Υπάρχει μια φωτογραφία από τα χρόνια της νιότης του Ward Landrigan, όπου στέκεται δίπλα στην Elizabeth Taylor. Εκείνη σηκώνει το χέρι της στο πλήθος, επιδεικνύοντας περήφανα το τεράστιο διαμάντι της, ενώ ο Landrigan δεν κοιτάζει την ίδια αλλά την πέτρα, απορροφημένος από το αντικείμενο, με τη γνωστή του ανυπομονησία να τελειώσει η συνέντευξη Τύπου και να επιστρέψει στο σπίτι του. Ήταν πάντα έτσι: άνθρωπος των κοσμημάτων, αλλά και άνθρωπος της οικογένειας.
Ο Ward Landrigan, που έφυγε από τη ζωή την Κυριακή, 9 Νοεμβρίου σε ηλικία 84 ετών, είχε μια καριέρα γεμάτη λάμψη, πάθος και αφοσίωση. Το ενδιαφέρον του για τα κοσμήματα γεννήθηκε τυχαία, όταν, προσκοπάκι ακόμα, ανέλαβε μια καλοκαιρινή εργασία σε ένα τοπικό κοσμηματοπωλείο του New Jersey. Δεν ήταν ακριβώς δική του επιλογή, αλλά προσκοπική αποστολή. Εκεί άναψε η σπίθα που θα καθόριζε τη ζωή του. Μέχρι τα 24 του χρόνια είχε ήδη αναλάβει τη διεύθυνση του τμήματος κοσμημάτων στον ιστορικό οίκο Sotheby’s και εκεί γνώρισε την Elizabeth Taylor.
Ήταν αυτός που της πούλησε το περίφημο διαμάντι Krupp. «Ήταν το πρώτο μεγάλο δαχτυλίδι που πούλησα σε δημοπρασία», είχε δηλώσει ο ίδιος στο Town & Country το 1995. Θυμόταν μάλιστα πως το παρέδωσε αυτοπροσώπως στην ηθοποιό. «Άνοιξε την πόρτα ο Richard Burton», είχε πει με χιούμορ.
Στον Sotheby’s γνώρισε επίσης τη Judith, που εργαζόταν στο τμήμα δημοσίων σχέσεων. Εκείνη θα γινόταν αργότερα η σύζυγός του και μητέρα των δύο παιδιών τους, του Nico και της India.
Στον οίκο Sotheby’s ο Landrigan άκουσε για πρώτη φορά τα ονόματα δύο εμβληματικών μορφών της υψηλής κοσμηματοποιίας: του Fulco di Verdura και της Suzanne Belperron. Αυτά τα ονόματα θα σημάδευαν την πορεία του.
Αγόρασε την επιχείρηση του Verdura, του Σικελού κόμη που δημιούργησε κοσμήματα για τη Coco Chanel, τη Greta Garbo, τη Marlene Dietrich, τη Babe Paley, και τους Cole και Linda Porter και επανέφερε στη μόδα τα Maltese cross cuffs και τα curb link βραχιόλια, κάνοντάς τα και πάλι αντικείμενα πόθου για μια νέα γενιά. Βλέπετε, ο Landrigan ήταν μεγάλος θαυμαστής του Fulco di Verdura και στόχος του ήταν να διαφυλάξει την κληρονομιά του οίκου. Για τον λόγο αυτό δεν βασίστηκε μόνο σε προηγούμενα σχέδια του Verdura αλλά συχνά χρησιμοποιούσε και τους ίδιους δημιουργούς κοσμημάτων που χρησιμοποιούσε και ο κόμης, για να διασφαλίσει αισθητική συνέχεια.
Το 1999 απέκτησε και τα δικαιώματα των σχεδίων της Suzanne Belperron, με το όνειρο να αναστήσει τον οίκο όπως είχε κάνει με τον Verdura. Το όνειρο αυτό πραγματοποιήθηκε το 2015, όταν τη νέα εποχή της Belperron ανέλαβε ο γιος του, Nico.
Όσοι επισκέπτονταν τα γειτονικά σαλόνια των Verdura και Belperron στον 12ο όροφο της Fifth Avenue, στο νούμερο 745, συχνά τους έβρισκαν εκεί -πατέρα και γιο- να εργάζονται πλάι πλάι, συνεχίζοντας δύο παράλληλες κληρονομιές, αλλά και χτίζοντας τη δική τους.
«Ο πατέρας μου, σύμφωνα με τα δικά του λόγια, ήταν ο πιο απίθανος άνθρωπος που θα μπορούσε να καταλήξει να ηγηθεί δύο θρυλικών οίκων κοσμημάτων. Εξαιρετικός με τρόπους που δεν μπορώ καν να μετρήσω, όποιος είχε την τύχη να τον συναντήσει θα έλεγε ότι αυτό που τον ξεχώριζε πραγματικά ήταν η ζεστασιά, το χιούμορ και η ταπεινότητά του», είπε ο Nico Landrigan.
«Ίσως μόνο η αγάπη του για την οικογένειά του να ξεπερνούσε τη χαρά που ένιωθε στη ζωή του, ως φύλακας των οίκων Verdura και Belperron σε μια νέα εποχή. Πολλοί θα τον θυμούνται ως σπουδαίο αφηγητή και οραματιστή κοσμημάτων, αλλά η οικογένειά μου κι εγώ θα τον θυμόμαστε ως τον πιο στοργικό σύζυγο, πατέρα και παππού».
Για όσους ασχολήθηκαν με τον κόσμο της κοσμηματοποιίας, ο Ward Landrigan υπήρξε δάσκαλος. Οι άνθρωποί του αλλά και όσοι μαθήτευσαν στο πλευρό του τον περιέγραφαν ως γενναιόδωρο, υπομονετικό, με πάθος για την τελειότητα. Από αυτούς που άφηναν πίσω τους όχι απλώς έργο, αλλά παράδειγμα ζωής. Άφησε πίσω του τη σύζυγό του, Judith Landrigan, την κόρη του, India Bayley, τον γιο του, Nico Landrigan, και τα πέντε εγγόνια του.
