Θλίψη σκορπίζει στον χώρο του ελληνικού κινηματογράφου η είδηση του θανάτου του Άλκη Γιαννακά, που έφυγε από τη ζωή σε ηλικία 80 ετών, αφήνοντας πίσω του μια από τις πιο χαρακτηριστικές φιγούρες της χρυσής εποχής του σινεμά. Ο ηθοποιός που ενσάρκωσε όσο λίγοι το αρχέτυπο του «κακού παιδιού» με γοητεία και πάθος, υπήρξε για δεκαετίες σύμβολο αρρενωπότητας, ερωτισμού και μυστηρίου.
Ο Γιαννακάς ήρθε να καλύψει ένα κενό στον ελληνικό κινηματογράφο: εκείνο του γοητευτικού «κακού», του ωραίου και επικίνδυνου. Σε μια εποχή που οι ήρωες έπρεπε να είναι ευγενείς, τίμιοι και προβλέψιμοι, εκείνος εισήγαγε τον αντιήρωα – τον άντρα που γοητεύει, προκαλεί, αλλά ποτέ δεν εξημερώνεται. Από το «Ένας ντελικανής» (1963) έως το «Ρεμάλι της Φωκίωνος Νέγρη» (1965), επιβαλλόταν με την παρουσία του: με το βλέμμα του, με το περπάτημά του, με τη σιωπή του.
Ψηλός, σκοτεινός, αινιγματικός. Ένας τύπος που δεν έπαιζε απλώς τον ρόλο του “επικίνδυνου”, αλλά τον κουβαλούσε σαν δεύτερο δέρμα. «Ο ωραίος κακός του σινεμά» δεν ήταν τίτλος των περιοδικών· ήταν μια αλήθεια που το κοινό ένιωθε βαθιά. Ο Γιαννακάς δεν έπαιζε τον σέξι άνδρα, απλώς ήταν.




