποθέματα τροφής και χωρίς χειμερινό εξοπλισμό, οι επιζώντες οχυρώθηκαν μέσα στα συντρίμμια. Χρησιμοποίησαν τα καθίσματα για θερμομόνωση, κουβέρτες για προστασία, σπάσανε το παγωμένο χιόνι για νερό. Κάθε νύχτα, η θερμοκρασία έπεφτε στους -30. Κάθε πρωί, λιγότεροι ξυπνούσαν. Το ραδιόφωνο έπιασε το σήμα: οι έρευνες διάσωσης είχαν σταματήσει. Θεωρούνταν όλοι νεκροί. Η απόγνωση έγινε πραγματικότητα. Όχι πια αναμονή – αλλά επιβίωση.
Δεν ήταν μόνο το ψύχος. Ήταν και η απόσταση. Απόσταση απ’ τη ζωή όπως τη γνώριζαν, απ’ τον χρόνο, απ’ το νόημα. Εκεί πάνω, στον καθαρότερο αέρα του κόσμου, η ανθρώπινη υπόσταση ξεγυμνώθηκε. Δεν υπήρχε χώρος για τίποτα άλλο εκτός απ’ την πείνα, τον φόβο και την ανάγκη για επιβίωση. Το βουνό δεν σκοτώνει. Το βουνό απλώς υπάρχει. Ακίνητο, αδιάφορο, αμείλικτο. Οι Άνδεις δεν έπεσαν πάνω τους. Αυτοί έπεσαν πάνω στις Άνδεις. Και κάπως έτσι, ξεκίνησε η πιο άγρια ιστορία επιβίωσης του 20ού αιώνα.
Η μεγάλη απόφαση
Όταν τα αποθέματα τελείωσαν και τα σώματά τους άρχισαν να καταρρέουν από την πείνα, οι επιζώντες ήρθαν αντιμέτωποι με μια αδιανόητη πραγματικότητα: δεν υπήρχε τροφή. Δεν υπήρχαν πουλιά. Ούτε βλάστηση. Ούτε καν έντομα. Η μόνη πηγή πρωτεΐνης ήταν τα σώματα των νεκρών φίλων τους, διατηρημένα στο ψύχος.
Η απόφαση πάρθηκε συλλογικά, μέσα από πολλές συζητήσεις, προσευχές και δάκρυα. Οι περισσότεροι ήταν καθολικοί. Το έθεσαν σε θεολογική βάση: αν ο Χριστός πρόσφερε το σώμα του για να σωθεί η ανθρωπότητα, μήπως και αυτοί οι φίλοι τους, που δεν ζούσαν πια, προσέφεραν το δικό τους για να σωθούν οι υπόλοιποι; Δεν υπήρχε βία. Δεν υπήρχε εξαναγκασμός. Μόνο ανάγκη. Η πρώτη "κατανάλωση" έγινε από τους Nando Parrado και Roberto Canessa.
Όσοι δεν μπορούσαν να το αντέξουν, δεν το έκαναν. Κάποιοι χρειάστηκαν μέρες για να το αποδεχτούν. Κανείς δεν το ξεπέρασε ποτέ. Όμως εκεί, στην πιο φρικτή συνθήκη επιβίωσης, γεννήθηκε και η πιο παράδοξη μορφή ευγνωμοσύνης: προς εκείνους που δεν ήταν πια εκεί, αλλά συνέχισαν να δίνουν ζωή.
Η χιονοστιβάδα και το απόλυτο σκοτάδι
Στις 29 Οκτωβρίου, νέα συμφορά: χιονοστιβάδα έθαψε την άτρακτο. Οκτώ ακόμα πέθαναν εκείνο το βράδυ. Οι υπόλοιποι έμειναν παγιδευμένοι για τρεις μέρες στο απόλυτο σκοτάδι, θαμμένοι κάτω από το χιόνι. Ανέπνεαν τον ίδιο αέρα. Μοιράζονταν την ίδια φρίκη. Και, παρ' όλα αυτά, κατάφεραν να επιζήσουν.
Μετά από τρεις μέρες καταπίεσης και αγωνίας, οι επιζώντες κατάφεραν να ελευθερωθούν από το χιόνι. Παρά τις τρομερές απώλειες και την ακατόρθωτη σιωπή, οι άνθρωποι που είχαν απομείνει, ξεκίνησαν πάλι να κινούνται, να εξετάζουν τις συνθήκες γύρω τους, να παίρνουν απόφαση για το επόμενο βήμα. Η θέλησή τους να επιβιώσουν φαινόταν ακατάβλητη, παρά τις απανωτές ήττες της φύσης.
Τo μονοπάτι της σωτηρίας
Η απόφαση για την αποχώρηση από το σημείο της συντριβής δεν ήρθε εύκολα. Ο πόνος από τις ατέλειωτες ημέρες δίχως τροφή, η καταρρακωμένη ψυχική και σωματική κατάσταση, καθώς και το αβέβαιο μέλλον που τους περίμενε, έκαναν την επιλογή να φύγουν από το καταφύγιο σχεδόν αδύνατη. Ωστόσο, όταν πια δεν υπήρχε άλλη επιλογή, οι Roberto Canessa, Nando Parrado και Antonio Vizintín αποφάσισαν να ρισκάρουν τα πάντα. Εννέα μέρες χωρίς ελπίδα, στην καρδιά των Άνδεων, χωρίς καμία βεβαιότητα για το πού κατευθύνονταν.
Οι τρεις άνδρες ξεκίνησαν το ταξίδι τους φορώντας ό,τι είχαν, και με ό,τι είχαν καταφέρει να φτιάξουν με τα απομεινάρια του αεροπλάνου: σακίδια από κομμάτια καθισμάτων και κουβέρτες, υποδήματα φτιαγμένα από υφάσματα που είχαν προσαρμόσει πρόχειρα. Οι προετοιμασίες τους ήταν ελάχιστες – ελάχιστος εξοπλισμός, λίγες τροφές και αρκετή αποφασιστικότητα για να διασχίσουν 80 χιλιόμετρα σε άγνωστη κι επικίνδυνη γη.
Ο καιρός άλλαζε απρόβλεπτα και τα μονοπάτια ήταν γεμάτα ανηφορικά βουνά και ατελείωτους παγετώνες. Τα βήματά τους ήταν αργά, αλλά κάθε βήμα ήταν πιο κοντά στην ελευθερία. Ο Parrado και ο Canessa ήταν οι δύο που κράτησαν το μεγαλύτερο βάρος του ταξιδιού, ενώ ο Vizintín, που ήταν εξαιρετικά αδύναμος, αναγκάστηκε να γυρίσει πίσω μετά από μερικές μέρες λόγω εξάντλησης.
Το ταξίδι τους έγινε εξαιρετικά επικίνδυνο καθώς η έλλειψη τροφής και νερού ήταν έντονη. Οι δύο άνδρες, για να αντέξουν, συνέχισαν με ένα αίσθημα απελπισίας αλλά και ακατανίκητης θέλησης. Εντούτοις, οι καιρικές συνθήκες ήταν τόσο ακραίες που συχνά δεν μπορούσαν να προχωρήσουν για ώρες, αναγκασμένοι να καταφύγουν κάτω από πελώριες πέτρες για να προστατευτούν από τις καταιγίδες και τις χιονοθύελλες.
Και τότε, σαν από θαύμα βρέθηκε στον δρόμο τους ένας Χιλιανός μουλαράς, ο Sergio Catalán. Ο Catalán τους βρήκε τυχαία πάνω στο βουνό και τους προσέφερε τροφή, ρούχα και τη βοήθεια του για να ξεκινήσουν τη διαδρομή προς την περιοχή των Χιλιανών χωριών. Η συνάντηση αυτή ήταν το θαύμα στο οποίο ήλπιζαν από την αρχή της τραγωδίας. Η διάσωση ήταν πια κοντά. Αμέσως κινητοποιήθηκαν ελικόπτερα διάσωσης προς το σημείο της συντριβής.
Η διάσωση άρχισε στις 20 Δεκεμβρίου 1972, όταν τα πρώτα ελικόπτερα έφτασαν στο σημείο και άρχισαν να παραλαμβάνουν τους επιζώντες. Οι πρώτοι από αυτούς, οι πιο αδύναμοι, διασώθηκαν μετά από σαράντα δύο μέρες σφοδρής επιβίωσης στην άγρια φύση των Άνδεων. Ο κόσμος παρακολουθούσε με δέος τη διάσωση αυτών των ανθρώπων που κατάφεραν να επιβιώσουν σε τόσο αντίξοες συνθήκες.
Οι αντιδράσεις του κόσμου στον κανιβαλισμό
Η υποδοχή των επιζώντων ήταν αρχικά πολύ θερμή και υποστηρικτική, καθώς η διάσωσή τους θεωρήθηκε θαύμα. Ωστόσο, το κλίμα άλλαξε δραματικά μόλις οι λεπτομέρειες για την επιβίωση τους αποκαλύφθηκαν, και ειδικά η ανάγκη τους να καταναλώσουν τα σώματα των νεκρών για να επιβιώσουν. Η αποκάλυψη αυτής της πράξης ήρθε σταδιακά μέσα από συνεντεύξεις και αφηγήσεις των επιζώντων που παραχώρησαν στους δημοσιογράφους.
Η πρώτη σοβαρή αναφορά στον κανιβαλισμό έγινε από τον ίδιο τον Nando Parrado σε μια συνέντευξη που παραχώρησε λίγο μετά τη διάσωσή του, το 1973. Ωστόσο, το κοινό δεν είχε αντιδράσει άμεσα, καθώς οι επιζώντες προσπάθησαν αρχικά να αποφύγουν να αναφερθούν στις πιο δύσκολες και αμφιλεγόμενες πτυχές της επιβίωσης τους.
Η μεγάλη αποκάλυψη ήρθε το 1974, όταν δημοσιεύτηκε το βιβλίο "Alive" (Ζωντανοί) από τον συγγραφέα Piers Paul Read, το οποίο βασιζόταν σε συνεντεύξεις και τις καταθέσεις των επιζώντων. Σε αυτό το βιβλίο περιγράφεται αναλυτικά η απόφαση των επιζώντων να καταναλώσουν τα σώματα των νεκρών, καθώς και το θρησκευτικό και ηθικό βάρος που έφερε αυτή η πράξη. Οι εκδοχές της επιβίωσης τους πλέον είχαν γίνει μέρος της δημόσιας συζήτησης και δεν υπήρχε πια περιθώριο για αποσιώπηση των γεγονότων.
Το βιβλίο αυτό έγινε παγκόσμιο μπεστ-σέλερ και ανέδειξε το μέγεθος της ηθικής και κοινωνικής σύγκρουσης γύρω από την πράξη του κανιβαλισμού. Η αντίδραση του κοινού ήταν έντονη και πολύπλοκη, με κάποιο μέρος του κόσμου να κατανοεί τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έγινε αυτή η πράξη, ενώ άλλοι τους καταδίκαζαν ως ανήθικους. Ο Τύπος άρχισε να στρέφεται εναντίον τους, με μερίδα των δημοσιογράφων να εκφράζει τη δυσαρέσκεια τους για την «ανήθικη» απόφαση των επιζώντων.
Ο Juan Carlos, επιζών και φίλος των περισσότερων, δήλωσε στην τηλεόραση της Χιλής: «Αν ήσασταν στη θέση μας, ίσως δεν θα ήταν απλά μια απόφαση, αλλά η μοναδική ελπίδα που σας έδινε ζωή».
Society of the Snow
Η ιστορία των Άνδεων επανήλθε στην επικαιρότητα φέτος μέσω της ταινίας "Society of the Snow", που πρόβαλε ξανά, σε παγκόσμια κλίμακα, τη λεπτότητα και τη φρίκη αυτής της επιβίωσης. Κι εκεί, ανάμεσα στα πρόσωπα και τα ονόματα, ήταν και ο Álvaro – ένας ακόμη νέος που είδε τον κόσμο του να καταρρέει και επέζησε, με τρόπους που δεν περιγράφονται εύκολα σε κινηματογραφικές σκηνές.
Δεν χρειάζεται να εξιδανικεύσουμε. Δεν ήταν ήρωες, τουλάχιστον όχι με τον τρόπο που ο κόσμος συνηθίζει να χτίζει ήρωες. Ήταν νέοι που πήραν αποφάσεις μέσα σε ακραίες συνθήκες. Που έφαγαν ανθρώπινη σάρκα για να μην πεθάνουν. Που ένιωσαν το βάρος της επιβίωσης πιο έντονα από τον ίδιο τον φόβο του θανάτου.







