Ανέκαθεν η ιστορία της τέχνης και της συλλογής είχε αυτήν την ικανότητα να ξεκινά από το πιο απροσδόκητο σημείο. Για παράδειγμα, ένα δείπνο σε ένα διαμέρισμα του Παρισιού στα τέλη της δεκαετίας του 1980. Εκείνη τη βραδιά, η Pauline Karpidas, με την αβίαστη γοητεία και το στυλ της, πλησίασε τον Ελβετό σχεδιαστή Mattia Bonetti. Είχε ήδη θαυμάσει τη δουλειά του, που μεταμόρφωνε τους εσωτερικούς χώρους σε φαντασιακούς κόσμους κι έτσι, ζήτησε από έναν κοινό τους φίλο να τους φέρει σε επαφή με σκοπό την ανάθεση ενός έργου. Η συμφωνία οδήγησε στη δημιουργία ενός τιγρέ χαλιού, για την κρεβατοκάμαρα του διαμερίσματος της Karpidas στο Λονδίνο, μια μοναδική δημιουργία του Bonetti και της συνεργάτιδάς του, Élisabeth Garouste.
Το αποτέλεσμα εκείνου του πρώτου χαλιού ήταν μαγευτικό: ένα τιγρέ μοτίβο, που δεν είχε την ακινησία ενός τρόπαιου αλλά την ενέργεια και την παρουσία ενός ζωντανού ζώου. Τα χρώματα θύμιζαν τα τολμηρά animal-print των δεκαετιών του 1930, τους χώρους που δημιούργησαν ο Jean-Michel Frank ή η Syrie Maugham για την Elsa Schiaparelli. Από αυτή τη φαινομενικά τυχαία παραγγελία ξεκίνησε μια σχέση που θα διαρκούσε δεκαετίες, χαράσσοντας μια ιδιαίτερη πορεία στον κόσμο της σύγχρονης διακόσμησης και της συλλεκτικής κουλτούρας.
Η ιστορία της Karpidas μοιάζει με καθρέφτη για την ελληνική εφοπλιστική παράδοση των συλλεκτών. Από τον Γιώργο Εμπειρίκο στη Λωζάνη έως τον Φίλιππο Νιάρχο στη Νέα Υόρκη, η πράξη της συλλογής έργων τέχνης δεν ήταν μόνο μια υπόθεση αισθητικής, αλλά ένα είδος οικογενειακής μυθολογίας που κληροδοτούνταν από πατέρα σε παιδί ή από σύζυγο σε σύζυγο και συχνά κατοικούσε σε σπίτια που έμοιαζαν με άτυπα μουσεία.

