ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Luisa Casati: Η Μαρκησία που ήθελε να γίνει έργο τέχνης

Luisa Casati: Η Μαρκησία που ήθελε να γίνει έργο τέχνης 1
Mondadori/ Getty Images

Η Μαρκησία Luisa Casati δεν ήταν απλώς μια εκκεντρική αριστοκράτισσα. Yπήρξε μια από τις πιο φαντασμαγορικές προσωπικότητες της ευρωπαϊκής avant-garde σκηνής στις αρχές του 20ού αιώνα. Ένας ζωντανός μύθος που ενέπνευσε ολόκληρα κινήματα της τέχνης.

ΑΠΟ ΜΙΚΑΕΛΑ ΘΕΟΦΙΛΟΥ

Μέσα στους πέτρινους τοίχους  μιας βίλας καλυμμένης με βρύα και σκοτάδι, γεννήθηκε μια γυναίκα που δεν ήταν από το δικό μας κόσμο. Ένα πλάσμα του σκοτεινού ρομαντισμού, που μεγάλωσε με βιβλία, σιωπές και καθρέφτες. Από μικρή δεν κοιτούσε τον κόσμο γύρω της — κοιτούσε τις αντανακλάσεις του. Η ψυχή της μύριζε λιβάνι και ο πόθος της ήταν πάντα μεταφυσικός: να γίνει ομορφιά χωρίς σάρκα, οπτασία χωρίς παρελθόν. Η Μαρκησία Luisa Casati Stampa di Soncino γεννήθηκε το 1881 στο Μιλάνο, σε μία από τις πλουσιότερες οικογένειες της Ιταλίας. Μετά τον πρόωρο θάνατο των γονιών της, η Luisa και η αδελφή της έγιναν οι πλουσιότερες κληρονόμοι της Ιταλίας. Όμως, αντί να ακολουθήσει τη συμβατική ζωή μιας ευγενούς,  αποφάσισε να μετατρέψει τη ζωή της σε ατελείωτο θεατρικό έργο.

Ψηλή, αδύνατη, με υπέροχα πράσινα μάτια και καστανόξανθη χαίτη, η Luisa Amman πήρε το όνομα Luisa Casati το 1900 όταν παντρεύτηκε τον μαρκήσιο Camillo Casati Stampa. Αδιαμφισβήτητη πρωταγωνίστρια της υψηλής κοινωνίας στις αρχές του αιώνα, είχε μια φυσική κλίση στην εκκεντρικότητα που την έκανε σύμβολο αντισυμβατικής θηλυκότητας στην εποχή της.

Luisa Casati: Η Μαρκησία που ήθελε να γίνει έργο τέχνης 2

Το Σώμα Της, Ένα Είδωλο Πένθους

Η Casati δεν έντυνε το σώμα της — το έχτιζε. Μεταμορφωνόταν σε μια παγανιστική θεά, μια βασίλισσα των φαντασμάτων, μια νύφη που ξέφυγε απ’ τον τάφο για να κατακτήσει τις νύχτες. Φορούσε πέπλα, φίδια, σκοτάδι. Τα μάτια της ήταν πηγάδια — βαθιά, μαύρα, και απύθμενα.

Σύμφωνα με ιστορικές βιογραφίες και αναφορές-κυρίως από το "Infinite Variety" και μαρτυρίες του Cecil Beaton και Man Ray- το μακιγιάζ της βασιζόταν στο παραδοσιακό kohl, ένα έντονα μαύρο μεταλλικό πούδρωμα, γνωστό από την αρχαία Αίγυπτο που ήταν ιδιαίτερα δημοφιλές στους κύκλους του αισθητισμού και του αποκρυφισμού των αρχών του 20ού αιώνα. 

Η σκοτεινή μαρκησία δημιούργησε ένα βλέμμα στατικό και απόκοσμο, όχι για να κοιτάζει αλλά για να τραβάει τα βλέμματα. 

Η Casati το φορούσε υπερβολικά — όχι μόνο γύρω από τα μάτια, αλλά και στην εσωτερική γραμμή των βλεφάρων, για να δίνει βαθύ, κενό, υπνωτιστικό βλέμμα. Άλλες μαρτυρίες -αν και πιο δραματοποιημένες- λένε ότι χρησιμοποιούσε καπνισμένο ή μαυρισμένο λάδι από κεριά, δημιουργώντας μια χειροποίητη παχύρρευστη σκιά, μια τεχνική ωστόσο συνήθης  στο θεατρικό μακιγιάζ στις αρχές του 1900. Όσο για τις βλεφαρίδες της; Χρησιμοποιούσε ψεύτικες βλεφαρίδες από λεπτό δέρμα ή μετάξι, τις οποίες κολλούσε με ειδική κόλλα. Ήταν χειροποίητες, δραματικά μεγάλες και σκοτεινές, σχεδιασμένες όχι για κομψότητα αλλά για να ενισχύουν το βλέμμα σαν σε ερωτικό ξόρκι. Σ’ αυτά, προσθέστε και ότι κρατούσε τις κόρες των ματιών της διασταλμένες και λαμπερές, στάζοντας εκχυλίσματα από ένα δηλητηριώδες νυχτολούλουδο, το belladonna στα μάτια της.

Η σκοτεινή μαρκησία δημιούργησε ένα βλέμμα στατικό και απόκοσμο, όχι για να κοιτάζει αλλά για να τραβάει τα βλέμματα. Το βλέμμα της  έγινε τόσο εμβληματικό, ώστε καλλιτέχνες όπως ο Γαλλο-ολλανδός ζωγράφος Kees  van Dongen, ο Αμερικανός visual artist, Man Ray και ο θρυλικό βρετανός φωτογράφος Cecil Beaton το θεωρούσαν «εικαστικό στοιχείο» από μόνο του και την ίδια, φυσικά, μούσα τους. Οι αληθινοί πύθωνες τυλιγμένοι γύρω της ως κοσμήματα, οι γούνες που φοριούνται στο γυμνό της σώμα για νυχτερινές βόλτες με τίγρεις που οδηγούνται με διαμαντένια λουριά, οι δεκάδες βαλίτσες από δέρμα λεοπάρδαλης και τα βελούδινα παλτό για τα ταξίδια της την καθιστούν πρόδρομο της performance και της τέχνης του σώματος. Η ίδια περπατούσε σαν να αιωρούνταν. Όχι από χάρη, αλλά επειδή η βαρύτητα δεν είχε πλέον εξουσία πάνω της.

Luisa Casati: Η Μαρκησία που ήθελε να γίνει έργο τέχνης 3

H Μαρκησία Luisa Casati φωτογραφημένη από τον Man Ray

Τα αιλουροειδή κατοικίδια και ο κήπος της Εδέμ

Η Casati κυκλοφορούσε με πάνθηρες, δεμένους με διαμαντένιες αλυσίδες που έλαμπαν στο φως της σελήνης καθώς τους έβγαζε βόλτα στη βραδινή Βενετία. Ήταν γνωστό ότι κυκλοφορούσε μαζί τους σε δημόσιους χώρους, όπως σε ανοιχτές εκδηλώσεις και σε πάρκα, γεγονός που προκαλούσε έντονες αντιδράσεις από τους ανθρώπους που τη συναντούσαν. Λέγεται μάλιστα πως τους τάιζε μέσα σε χρυσά πιάτα και τους ψιθύριζε λατινικά ξόρκια. Οι πάνθηρες, όπως και άλλα ζώα που είχε, συνόδευαν τη Μαρκησία στις κοινωνικές της εξόδους, καθιστώντας την ακόμη πιο μυθική και εντυπωσιακή φιγούρα της εποχής της.

Πολλοί ζωγράφοι και φωτογράφοι, όπως ο Giovanni Boldini και ο Man Ray, την απεικόνισαν ως σύμβολο του θρόνου της αριστοκρατίας και της υπερβολής της εποχής.

Ορισμένες πηγές αναφέρουν ότι η Casati είχε και άλλα εξωτικά αιλουροειδή, γι’ αυτό και η εικόνα της με τα ζώα της αποτέλεσε έναν από τους πιο χαρακτηριστικούς μύθους γύρω από την προσωπικότητά της. Είχε μάλιστα  μια ολόκληρη αυλή από ζώα — μαϊμούδες, ερπετά, πουλιά χωρίς όνομα — σαν να ζούσε σε έναν προσωπικό κήπο της Εδέμ, όπου ως άλλη Εύα είχε υποκύψει στους πειρασμούς του φιδιού. Το πάθος της για τα εξωτικά ζώα και η ανάγκη της για να ξεχωρίζει ήταν ένας ακόμα λόγος που την καθιέρωσαν  ως μούσα καλλιτεχνών και δημιουργών της εποχής. Πολλοί ζωγράφοι και φωτογράφοι, όπως ο Giovanni Boldini και ο Man Ray, την απεικόνισαν ως σύμβολο του θρόνου της αριστοκρατίας και της υπερβολής της εποχής.

Το παλάτι της και τα μυθικά της πάρτι στη Βενετία

Το πιο εμβληματικό «σκηνικό» της ζωής της Μαρκησίας Λουίζα Καζάτι ήταν το Palazzo Venier dei Leoni στη Βενετία — ένα ημιτελές αλλά εντυπωσιακό παλάτι του 18ου αιώνα, που αργότερα έγινε γνωστό ως η κατοικία της Peggy Guggenheim. Όμως, πολύ πριν αποκτήσει καλλιτεχνική υπόσταση ως μουσείο, το Palazzo έζησε μια περίοδο θρύλου κάτω από την ιδιοκτησία της Μαρκησίας.

Η Casati μετακόμισε εκεί στις αρχές του 20ού αιώνα και μετέτρεψε το μισοτελειωμένο παλάτι σε έναν γοτθικό ναό της αισθητικής και του παραλόγου. Τα δωμάτια ήταν διακοσμημένα με παγώνια, βελούδα, κεριά, και αλλόκοτα έργα τέχνης, ενώ στον κήπο, περιφέρονταν οι γνωστοί μαύροι πάνθηρες, λευκά παγώνια και προσωπικό ντυμένο σαν Αναγεννησιακοί υπηρέτες.

Τα βενετσιάνικα πάρτι της Μαρκησίας ήταν σχεδόν τελετουργικά γεγονότα. Οι καλεσμένοι, συχνά μεταμφιεσμένοι σε μυθικά πλάσματα, περιφέρονταν μέσα σε ένα σκηνικό που θύμιζε κάτι ανάμεσα σε όπερα και όνειρο. Η ίδια η Casati εμφανιζόταν με ρούχα εμπνευσμένα από βυζαντινές αγιογραφίες, από τον Αιγυπτιακό πολιτισμό ή το θέατρο Νο της Ιαπωνίας. Φορούσε ζωντανά φίδια ως κοσμήματα και η είσοδός της συνοδευόταν  με… τύμπανα.

Οι καλεσμένοι της καλλιτέχνες, συγγραφείς, αριστοκράτες και εκκεντρικούς συλλέκτες· οι φήμες λένε ότι ανάμεσά τους βρίσκονταν ο Ιταλός ποιητής, συγγραφέας, θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός Gabriele D’Annunzio που φημολογείται ότι ήταν εραστής της, ο Ρώσος ιμπρεσάριος και ιδρυτής των περίφημων "Ballets Russes", Sergei Diaghilev και διάφοροι δανδείς των Παρισίων και της Ρώμης.

Η ζωή στο Palazzo ήταν πολυέξοδη, και σταδιακά, τα χρέη συσσωρεύτηκαν. Η Casati αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το παλάτι το 1924. Όμως, οι θρύλοι των βραδιών της -μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας- έμειναν να στοιχειώνουν τους τοίχους. Το ίδιο το σπίτι, με τη φθορά και τη δόξα του, αντικατόπτριζε απόλυτα τη γυναίκα που το κατοίκησε.

Luisa Casati: Η Μαρκησία που ήθελε να γίνει έργο τέχνης 4

Μούσα του ζωγράφου Kees Van Dongen

Η Μαρκησία Luisa Casati και οι φίλοι της στον κόσμο της τέχνης 

Ζήτησε από τους μεγαλύτερους καλλιτέχνες να τη ζωγραφίσουν. Και αυτοί την υπάκουσαν, γιατί δεν ζωγράφιζαν πια άνθρωπο — ζωγράφιζαν ιδέα. Ο Boldini την έκανε δίνη. Ο Man Ray την έκανε σκιά. Ο van Dongen την έκανε μάσκα. Στην ουσία, κανείς δεν αποτύπωσε την Casati. Μόνο εκείνη μπορούσε να το κάνει — και γι' αυτό ζούσε αιώνια μέσα στο βλέμμα των άλλων.

Πέρα από το θρυλικό της στυλ και τις δημόσιες εμφανίσεις με εξωτικά ζώα και μαύρα πέπλα, η Casati ήταν μια μούσα, συλλέκτρια τέχνης και πάνω απ’ όλα μια γυναίκα που αναζητούσε συνεχώς την αθανασία μέσω της εικόνας της. Στην προσπάθειά της αυτή, ανέπτυξε φιλίες και συνεργασίες με μερικούς από τους πιο εμβληματικούς καλλιτέχνες του 20ού αιώνα, όπως ο Cecil Beaton, ο Man Ray, αλλά και ο Kees van Dongen, ο Giovanni Boldini, και ο Baron Adolph de Meyer.

Κατά τις δεκαετίες 1910–1930, η Casati είχε ήδη καθιερωθεί ως φιγούρα-μυθικό αρχέτυπο, ζώντας ανάμεσα στη Βενετία, το Παρίσι και αργότερα το Λονδίνο. Η ίδια δεν περιοριζόταν σε παθητικό ρόλο ως απλή μούσα: ήθελε να σκηνοθετεί τον εαυτό της σαν έργο τέχνης. Αυτό τράβηξε την προσοχή νέων δημιουργών που αναζητούσαν πρόσωπα που να ενσαρκώνουν τον μοντερνισμό, την παρακμή, και το υπερφυσικό.

Πέρα από τον Beaton και τον Man Ray, υπήρχε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών που τη λάτρεψαν, έγιναν φίλοι ή συνεργάτες της.

Ο Cecil Beaton, διάσημος φωτογράφος και σκηνογράφος, γνώρισε την Casati στο Λονδίνο, τη δεκαετία του ’30, όταν εκείνη είχε ήδη πτωχεύσει και ζούσε περιθωριοποιημένη. Παρ’ όλα αυτά, ο Beaton την αντίκρισε σαν ζωντανό έργο τέχνης. Η αισθητική του, που συνδύαζε θεατρικότητα και ρομαντισμό ταίριαζε απόλυτα με την Casati. Ενθουσιασμένος από το στυλ και τη μοναδικότητά της, τη φωτογράφισε και έγραψε για εκείνη στα ημερολόγιά του, αναγνωρίζοντας το ιστορικό της βάρος ως μούσας και μυθικής φιγούρας. Σύμφωνα με περιγραφές του Beaton, όταν την πρωτοσυνάντησε, ήταν «καλυμμένη με στρώσεις από δαντέλες, σαν πνεύμα από άλλον αιώνα». Η σχέση τους είχε έναν τόνο βαθιάς αλληλοεκτίμησης και θαυμασμού.

Ο Man Ray, ένας από τους βασικούς εκπροσώπους του ντανταϊσμού και του σουρεαλισμού, συνάντησε την Casati στο Παρίσι, όπου κι εκείνη αναζητούσε συνεχώς τρόπους να επανασυστήσει την εικόνα της. Ο Man Ray τη φωτογράφισε αλλά και εμπνεύστηκε από την αισθητική της, η οποία ταίριαζε με το φανταστικό και αλλόκοτο ύφος των σουρεαλιστών. Εκείνος την έβλεπε σχεδόν σαν πλάσμα άλλου κόσμου – όπως κι εκείνη ήθελε να παρουσιάζεται. Οι φωτογραφίες της από εκείνη την εποχή φέρουν έντονα στοιχεία υπερρεαλισμού: σκιάσεις, παράξενα βλέμματα, μυστηριώδη περιβάλλοντα.

Η συνάντηση τους ήταν λιγότερο φιλική και περισσότερο αισθητικά στρατηγική. Ήταν μια συνύπαρξη δύο μυαλών που έβλεπαν το σώμα και την εικόνα ως αλληγορία – όχι απλώς ως μορφή.

Πέρα από τον Beaton και τον Man Ray, υπήρχε μια ολόκληρη γενιά καλλιτεχνών που τη λάτρεψαν, έγιναν φίλοι ή συνεργάτες της.

Luisa Casati: Η Μαρκησία που ήθελε να γίνει έργο τέχνης 5

Το τέλος της; Όχι, η μεταμόρφωση

Όταν ήρθε η πτώχευση, δεν γονάτισε. Ντύθηκε καλύτερα. Όταν ήρθε η λήθη και ο κόσμος την ξέχασε, δεν κρύφτηκε. Στάθηκε πιο περήφανα. Και όταν ήρθε ο θάνατος, δεν πέθανε — απλώς έφυγε από τη σκηνή σαν ηθοποιός που τελειώνει τον μονόλογό της σε μια αυλαία που ποτέ δεν έπεσε. Αν ποτέ δείτε στο Παρίσι, στο Λονδίνο ή στη Βενετία μια φιγούρα σαν ξωτικό, ντυμένη με βελούδο και χρυσό, να περπατά σιωπηλά δίπλα στη σκιά ενός πάνθηρα  μην τρομάξετε. Είναι η Casati.  Επέστρεψε για το τελευταίο της βλέμμα.

Στον τάφο της γράφει:

"Age cannot wither her, nor custom stale her infinite variety." (μετάφραση: «Ο χρόνος δεν μπορεί να την ξεθωριάσει, ούτε η συνήθεια να κάνει βαρετή την απεριόριστη πολυμορφικότητα της» από το έργο του Σαίξπηρ, «Αντώνιος & Κλεοπάτρα».


Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ