Καθισμένη στα θεωρεία της Κνέσετ τον Οκτώβριο του 2025, η Miriam Adelson έλαμπε καθώς ο Donald Trump, την επαινούσε μπροστά σε ολόκληρο το ισραηλινό κοινοβούλιο για τη στήριξή της στο Ισραήλ και τις διπλωματικές της προσπάθειες. «Κοιτάξτε την εκεί, τόσο αθώα», είπε ο Trump. «Τη ρώτησα μια φορά: “Miriam, αγαπάς περισσότερο τις ΗΠΑ ή το Ισραήλ;” Αρνήθηκε να απαντήσει. Αυτό ίσως είναι ένα θέμα», πρόσθεσε, προκαλώντας αμήχανο γέλιο.
Κάποτε, η Adelson είχε δηλώσει ότι θα έπρεπε να προστεθεί «Το κατά Donald Trump Ευαγγέλιο» στη Βίβλο, για όλα όσα έχει προσφέρει ο αμερικανός πρόεδρος στους Εβραίους.
Στο λογαριασμό της Miriam βρίσκονταν 40.5 δισεκατομμύρια δολάρια, αλλά η πραγματική της δύναμη δεν μετριέται μόνο σε χρήμα. Η Adelson συνδυάζει οικονομική ισχύ, επικοινωνιακή επιρροή και πρόσβαση στα κέντρα λήψης αποφάσεων, από τον Λευκό Οίκο έως το NBA, παρακάμπτοντας τα ηθικά φρένα της δημόσιας σφαίρας.
H περιουσία της φτάνει τα 40,5 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την την 48η πλουσιότερη γυναίκα στον κόσμο και την πλουσιότερη Ισραηλινή.
Η γιατρός που έγινε η βασίλισσα του Βέγκας
Γεννημένη το 1945 στο Τελ Αβίβ, από γονείς που μετανάστευσαν από την Πολωνία, η Adelson εκπαιδεύτηκε ως γιατρός, με ειδίκευση στη θεραπεία εξαρτήσεων. Το 1991 παντρεύτηκε τον δισεκατομμυριούχο Sheldon Adelson, ο οποίος είχε μετατρέψει τη Las Vegas Sands σε αυτοκρατορία με θέρετρα στην Ασία και τις ΗΠΑ. Ήδη τότε, η Miriam κατείχε το μεγαλύτερο μερίδιο των μετοχών της εταιρείας. Η Adelson είναι επίσης εκδότρια της εφημερίδας Israel Hayom και, με την οικογένειά της, ιδιοκτήτρια της Las Vegas Review-Journal.
Μετά τον θάνατο του Sheldon το 2021, ανέλαβε τον έλεγχο της Las Vegas Sands, η οποία λειτουργεί μεγάλα καζίνο σε Λας Βέγκας, Σιγκαπούρη και Μακάο, και σύμφωνα με εκτιμήσεις του Αυγούστου 2025 η περιουσία της φτάνει τα 40,5 δισεκατομμύρια δολάρια, καθιστώντας την την 48η πλουσιότερη στον κόσμο και την πλουσιότερη Ισραηλινή.
Η πολιτική της επιρροή δεν είναι φαινομενική αλλά δομημένη με στρατηγική ακρίβεια: η Miriam Adelson και ο σύζυγός της έχουν δωρίσει πάνω από 600 εκατομμύρια δολάρια σε υποψήφιους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος από το 2015, συμπεριλαμβανομένων των τριών εκστρατειών του Trump. Επιπλέον, είχε πιέσει τον Trump να μεταφέρει την αμερικανική πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ και να αναγνωρίσει τον ισραηλινό έλεγχο στα Υψίπεδα του Γκολάν (Συρία), όπως και έκανε. Να σημειωθεί ότι καμία χώρα πέραν των ΗΠΑ δεν έχει αναγνωρίσει την περιοχή αυτή ως ισραηλινή.

«Η μεγαλύτερη προδοσία στην ιστορία του ΝΒΑ»
Η Miriam Adelson δεν περιορίζεται στην πολιτική ή στην αμερικανική εκλογική σφαίρα· η επιρροή της εκτείνεται πλέον και στον αθλητισμό. Από το 2023, σε σύμπραξη με τον γαμπρό της Patrick Dumont, απέκτησε τον έλεγχο των Dallas Mavericks. Από τότε, έχει επιδιώξει τη νομιμοποίηση του τζόγου στην πολιτεία του Τέξας, μια κίνηση που θα της επέτρεπε να επεκτείνει τη δραστηριότητα της Las Vegas Sands και να μετατρέψει τον αθλητισμό σε ακόμα ένα εργαλείο του ίδιου επιχειρηματικού οικοσυστήματος.
Υπό τη διοίκησή της, ο Luka Dončić, το πρόσωπο-σύμβολο της ομάδας και από τους πιο χαρισματικούς παίκτες της γενιάς μας, μεταφέρθηκε αιφνιδιαστικά στους Los Angeles Lakers με το πρόσχημα ότι «δεν φρόντιζε επαρκώς το σώμα του». Η απόφαση σόκαρε τον κόσμο του μπάσκετ και χαρακτηρίστηκε από τις μεγαλύτερες γκάφες στην ιστορία του ΝΒΑ. Το θέμα προκάλεσε μαζική οργή και θεωρήθηκε «προδοσία» εναντίον του Dončić.
Η διαχείριση της κρίσης υπήρξε εξίσου σκληρή: φίλαθλοι που διαμαρτυρήθηκαν, απομακρύνθηκαν από το γήπεδο. Άλλοι εκδιώχθηκαν επειδή φορούσαν μπλουζάκια με τη φωτογραφία της Adelson με κόκκινη μύτη κλόουν, ενώ όσοι φώναξαν για την αποπομπή του general manager οδηγήθηκαν εκτός γηπέδου.
Πίσω από τον θόρυβο, πολλοί είδαν ένα μοτίβο: η αμφιλεγόμενη απόφαση δεν ήταν απλώς αθλητική αλλά καθαρά στρατηγική. Για τους αναλυτές, η υπόθεση Dončić δεν ήταν λάθος, αλλά δοκιμή ισχύος, ένα βήμα προς τη μελλοντική μεταφορά της ομάδας στο Λας Βέγκας. Κάτι τέτοιο δεν έχει αποδειχθεί και παραμένει απλώς θεωρία.
Πώς στήριξε την εκλογή του Trump και πώς σχετίζεται με την τρομοκρατική επίθεση της 6ης Ιανουαρίου
Η Miriam Adelson διέθεσε 106 εκατομμύρια δολάρια στο Preserve America, μια εκλογική οργάνωση που συνέβαλε καθοριστικά στην εκλογή του στις τελευταίες εκλογές. Σύμφωνα με τον Trump, η Adelson «έχει κάνει περισσότερα ταξίδια στον Λευκό Οίκο απ’ οποιονδήποτε άλλον». Σε προεκλογική εκδήλωση, απευθυνόμενη σε Εβραίους ψηφοφόρους, η Adelson δήλωσε πως έχουν «ιερό καθήκον» να στηρίξουν τον Trump, «από ευγνωμοσύνη για όσα έχει ήδη κάνει και εμπιστοσύνη σε όσα πρόκειται ακόμη να κάνει».
Η στήριξη προς το Ρεπουμπλικανικό κόμμα δεν είναι καινούργια. Όσο ο άνδρας της ήταν εν ζωή, το ζεύγος συγκαταλεγόταν στους μεγαλύτερους δωρητές ομοσπονδιακών υποψηφίων, κομματικών οργανισμών και επιτροπών πολιτικής δράσης (super PACs), σύμφωνα με το Center for Responsive Politics. Το 2018, δώρισαν 10 εκατομμύρια δολάρια στο America First Action, που στη συνέχεια αποδείχθηκε ένας από τους βασικούς χρηματοδότες των 147 Ρεπουμπλικανών βουλευτών και γερουσιαστών που ψήφισαν για την ανατροπή του αποτελέσματος των εκλογών του 2020, στις 6 Ιανουαρίου 2021. Οι Adelson χρηματοδότησαν και άλλες οργανώσεις που στήριξαν πολιτικούς οι οποίοι αμφισβήτησαν την εγκυρότητα της εκλογικής ήττας του Trump.
Με άλλα λόγια, η χρηματοδοτική επιρροή της Miriam Adelson δεν περιορίστηκε σε αφηρημένες πολιτικές ή υπεράκτιες κινήσεις αλλά συνδέεται, πολύ κυριολεκτικά, με την όξυνση της αμερικανικής δημοκρατικής κρίσης, καθώς τα χρήματα και η στρατηγική της στήριξαν εκείνους που έσπρωξαν το πλήθος να εισβάλει στο Καπιτώλιο, αμφισβητώντας τη νομιμότητα των εκλογών. Η 6η Ιανουαρίου δεν ήταν ένα αποκομμένο επεισόδιο. Ήταν η κορύφωση της συστηματικής προσπάθειας των Adelson να μετατρέψουν οικονομική ισχύ σε πολιτική επιρροή, με πραγματικές, επικίνδυνες συνέπειες για τη δημοκρατία.
Η Miriam Adelson είχε υποσχεθεί να προσφέρει 100 εκατομμύρια δολάρια στον Donald Trump, εφόσον εκείνος υποστήριζε την κατάληψη της Δυτικής Όχθης από το Ισραήλ. Σε προεκλογική εκδήλωση με τίτλο Stop Antisemitism που πραγματοποιήθηκε στο ιδιωτικό γήπεδο γκολφ του Trump, η Adelson καυχήθηκε δημόσια πως «ο Trump αφήνει το Ισραήλ να κάνει ό,τι θέλει».
Η Miriam Adelson πραγματοποίησε τις πρώτες ουσιαστικές πολιτικές δωρεές λίγο μετά τον γάμο της με τον Sheldon, το 1991 και σύντομα εγκατέλειψε τη στήριξή της προς τους Δημοκρατικούς, τασσόμενη πλέον υπέρ των Ρεπουμπλικανών. Το ζεύγος υπήρξε από τους πρώτους μεγάλους δωρητές του Benjamin Netanyahu στην προεκλογική του εκστρατεία το 1996 για την πρωθυπουργία του Ισραήλ, ενώ το 2005 συνέβαλαν οικονομικά και στη δεύτερη ορκωμοσία του George W. Bush.
Η Adelson είχε στηρίξει επίσης την περσινή καταστολή των φιλοπαλαιστινιακών φοιτητικών κινητοποιήσεων, χαρακτηρίζοντας σε άρθρο της στο Forbes Israel τις διαδηλώσεις ως «αποτρόπαιες συναθροίσεις ριζοσπαστών μουσουλμάνων και ακτιβιστών του Black Lives Matter, υπερ-προοδευτικών και επαγγελματιών ταραχοποιών [...] τίποτε λιγότερο από πάρτι του δρόμου, οι οποίοι για μας θα έπρεπε να είναι νεκροί».
Παρά τα εκατομμύρια δολάρια που είχε διοχετεύσει σε super PACs για την ενίσχυση της προεδρίας του Trump, οι προσωπικές εντάσεις ήρθαν στο προσκήνιο το 2024, σύμφωνα με το βιβλίο του Michael Wolff All or Nothing. O ίδιος περιέγραψε τις πρώτες τους συναντήσεις ως απογοητευτικές: τη χαρακτήρισε «βαρετή» και «φλύαρη», εκφράζοντας δισταγμό να δεχτεί περαιτέρω συναντήσεις καθώς δεν πίστευε ότι θα έκανε νέες δωρεές.
Η κατάσταση επιδεινώθηκε μετά τη Ρεπουμπλικανική Εθνική Συνέλευση, όταν ο Trump έμαθε ότι η Adelson είχε προσλάβει προσωπικό που ήταν επικριτικό απέναντί του για τη λειτουργία του super PAC που στήριζε την εκστρατεία του. Ενοχλημένος, έστειλε μήνυμα στην Adelson, χαρακτηρίζοντάς την «εχθρό» για την πρόσληψη αυτών των ατόμων.
Μία από της σημαντικότερες φωνές του σιωνισμού σήμερα
Στο πολιτικό μέτωπο, η Miriam και ο Sheldon Adelson δεν περιορίζονταν σε απλές δωρεές· κατεύθυναν ολόκληρη στρατηγική πολιτικής και ιδεολογικής επιρροής. Υποστήριξαν οργανώσεις όπως το Foundation for Defense of Democracies, το Israeli American Council, το United Against Nuclear Iran και το Zionist Organization of America, όλες εκφράσεις υπερεθνικιστικών και σκληρά συντηρητικών πολιτικών θέσεων. Μέσω της Republican Jewish Coalition, στην οποία ο Sheldon συμμετείχε ενεργά στο διοικητικό συμβούλιο, έθεσαν τις βάσεις για την κατεύθυνση της πολιτικής ατζέντας της αμερικανικής δεξιάς σε θέματα εξωτερικής πολιτικής και του ισραηλινού ζητήματος.
Οι Adelson δεν περιορίστηκαν στην ιδεολογική επιρροή· χρηματοδότησαν ενεργά εκστρατείες κατά του κινήματος μποϊκοτάζ (Boycott, Divestment, Sanctions), υπονομεύοντας διεθνείς προσπάθειες για πίεση στο Ισραήλ όσον αφορά τα παλαιστινιακά εδάφη. Μέσα από το Maccabee Task Force, έριξαν πάνω από 70 εκατομμύρια δολάρια για να διαμορφώσουν τη νεολαία και την ακαδημαϊκή κοινότητα υπέρ του Ισραήλ και κατά των παλαιστινιακών δικαιωμάτων, δημιουργώντας μια προπαγανδιστική μηχανή που επηρεάζει κολλέγια και πανεπιστήμια, ακόμη και την αντίληψη των νέων για τον πόλεμο, την κατοχή και τη διεθνή νομιμότητα.
Το 2021, η Adelson υποστήριξε την προεδρική χάρη για τον Aviem Sella, Ισραηλινό κατάσκοπο που είχε κατηγορηθεί για κατασκοπεία στις ΗΠΑ. Η πολιτική της δράση εκτείνεται και στην Παλαιστίνη: δώρισε 25 εκατομμύρια δολάρια στη ιατρική σχολή του Ariel University στη Δυτική Όχθη και 6 εκατομμύρια σε εθελοντικές οργανώσεις που υποστηρίζουν εποίκους στην ίδια περιοχή, ενισχύοντας την ισραηλινή κατάληψη παλαιστινιακών εδαφών.
Με τον σύζυγό της, υποστήριζαν το American Israel Public Affairs Committee, μέχρι το 2007 όταν η οργάνωση παρείχε οικονομική βοήθεια προς τους Παλαιστίνιους. Σημαντική ήταν η στήριξή τους στην Republican Jewish Coalition, με τον Sheldon να υπηρετεί στο Διοικητικό Συμβούλιο πριν πεθάνει.
Η ρήξη με τον Netanyahu
Η προσωπική ζωή της Miriam Adelson δεν είναι λιγότερο περίπλοκη από την πολιτική της επιρροή. Η ρήξη της Miriam Adelson με τον Benjamin Netanyahu και κυρίως με τη Sara Netanyahu ξεκίνησε γύρω στο 2019. Η Miriam θεωρούσε ότι η Sara ασκούσε αδικαιολόγητη επιρροή πάνω στις πολιτικές αποφάσεις του Netanyahu και εκμεταλλευόταν τη θέση της για προσωπικά οφέλη. Σύμφωνα με καταθέσεις της Adelson στο δικαστήριο για τη δίκη διαφθοράς του Netanyahu το 2024, η Sara πίεζε την Miriam να της προσφέρει δώρα και ευνοϊκή δημοσιότητα για την ίδια και τον σύζυγό της, ζητήματα που η Adelson θεώρησε «ακατάλληλα και παρεμβατικά».
Η αντιπαράθεση δεν ήταν μόνο προσωπική· είχε και πολιτικές διαστάσεις. Η Miriam, ως ισχυρή δωρήτρια και influencer στις δεξιές και ισραηλινο-αμερικανικές πολιτικές σφαίρες, διαπίστωσε ότι η Sara εμπόδιζε τη στρατηγική της επιρροή, επιχειρώντας να καθορίζει ποιοι θα λάμβαναν υποστήριξη και πώς θα καλύπτονταν πολιτικά γεγονότα.
Η Miriam Adelson δείχνει πώς η στρατηγική, η επιμονή και το χρήμα μπορούν να δημιουργήσουν έναν παγκόσμιο βασιλιά πίσω από την κουρτίνα, και πώς η προσωπική της φιλοδοξία καθορίζει μονοπάτια που κανείς άλλος δεν τολμά να ακολουθήσει, με συνέπειες που φτάνουν από τις εκλογές στην Ουάσιγκτον μέχρι την καζινοβιομηχανία και τη Δυτική Όχθη.





