ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Πάνος Μουζουράκης – Σε πρώτο Ενικό: «Ό,τι θέλεις πάρα πολύ, γίνεται» 1

Ένα λάιφ στόρι έμπνευση, για όποιον έχει θύρες ανοιχτές, σε αφήγηση του Πάνου Μουζουράκη ο οποίος μας διηγείται την πορεία που ακολούθησε ώσπου να φτάσει να γίνει η καλύτερη μέχρι στιγμής εκδοχή του εαυτού του.

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

ΦΩΤΟΓΡΑΦΟΣ ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΠΑΝΤΑΗΣ ΒΙΝΤΕΟΓΡΑΦΟΣ ΑΝΤΩΝΗΣ ΛΟΥΤΣΕΤΗΣ

Ο επιμένων νικά υποστηρίζει στον παραπάνω τίτλο ο Πάνος Μουζουράκης. Γι’ αυτό κι εγώ θα αρχίσω την εισαγωγή αυτή, όπως την είχα αρχικά σκεφτεί εστιάζοντας στην πιο πυρηνική υπόστασή του. Προτού μεσολαβήσουν διάφορα τεχνικά κωλύματα που μετέφεραν τη δημοσίευση της συνέντευξης από το καλοκαίρι, όπως ήταν ο αρχικός προγραμματισμός, στην καρδιά του χειμώνα κι ενώ εν τω μεταξύ πρόλαβαν να γεννηθούν και να πεθάνουν σημαντικοί για τον ίδιο (και όχι μόνο) άνθρωποι. Όπως το δεύτερο παιδί του και ο δάσκαλος της μισής του ζωής τουλάχιστον, ο Διονύσης Σαββόπουλος. Τούτων λεχθέντων, θα σας πω αυτό που εξαρχής είχα σκεφτεί - που είναι το πρώτο που νιώθω όταν βλέπω ή σκέφτομαι τον Πάνο Μουζουράκη – πως, ναι, είναι ένας από τους τρεις ανθρώπους για τους οποίους θα έβαζα χωρίς δεύτερη σκέψη το χέρι μου στη φωτιά.

Μέσα από τα όσα μας είπε «Σε Πρώτο Ενικό» για ΤΟ ΒΗΜΑ/ GRACE νιώθω ότι πετυχαίνω έναν ρομαντικό στόχο που είχα θέσει από την αρχή για το αποτέλεσμα αυτής της συνέντευξης. Να δουν, δηλαδή, όσοι διαβάσουν την ιστορία ζωής του 46χρονου καλλιτέχνη τον ίδιο όπως πραγματικά είναι, αφιλτράριστο και αληθινό. Για το σύμπαν και την κοσμοθεωρία του Πάνου Μουζουράκη, για τις μουσικές επιρροές του, για το πώς έχει ενσωματώσει στη φιγούρα του στη σκηνή τον Σιδηρόπουλο, τον Williams, τον Σαββόπουλο, τον Marley, τον Έλβις και τον Παπάζογλου, για τους ηθικούς του κώδικες, για το πόσο καλός φίλος είναι, για το πόσα βαρίδια έχει με τον καιρό παλέψει να πετάξει από πάνω του και για το πόσο φως κρύβει μέσα του θα μπορούσα να γράφω για ώρες. Θα σταματήσω εδώ για να σας αφήσω να απολαύσετε (σε λίγο, όχι ακόμα) τη δική του προσωπική αφήγηση.

Πιτσιρικάς ήμουν ένα πολύ μαζεμένο παιδάκι, πολύ κλειστό στην επικοινωνία του, με δυσκολία στο να δημιουργήσει φιλίες και σχέσεις.

Πριν όμως από αυτό, θα σας εκμυστηρευτώ κάτι που πάντα πίστευα όταν τον άκουγα να τραγουδάει σε μουσικές σκηνές. Κάτι που πάντα εισέπραττα όταν τον αφουγκραζόμουν να ερμηνεύει τραγούδια, κυρίως τότε διασκευές τις οποίες (μπέσα) ερμηνεύει σε αρκετές των περιπτώσεων καλύτερα από τις πρώτες, θρυλικές ενίοτε, εκτελέσεις. Μιλάω για μια ιδιότητα τόσο μαγική όσο το χάρισμα του Τζόρνταν (ή του, δικού μας, Γκάλη) να «περπατάει» όπως έλεγαν στον αέρα, την οποία έχω εντοπίσει στον Πάνο Μουζουράκη, o οποίος μπορεί να κάνει, μέσα από τα σύμφωνα και - κυρίως - τα φωνήεντα των στίχων που τραγουδά με πάθος και αυθεντικότητα, τον χρόνο για λίγο να διαστέλλεται. Δημιουργώντας άθελά του μια σπάνια ρωγμή στο τώρα γεμάτη αλήθεια, συναίσθημα, αγάπη, η οποία κάνει τον Νταλί να χαμογελά με την καρδιά του και τον Τ. Ρόμπινς να λέει ως Τρυποκάρυδος ένα ευτυχισμένο «μιαμ».

Όποιος μπορεί να κοιτάξει τον Πάνο Μουζουράκη και να δει αυτό που πολλοί άλλοι έχουμε δει, θα είναι πολύ τυχερός γιατί σίγουρα θα αρχίσει να υποψιάζεται πως, καμιά φορά, μέσα σε αυτήν τη σκοτεινή - πολλές φορές - ζωή που ζούμε, υπάρχει ελπίδα. Αυτή, ας πούμε, η ελπίδα την οποία περιγράφει στο τραγούδι του «Στόχος» που, αν το ακούσει κανείς προσεκτικά, αυτή θα είναι για εκείνον, όπως ο ίδιος γράφει στον τελευταίο στίχο του «Στόχου», μια – καλή – αρχή. Συνοψίζοντας, παρακάτω το κείμενο της συνέντευξης σε «απαγγελία» από τον ίδιο τον Πάνο Μουζουράκη, στον οποίο θα πω, χρησιμοποιώντας λόγια δικά του, «Πάνο, τώρα αυτό πώς να στο πω; Αφήνω να ακουστεί η ομορφιά στη σιωπή».

*Πιτσιρικάς ήμουν ένα πολύ μαζεμένο παιδάκι, πολύ κλειστό στην επικοινωνία του, με δυσκολία στο να δημιουργήσει φιλίες και σχέσεις. Ευγενικός, παραχωρούσα πάντα τη θέση μου στο παιχνίδι, αισθανόμενος λίγο ότι μπορεί να το χαλάσω κιόλας αν δεν ήξερα σωστά τους κανόνες. Αυτό νομίζω είχε να κάνει με τη μεταφορά από Ελβετία - Ελλάδα και με το γεγονός ότι η μαμά μου έκανε πολύ καλή δουλειά στο να μεγαλώσει ένα πολύ ταπεινό, σεμνό παιδί. Το οποίο κρατήσε μέχρι τα 14-15 τουλάχιστον.

*Έχω ένα μεγαλύτερο αδερφό, τον Μανώλη και έναν μικρότερο, τον Νικόλα. Είμαι το παιδί σάντουιτς. Ήταν ωραίο να έχεις παρέα, να έχεις άτομα συνέχεια να παίζετε, να ανακαλύπτετε μαζί. Μεγαλώσαμε στη Θεσσαλονίκη, στην Τούμπα, ακριβώς δίπλα στο γήπεδο του ΠΑΟΚ.

Επειδή ήμουν ένα παιδί αρκετά κλειστό, ήμουν λίγο σαν παρατηρητής. Παρατηρούσα να καταλάβω τους ανθρώπους, να δω πώς πρέπει κι εγώ να λειτουργήσω μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύνολο, το οποίο με έκανε πάρα πολύ καλό ακροατή.

*Λίγο πριν έρθουμε στην Ελλάδα, ο μπαμπάς μου είχε αγοράσει το πρώτο CD player που αποκτήσαμε στην οικογένεια, το οποίο ήταν για εμάς, «ουάου, τι είναι αυτό το πράγμα που ανοίγει το πορτάκι - βζζζζ - και βάζεις μέσα το δισκάκι και – βζζζ - ξαναμπαίνει μέσα και με ένα laser, το οποίο αχνοφαινόταν μέσα από το ημιδιάφανο τζάμι, έπαιζε αυτή η μουσική. Το πρώτο CD που πήραμε ήταν μια συλλογή που είχε μέσα από Falco μέχρι Modern Talking και νομίζω είχε και λίγο Michael Jackson. Τέλος πάντων, είχαμε ένα CD player και ένα CD. Το είχαμε πάρει από Ελβετία και το ’87, όταν ήρθαμε Ελλάδα, δεν είχε γίνει ακόμα ευρέως γνωστό το CD, οπότε για πολύ καιρό ακούγαμε αυτό το ίδιο CD, το οποίο βέβαια είναι και κάτι που χαρακτήριζε όλη τη γενιά μας, γιατί τότε δεν υπήρχε αυτή η υπερπληροφόρηση, η μαζική δημιουργία και η μουσική εκτιμόταν διαφορετικά. Έπαιρνες έναν δίσκο, τον έλιωνες και διάλεγες εσύ ποιο είναι το αγαπημένο σου τραγούδι. Δεν το διάλεγαν για σένα τα ραδιόφωνα, οι λίστες ή τα trends. Ήταν η δική σου κριτική σκέψη και το προσωπικό σου γούστο που σε «σκάλωνε» και σε συνέδεε με μια μελωδία ή έναν στίχο.

*Επειδή ήμουν ένα παιδί αρκετά κλειστό, ήμουν λίγο σαν παρατηρητής. Παρατηρούσα να καταλάβω τους ανθρώπους, να δω πώς πρέπει κι εγώ να λειτουργήσω μέσα σε αυτό το κοινωνικό σύνολο, το οποίο με έκανε πάρα πολύ καλό ακροατή. Οπότε, όταν σε μια επόμενη φάση στην εφηβεία άρχισα να είμαι πιο εύκολος στις κοινωνικές συναναστροφές μου, έγινα ένας άνθρωπος στον οποίο ερχόταν πολύς κόσμος να τα πει γιατί ήξερε ότι θα ακούσει χωρίς να κρίνει ή χωρίς σώνει και καλά να συμπληρώσει κάτι. Νομίζω ότι ήμουν ένας έφηβος σύγχρονος ψυχαναλυτής, χωρίς να δίνω συμβουλές, το οποίο όμως βοήθησε πολύ στην προσωπική μου ανάπτυξη και στο να προσπαθώ να αυτοδιαγνώσω - αυτοψυχαναλύσω τον εαυτό μου, το οποίο δεν είναι πάντα το πιο σωστό πράγμα να κάνεις.

*Στην πλατεία Ναυαρίνου που μαζευόμασταν και βγάζαμε τις κιθάρες και παίζαμε μουσικές στον δρόμο, οι μεγάλες επιρροές ήταν - από Ελλάδα μεριά - Σιδηρόπουλος, Σαββόπουλος, Κατσιμιχαίοι, Τρύπες, Ξύλινα Σπαθιά, Μικρούτσικος, Μαχαιρίτσας, Τσακνής. Και η λίστα συνεχίζεται με Παπάζογλου σε πιο εντεχνολαϊκό. Τότε είχε αρχίσει να «σκάει» και ο Μάλαμας οπότε ήταν και αυτή μια υπέροχη επιρροή που πέρασε στα εφηβικά μας χρόνια. Από ξένο ρεπερτόριο Bob Dylan μέχρι Zeppelin. Αργότερα, στα 20 κάτι μου, ανακάλυψα Pink Floyd και μπήκα σε άλλα μονοπάτια. Με ακολούθησε μέχρι την εφηβεία μου εννοείται κι ακόμα με ακολουθεί ο Elvis Presley, ο Chuck Berry, ο Buddy Holly και όλη αυτή η μουσική γενιά, στην οποία ουσιαστικά με σύστησε ο αδερφός μου. Ο μεγάλος μου αδερφός ήταν γενικότερα οι μουσικές μου επιρροές. Από τα 60s της Αμερικής μέχρι το rock 'n' roll της Ελλάδος. Και ο Νικόλας, ο μικρός αδερφός μου, έπαιξε ρόλο στα ακούσματά μας στην εφηβεία του, που μας έφερε από τις δικές του παρέες reggae, System of a Down και πολύ ρεμπέτικο.

Την πρώτη μέρα που εμφανίστηκα μπροστά σε κόσμο ανέβασα τριανταεννιά και εννιά πυρετό, χωρίς να έχω ίωση, χωρίς να έχω τίποτα. Ήταν από το άγχος και μόνο, από την πίεση της έκθεσης.

*Κάποια στιγμή, εκεί που έπαιζα με μια κιθάρα σε ένα πεζούλι στη Θεσσαλονίκη, πέρασε ο Γιώργος ο Γκάγκας, γνωστός ως Φρανσουά, που ενορχήστρωνε, έστηνε μπάντες και έπαιζε τότε σε όλες τις μπουάτ της πόλης - και ακόμα είναι φίλος και θρύλος - και μου λέει, «να σου πω πιτσιρικά, στήνω μια καινούρια μπάντα, μήπως θα σε ενδιαφέρε να πληρώνεσαι για αυτό που κάνεις;». Λέω, «φυσικά». Δεν θεωρούσα μέχρι τότε ότι θα ήμουν αρκετά καλός για να μπω σε μαγαζί και μάλλον όντως δεν ήμουν αρκετά καλός γιατί δύο εβδομάδες μετά με έδιωξε. Έναν μήνα μετά όμως με ξαναπήρε γιατί κάτι του έκανε το φιλότιμό μου. Μου λέει, «θες δουλειά ακόμα αλλά, ρε μπαγάσα, δεν θα αφήσω τους άλλους να με επηρεάσουν στο να σε διώξω». Τη μέρα που μου είπε ότι θα πρέπει να διακόψουμε τη συνεργασία, με πραγματική ευγνωμοσύνη κι ενώ εκείνη την ώρα κατέρρεε ένα όνειρο μπροστά μου, του είπα, «σε ευχαριστώ πάρα πολύ πάντως για αυτήν την εμπειρία και για την ευκαιρία που μου έδωσες και να ξέρεις ότι το εκτιμώ πάρα πολύ και ήταν μεγάλο μάθημα». Γιατί 17 χρονών ήμουν, εγώ μέχρι τα 14 νόμιζα ότι θα γίνω λογιστής. Αυτό που είπα, κατά κάποιο τρόπο, εκτιμήθηκε. Και εκείνη την ώρα γυρνάει και μου λέει, «μην αλλάξεις ποτέ αυτό που είσαι», το οποίο δεν ξέρω αν είναι καλή ή κακή συμβουλή αλλά φαντάζομαι εννοούσε ένα πολύ ωραίο και φωτεινό κομμάτι που μπορεί να είδε εκείνη τη στιγμή μέσα μου. Οπότε αυτό το πράγμα δούλεψε στο κεφάλι του και έναν μήνα μετά ήρθε και μου είπε, «πάμε να προσπαθήσουμε ξανά». Αυτό. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία.

*Την πρώτη μέρα που εμφανίστηκα μπροστά σε κόσμο ανέβασα τριανταεννιά και εννιά πυρετό, χωρίς να έχω ίωση, χωρίς να έχω τίποτα. Ήταν από το άγχος και μόνο, από την πίεση της έκθεσης. Ένα παιδάκι το οποίο μέχρι πριν δύο χρόνια δεν μιλούσε σε κανέναν, ήταν στη γωνία μόνο του και, ok, άρχισε να γίνεται λίγο πιο ανοιχτό αλλά ξαφνικά βρέθηκε πάνω σε μια σκηνή μπροστά σε ένα μικρόφωνο. Τριανταεννιά κι εννιά πυρετό και - παφ, παφ, παφ (σ.σ. αναπαριστά την κίνηση με το χέρι του να χτυπάει το πόδι του ρυθμικά), προσπαθώντας να κρατήσω τον ρυθμό μου με την μπάντα, είχα μελανιάσει το μπούτι μου εδώ με το χέρι. Και πολύ καρδιοχτύπι, πολύ άγχος.

*Το ‘96 ήταν η πρώτη μου εμφάνιση στο «Εν Ελλάδι». Μετά γύρισα όλα τα μαγαζιά της Θεσσαλονίκης. Λίγο πριν φύγω φαντάρος, έκανα και μια «θητεία» δύο καλοκαίρια στην Αλεξανδρούπολη. Και όταν απαλλάχθηκα από τα στρατιωτικά μου καθήκοντα, κατέβηκα κατευθείαν Αθήνα, 2001-2002, με τότε 300 ευρώ στην τσέπη, ένα Datsun του 1980 και, ευτυχώς, μια πολύ καλή - ακόμα και τώρα – φίλη που πρόσφερε τη στέγαση και τη φιλοξενία μέχρι να ορθοποδήσω, κάτι που μου πήρε κανένα - δύο χρόνια.

*Από τα χρόνια στον «Σταυρό του Νότου» μού έχουν μείνει κατ’ αρχάς πάρα πολύ καλοί φίλοι. Με τον Γιώργο Μυλωνά είμαστε και πολύ κοντά πατεράδες, οπότε κάνουν πολύ καλή παρέα και τα παιδάκια μας. Μου έχει μείνει, επίσης, ο Απόστολος Βαλαρούτσος, ο Βαγγέλης Ασημάκης. Πολύ ωραία χρόνια και πολύ ωραίο το συναίσθημα. Και επειδή ξαναέγινε τώρα τελευταία που μαζευτήκαμε και παίξαμε στον «Σταυρό», ήταν λες και σχίστηκε ο χωροχρόνος και για δύο ώρες πέρασες μέσα και έβλεπες από κάτω τους ίδιους ανθρώπους που έβλεπες τότε, οι οποίοι σε καμία συναυλία μου δεν έχουν έρθει. Έρχονταν τότε για τα «Παράθυρα με θέα», για αυτό το δέσιμο. Ήταν μια ομάδα με άτομα τόσο διαφορετικά το ένα από το άλλο και όμως, είχαμε τόση αγάπη και τόσο σεβασμό. Ήταν τόσο ωραίο που δεν υπήρχε ανταγωνισμός. Νομίζω ότι μεγάλος καταλύτης σε αυτήν την παρέα ήταν ο Βαγγέλης Ασημάκης, ο οποίος με το ειλικρινές του χιούμορ και την αφοπλιστική, γεμάτη αγάπη, αυθάδειά του, σε έκανε να νιώθεις ότι τα πράγματα είναι πάρα πολύ ωραία όλη την ώρα και ότι δεν χρειάζεται να αγχώνεσαι.

*Ο πρώτο μου δίσκος, το «Μάντεψε ποιος», ήταν αφιερωμένος στην μαμά μου και στον μπαμπά μου. Και για αυτόν το δίσκο ζήτησα δανεικά από τους γονείς μου. Δανεικά και αγύριστα. Αλλά ήταν επειδή είχα να ζητήσω λεφτά από το σπίτι από τα 17 μου.

Ακόμα μου κάνει εντύπωση το πώς δουλεύει ο Χριστόφορος (σ.σ. Παπακαλιάτης). Γιατί θέλει τρομερή μαεστρία και αυτοκυριαρχία να είσαι υπεύθυνος για τόσα πολλά πράγματα και να είσαι πάντα ψύχραιμος.

*Η δύναμη της τηλεόρασης ήταν τεράστια. Σκέψου ότι, σε εκείνη τη φάση, ήδη ήμουν στη House Band στον «Σταυρό του Νότου» από το 2002 και το “Singles” ήταν 2007, πέντε χρόνια αργότερα. Και, ενώ υπήρχε μια ok αναγνωρισιμότητα στον δρόμο, «α, ο τύπος που τραγουδάει στο ΣτΝ», ξαφνικά αυτό γιγαντώθηκε χωρίς να γίνει «ο Μουζουράκης». Ήταν ο «Τζάμπα», ο χαρακτήρας που έπαιζα στους “Singles”. Και, εντάξει, θυμάμαι να το αγκαλιάζω με χαρά. Το οποίο γιγαντώθηκε ακόμα πιο πολύ με τους «4», που το έβλεπαν και άλλες ηλικίες. Και μπαίνω ξαφνικά στη φάση που πάω φούρνο να αγοράσω ψωμί και είναι η γιαγιά που μου λέει «Αχ, τι ωραίος που είσαστε!», - αυτό ήταν από τα πιο ωραία κομπλιμέντα που μου έχουν κάνει και το έχω πάρει από δύο τρεις ανθρώπους - «Εσάς όταν σας βλέπουμε είστε σαν να ‘στε μέσα στο σπίτι μας, σαν να είστε δικός μας άνθρωπος».

Τα χρόνια στην Αμερική με έμαθαν πως ό,τι θέλεις πάρα πολύ γίνεται. Πως δεν υπάρχουν εμπόδια. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Ζήτα και θα σου δοθεί. Και μην βασίζεσαι πάνω σε άλλους ανθρώπους - όχι μην εμπιστεύεσαι.

*Ακόμα μου κάνει εντύπωση το πώς δουλεύει ο Χριστόφορος (σ.σ. Παπακαλιάτης). Γιατί θέλει τρομερή μαεστρία και αυτοκυριαρχία να είσαι υπεύθυνος για τόσα πολλά πράγματα και να είσαι πάντα ψύχραιμος. Δεν έχω δει τον Χριστόφορο ποτέ να ξεσπάει μέσα στο σετ, την ώρα που σε πιέζει ο χρόνος γιατί μπορεί να έχει τραβήξει παραπάνω το γύρισμα, να μην έχουν βγει οι σκηνές, να μην έχουμε αρκετά λεπτά, να έχουμε μείνει πίσω παραγωγικά. Όλα τα πράγματα που μπορούν να πάνε στραβά, κάποια στιγμή θα πάνε. Το να είσαι όλη την ώρα κύριος, να μην αφήνεις την πίεσή σου να διαχέεται στους υπόλοιπους και να το διαχειρίζεσαι, αυτό είναι ένα από τα ταλέντα του Χριστόφορου που το ζηλεύω πολύ. Πέρα από το γράψιμο, τη σκηνοθεσία, την υποκριτική και τη μουσική επιμέλεια που κάνει, πλέον νομίζω εμπλέκεται πολύ και στην παραγωγή για να βγουν σωστά τα οικονομικά ώστε το αποτέλεσμα να είναι όσο πιο κοντά σε αυτό που φαντάστηκε. Αυτό ήταν ένα από τα πράγματα που μου έκανε εντύπωση. Από την άλλη, μου έκανε εντύπωση το πόσο γλυκός είναι γιατί είμαι τρομερά ευγνώμων για την ευκαιρία που μου έδωσε ο Χριστόφορος. Όταν μου ήρθε το τηλεφώνημα για την ακρόαση, κανονίσαμε ένα ραντεβού να διαβάσω μαζί του να δούμε αν «τα λέω ή αν δεν τα λέω». Εκείνη τη μέρα είχε χιονίσει στην Αθήνα τόσο που δεν κουνιόταν τίποτα. Εγώ ήμουν με ένα XT 350 του ’87 και λέω, «δεν γίνεται να το χάσω αυτό». Με παίρνει και μου λέει, «ας το ακυρώσουμε καλύτερα γιατί δεν...». Και του λέω, «όχι, όχι!». Κλείνω το τηλέφωνο, ανεβαίνω στο μηχανάκι και τσουλάω στους παγωμένους δρόμους της Αθήνας για να φτάσω από Παλαιό Φάληρο στο Ψυχικό. Φτάνω παγωμένος, κολώνα, χτυπάω το θυροτηλέφωνο και μου λέει, «δεν το πιστεύω». Κάνουμε την ανάγνωση και τα κάνω σκατά. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη. Αλλά, για κάποιον λόγο, νομίζω ότι εκτίμησε τόσο πολύ τη θέληση και αυτό που τράβηξα για να φτάσω εκεί, που δόθηκε και μια δεύτερη ευκαιρία, η οποία τελικά μου έδωσε τον ρόλο του «Άρη».

*Τα χρόνια στην Αμερική με έμαθαν πως ό,τι θέλεις πάρα πολύ γίνεται. Πως δεν υπάρχουν εμπόδια. Συν Αθηνά και χείρα κίνει. Ζήτα και θα σου δοθεί. Και μην βασίζεσαι πάνω σε άλλους ανθρώπους - όχι μην εμπιστεύεσαι. Μην περιμένεις ότι θα υπάρξει κάποιος που θα πάρει το όνειρό σου και επειδή σου χρωστάει το σύμπαν θα κάνει ο άλλος τη βρωμοδουλειά για εσένα. Πρέπει να κάνεις τη λάντζα, πρέπει να μείνεις πιστός στο όνειρό σου και όσο και να σου λένε ότι δεν γίνεται, ουσιαστικά σου λένε ότι δεν ξέρουν αυτοί πώς να το κάνουν. Δεν σημαίνει ότι δεν μπορείς να βρεις εσύ έναν άλλον τρόπο.

*Πώς είναι το να είσαι μπαμπάς; H αλήθεια είναι ότι πλέον κάθε επόμενη στιγμή γίνεται πιο σημαντική από την προηγούμενη.

Όταν γυρίσεις και πεις στο παιδί, «ντροπή αυτό», έστω και χαριτολογώντας, κάθισα και σκέφτηκα, εκείνη την ώρα, αλήθεια τι του μαθαίνεις; Το συναίσθημα της ενοχής και ουσιαστικά το πρώτο συναίσθημα το οποίο ένιωσε ο πρωτόπλαστος όταν εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο.

*Πολλές φορές συγκλίνουν πάρα πολλά σύμπαντα την ώρα που κρατάς το παιδί σου αγκαλιά. Μπαίνεις εσύ στη θέση του πατέρα σου, φαντάζεσαι πως ήταν όταν σε κρατούσε αγκαλιά ο δικός σου ο μπαμπάς. Ακούς πράγματα τα οποία σου είπαν και σένα και τα βλέπεις από μια διαφορετική οπτική γωνία.

*Όταν γυρίσεις και πεις στο παιδί, «ντροπή αυτό», έστω και χαριτολογώντας, κάθισα και σκέφτηκα, εκείνη την ώρα, αλήθεια τι του μαθαίνεις; Το συναίσθημα της ενοχής και ουσιαστικά το πρώτο συναίσθημα το οποίο ένιωσε ο πρωτόπλαστος όταν εκδιώχθηκε από τον Παράδεισο. Και επειδή για μένα η ενοχή είναι ένα «χερούλι» από το οποίο προσπαθώ να απαλλαγώ, είναι κάτι το οποίο δεν θα ήθελα να μεταδώσω στα παιδιά μου. Ή, όπως, άμα πεις στο παιδί, «ωχ, στο πήρα αυτό, τώρα είναι δικό μου», που το κάνουμε για να παίξουμε, ουσιαστικά του δείχνεις ότι αποδίδεις μεγάλη αξία σε ένα αντικείμενο και του μαθαίνεις ότι «άμα στο πάρω αυτό, εσύ πρέπει να αναστατωθείς», το οποίο συνδέει το συναίσθημα της αναστάτωσης με κάτι υλικό. Οπότε, άμα έρθει στα 16 και σου κάνει απεργία πείνας ή κλειστεί στο δωμάτιό της και ακούει Britney Spears όλη μέρα επειδή δεν της αγόρασες την καινούρια τσάντα που ήθελε, θα είναι κάτι το οποίο το έχεις προκαλέσει εσύ.

*Κάτι που θαυμάζω στη σύντροφό μου; Δεν ξέρω αν μπορώ να το πω ωριμότητα γιατί είμαι εγώ αρκετά ανώριμος. Αισθάνομαι ότι έχουμε τα ίδια επίπεδα ωριμότητας. Απλά η γυναίκα μου τα απέκτησε σε μια πολύ πιο νεαρή ηλικία από εμένα, οπότε είναι κάτι το οποίο μπορώ να το θαυμάσω λέγοντας, «κοίταξε να δεις, εμένα γιατί μου πήρε τόσο παραπάνω;». Έχει τρομερή διαχείριση και των συναισθημάτων της, που, καταλαβαίνεις, από μια πρώτη εγκυμοσύνη σε μια δεύτερη εγκυμοσύνη το τι μπορεί να δημιουργηθεί ορμονικά στις σκέψεις μιας γυναίκας, χωρίς να θέλω να το θέσω ως δικαιολογία. Έχω συναντήσει και ανθρώπους που δεν είναι καν γυναίκες - ή γυναίκες που δεν είναι καν έγκυες - που έχουν έτσι κι αλλιώς αυτές τις κυκλοθυμικές τάσεις αλλά έχω συναντήσει πολύ λίγους ανθρώπους που μπορούν να τις αναγνωρίσουν και να τις τιθασεύσουν. Καλά, αυτό είναι ένα από τα πολλά χαρίσματα που μπορώ να αναγνωρίσω πάνω της, απλά στο μυαλό μου ήρθε πρώτο αυτό, ίσως γιατί ήταν το τελευταίο πράγμα που θαύμασα σε εκείνη σήμερα το πρωί.

Με φαντάζομαι εκεί στα 55-56, έναν καλογυμνασμένο, καλοστεκούμενο, ελαφρά γκριζαρισμένο, γοητευτικό άντρα που δεν θα τον απασχολεί καθόλου η εικόνα του. Δεν θα τον απασχολεί καθόλου το τι θα φάει, όλα θα ρέουν αβίαστα. Θα είμαι πολύ ωραίος αλλά δεν θα με νοιάζει.

*Φαγητό στο οποίο δεν μπορώ να αντισταθώ; Nομίζω ότι από τη στιγμή που κατάφερα να κόψω το αλκοόλ, το οποίο ήταν από τις μεγαλύτερες μου απολαύσεις, μπορώ να αντισταθώ στα πάντα, αρκεί να μην πεινάω.

*Με φαντάζομαι εκεί στα 55-56, έναν καλογυμνασμένο, καλοστεκούμενο, ελαφρά γκριζαρισμένο, γοητευτικό άντρα που δεν θα τον απασχολεί καθόλου η εικόνα του. Δεν θα τον απασχολεί καθόλου το τι θα φάει, όλα θα ρέουν αβίαστα. Θα είμαι πολύ ωραίος αλλά δεν θα με νοιάζει.

*Αν αυτή τη στιγμή εμφανιζόταν μπροστά μου ο 18χρονος εαυτός μου και είχα 60 δευτερόλεπτα, θα του έλεγα: «Όλα θα πάνε καλά, μην ανησυχείς. Μπορείς να αποφύγεις κάποια πράγματα, αλλά επειδή θα σου δώσουν κάποια μαθήματα, θα σε αφήσω να πονέσεις. Απλά την ώρα που θα πονέσεις να θυμάσαι ότι όλα γίνονται για καλό σκοπό, για να μην το πάρεις τόσο βαριά. Θα σου έλεγα να μην κλειστείς τόσο πολύ μέσα στον εαυτό σου, να μην φοβηθείς τόσο πολύ και να μην αυτολογοκριθείς. Άφησε λίγο πιο ελεύθερο τον κόσμο να κάνει αυτό που καταλαβαίνει και ανάλαβε εσύ λίγο πιο πολύ τις ευθύνες σου. Μην βασίζεσαι πάνω σε άλλους να πραγματοποιήσουν τα δικά σου όνειρα. Και» - τελειώνει ο χρόνος, τελειώνει ο χρόνος, τι άλλο θα του έλεγα; - «αγάπα πιο πολύ τον εαυτό σου, απαλλάξου από τα “χερούλια” σου πιο γρήγορα γιατί τα κουβαλάμε πολύ καιρό τζάμπα και απλά χάνουμε χρόνο». Και, επίσης, «ό,τι θέλεις, γίνεται πραγματικότητα».

Ο Πάνος Μουζουράκης φιλοξενείται σε Πρώτο Ενικό στο Grace

Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

Exit mobile version