Ένα κόκκινο κραγιόν και δύο τεράστια εκφραστικά μάτια αντίκρισα στο ραντεβού που είχαμε σ’ ένα καφέ στο Παγκράτι ένα κυριακάτικο πρωινό. Και μετά ένα αληθινό λαμπερό χαμόγελο, ένα μυαλό γοητευτικό και μια προσωπικότητα που ισορροπεί περίτεχνα μεταξύ δύναμης και ευαισθησίας. Αυτή είναι η εξαιρετικά ταλαντούχα Ελίζα Σκολίδη. Τηλεοπτικά είναι η Σάντρα του «Σασμού» και θεατρικά «μέλος» της παράστασης «Οι Τσέντσι» που παίζεται μέχρι τις 28 Απριλίου στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Μιλήσαμε ανοιχτά, ειλικρινά και ευαίσθητα για όλα όσα είναι, όσα αγαπάει, όσα ονειρεύεται και για την συνειδητή αγάπη της για τη ζωή ως μάθημα που της παρέδωσε η «διαφορετική» καρδιά της.
Τι σε γοητεύει στην παράσταση «Οι Τσέντσι»;
Κάνουμε παράσταση, μία αληθινή ιστορία σε σκηνοθεσία της Μαριλίτας Λαμπροπούλου. Μία ιστορία που συνέβη στην Ρώμη του 1600. Είναι η ιστορία της Βεατρίκης Τσέντσι και της οικογένειας Τσέντσι.
Ο τελευταίος της δυναστείας Τσέντσι ήταν ένας τύραννος παρανοϊκός που βίαζε και βασάνιζε φρικτά την οικογένειά του διαρκώς, μέχρι που η Βεατρίκη, η κόρη του αποφασίζει να τον δολοφονήσουν, μαζί με τη μητριά της, και τα δύο αδέρφια της. Τον δολοφονούν όμως εκείνη τη στιγμή έρχονται στο σπίτι να συλλάβουν τον Τσέντσι, γιατί ήταν ήδη πολύ διαδεδομένα τα φρικτά του εγκλήματα. Ωστόσο η οικογένεια του τον έχει ήδη σκοτώσει ενεργοποιώντας την αυτόκλητη δικαιοσύνη γιατί δεν πίστευαν και ποτέ ότι αποδοθεί δικαιοσύνη. Στο δικαστήριο η Βεατρίκη λέει όλα αυτά τα φριχτά βασανιστήρια που τους έκανε και παρ’ όλα αυτά τους καταδικάζουν σε θάνατο και τους εκτελούν σε μια γέφυρα του Τίβερη που πήγα και την είδα κρυφά μες στο Γενάρη. Είδα από κοντά την ιστορία. Έμαθα ότι από αυτή την πανέμορφη πέτρινη γέφυρα τη μέρα της εκτέλεσης στις 11 Σεπτεμβρίου του 1600 είχε τόσο ζέστη και τόσο πολύ κόσμο που για να δουν την εκτέλεση έπεφταν από τη γέφυρα από το συνωστισμό και πνίγονταν στο ποτάμι. Λοιπόν αυτή η ιστορία δεν γίνεται να μη σε συγκλονίσει όταν τη μάθεις και επίσης όταν κάθε βράδυ που παίζεις κιόλας ξέρεις ότι είναι για κάποιον που υπήρξε.
Τηλεοπτικά τώρα είσαι στο «Σασμό»;
Ναι. Τελείωσα με το «Ναυάγιο» όπου είχα μια πολύ ωραία η συνεργασία όπως και τώρα με το «Σασμό» που είναι ένα μεγάλο μάθημα γιατί εγώ μπήκα να κάνω τη δουλειά μου χωρίς προσδοκίες και νιώθω πολύ γλυκά κάθε μέρα που περνάει. Η σκηνοθέτις Ζωή Φίλιππα με αγκάλιασε κατευθείαν για να με βοηθήσει.
Ποιος είναι ο ρόλος σου;
Κάνω τη Σάντρα που είναι η κόρη του γιατρού που έρχεται από την Αθήνα επειδή τη στέλνει η μάνα της που έχει εθισμό με τον τζόγο και δεν τα πάνε καθόλου καλά. Θα τη μεγαλώσει ο πατέρας της και η κόρη επειδή ζούσε με τεράστια έλλειψη αγάπης από τη μάνα γιατί ασχολιόταν μόνο με το τζόγο κόλλησε και αυτή και άρχισε να της τρώει όλα τα λεφτά από τις κάρτες της. Αυτή είναι αληθινή ιστορία. Αυτή η κοπέλα είναι εθισμένη στο τζόγο πάει στο χωριό για να αποτοξινωθεί και ο πατέρας της νομίζει ότι όλα θα πάνε καλά. Εκείνη όμως μπλέκει κι άλλον, την φορτώνουν σε αυτόν για να τη βοηθήσει να αποτοξινωθεί και εκείνη τον εθίζει. Είναι ένα παιδί που θέλει απλώς αγάπη γι’ αυτό και ερωτεύεται τον Αστέρη και μπαίνει μέσα στην ιστορία σαν τρίτος άνθρωπος.
Τελείωσες τη σχολή του εθνικού το 2018 και έχουμε 2024. Μέσα στα έξι χρόνια αυτά έχεις κάνει πάρα πολλά πράγματα για νέα ηθοποιός…
Ναι και αυτό δεν είναι μόνο τύχη αυτό είναι και επιμονή. Κουράζομαι αλλά η αλήθεια είναι ότι μπορεί προσωπικά να παλεύω ακόμη να ανακαλύψω τον κόσμο και τις ανθρώπινες σχέσεις αλλά επαγγελματικά νιώθω ότι ωρίμασα πολύ πιο πολύ από ό,τι στη ζωή μου. Ξέρω να απαντήσω όταν πρέπει να βάλω τα όρια μου να διεκδικήσω την αμοιβή που μου αξίζει σίγουρα είναι σε μια διαδικασία πάλης πάντα αλλά σίγουρα ξέρω τους κανόνες μου ας πούμε στη δουλειά και επίσης δεν πληγώνομαι πια τόσο εύκολα.
Σε τι περιβάλλον έχεις ζήσει;
Εγώ μεγάλωσα σε ένα πάρα πολύ υγιές σπίτι με δύο φοβερά εργατικούς γονείς που δουλεύαν όλη μέρα κάθε μέρα και μία αδερφή που ήμασταν πολύ κοντά στην ηλικία και με γιαγιά και παππού τα Σαββατοκύριακα στη Χαλκίδα και στο Άργος και πολύ Παρίσι. Κάναμε πάντα πάρα πολύ παρέα με τους γονείς μου. Κάναμε εκδρομές. Ακούγαμε πάρα πολύ μουσική στο αυτοκίνητο, πάρα πολύ Σαββόπουλο και Χατζιδάκι και μιλάγαμε πολύ. Θυμάμαι όποτε φεύγαμε από μια ταινία, παράσταση ή από ένα τραπέζι με φίλους πάντα συζητάγαμε για αυτά που ειπώθηκαν. Εγώ είχα πάντα πολλές απορίες και θυμάμαι τη μαμά μου να λέει «Είναι ευτυχία να έχει κανείς τόσες απορίες». Είναι μια αποδοχή αυτό. Είσαι αυτό που είσαι και το αγκαλιάζω. Αυτό μου είπαν ουσιαστικά.