ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Jayne Mansfield: Η πιο έξυπνη «χαζή ξανθιά» και ο απαγχονισμός του Αμερικανικού Ονείρου

Jayne Mansfield: Η πιο έξυπνη «χαζή ξανθιά» και ο απαγχονισμός του Αμερικανικού Ονείρου 1
Gettyh

Είχε δείκτη νοημοσύνης υψηλότερο του Αϊνστάν, ωστόσο έμεινε στην ιστορία ως το αντίγραφο της Marilyn Monroe. Στα 34 της βρήκε φρικιαστικό τέλος, αφήνοντας πίσω της μια κόρη, την ηθοποιό Mariska Hargitay, η οποία μόλις πρόσφατα αποκάλυψε την ταυτότητα του πραγματικού της πατέρα.

ΑΠΟ ΣΙΝΤΥ ΧΑΤΖΗ

Μιλούσε πέντε γλώσσες, είχε δείκτη νοημοσύνης 163 και φορούσε νούμερο σουτιέν 40D. Η Jayne Mansfield δεν ήταν μια ακόμη «ξανθιά του Χόλιγουντ», καταδικασμένη να ζει στη σκιά της Monroe. Ήταν μια γυναίκα που κατασκεύασε τον μύθο της μεθοδικά, μελετημένα και με πλήρη επίγνωση της δύναμης της εικόνας της. Απόφοιτη Φιλοσοφίας, με σπουδές στην υποκριτική και την κλασική μουσική, έγινε το απόλυτο sex symbol των '50s, σε μια εποχή που το Χόλιγουντ είχε ανάγκη από πλατινέ θέαμα.

Πίσω από τις φανταχτερές εμφανίσεις και τα στημένα διαφημιστικά κόλπα (όπως όταν έριχνε επίτηδες το φόρεμά της για να φωτογραφηθεί η «αποκάλυψη»), βρισκόταν μια έξυπνη γυναίκα που ήξερε πώς να προκαλεί, να παίζει με το βλέμμα του θεατή και να παραμένει διαρκώς επίκαιρη. Ήταν μία από τις πρώτες που κατανόησαν τόσο το male gaze όσο και τη σοουμπίζ ως μηχανή δημοσιότητας κι όχι απλώς ως κινηματογραφική βιομηχανία.

Η κόρη της, η Mariska Hargitay, ήταν μόλις τριών ετών όταν, σαν από θαύμα, επέζησε από το τροχαίο που κόστισε τη ζωή της μητέρας της. Σήμερα είναι γνωστή ηθοποιός, με καριέρα δεκαετιών στη σειρά Law & Order: SVU, και έχει αναφερθεί συχνά στο τραύμα της απώλειας και την επιρροή της Mansfield στη ζωή της. Πρόσφατα, μάλιστα, κυκλοφόρησε κι ένα ντοκιμαντέρ με τίτλο My Mom Jayne, όπου αποκαλύπτει για πρώτη φορά αυτό που τα tabloids υποψιάζονταν για χρόνια. Ο Mickey Hargitay δεν ήταν ο βιολογικός της πατέρας. 

Η Jayne Mansfield σκοτώθηκε το 1967 σε ηλικία μόλις 34 ετών, όταν το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαινε συγκρούστηκε με φορτηγό. Ο θάνατός της στάθηκε ακαριαίος και τραγικός, όπως ακριβώς και η λάμψη της: εκτυφλωτική, αλλά σύντομη.

Μέρος πρώτο: Ένα ροζ όνειρο γεννιέται 

Γεννήθηκε Vera Jayne Palmer, στις 19 Απριλίου 1933 στην Πενσυλβάνια. Όταν ήταν τριών, ο πατέρας της πέθανε από ανακοπή την ώρα που οδηγούσε. Η μητέρα της ξαναπαντρεύτηκε σύντομα, μεταφέροντας την οικογένεια στο Τέξας. Κάπου εκεί αρχίζει να ξεδιπλώνεται η εκτυφλωτική και, τελικά, αυτοκαταστροφική φιλοδοξία της.

Από μικρή ήθελε να γίνει «κάτι». Όχι απλώς ηθοποιός, αλλά το κορίτσι που δεν ξεχνάς ποτέ. Στα 12 ξεκίνησε μαθήματα μπαλέτου, έμαθε πιάνο, τσέλο και βιολί, μιλούσε Γερμανικά και Ισπανικά, διάβαζε Σαίξπηρ και είχε IQ υψηλότερο από τον Άινσταϊν. Πριν τελειώσει το σχολείο, στα 17 της παντρεύτηκε τον Paul Mansfield, όταν ήταν τριών μηνών έγκυος στην κόρη της, Jayne Marie. Με τον σύζυγό της σπούδασαν υποκριτική στην ίδια σχολή.

Ως φοιτήτρια, έλαβε συμμετοχή στα καλλιστεία Miss California, λέγοντας ψέματα για την οικογενειακή της κατάσταση, καθώς τότε απαγορευόταν η συμμετοχή στις παντρεμένες γυναίκες. Κέρδισε τον πρώτο γύρο αλλά ο σύζυγός της δεν της επέτρεψε να συνεχίσει. Τα επόμενα χρόνια συνέχισε να σπουδάζει υποκριτική ενώ πήρε και το πτυχίο της στην Θεατρολογία, ενώ έβγαζε το μεροκάματό της περνώντας από διαφορετικά πόστα.

Μέρος δεύτερο: Ο δρόμος προς την κορυφή 

Η Jayne Mansfield μπήκε στο Χόλιγουντ στα μέσα της δεκαετίας του ’50, την εποχή που το studio system άρχιζε να καταρρέει και οι σεξουαλικές νευρώσεις της αμερικανικής κοινωνίας καθρεπτίζονταν σε σώματα γεμάτα καμπύλες και πλατινέ βαφές μαλλιών. Το star system αναζητούσε τη νέα Marilyn Monroe και η Jayne δεν είχε κανένα πρόβλημα να φορέσει τον ρόλο.

Με τον σύζυγο και την κόρη της μετακόμισαν στο Λος Άντζελες, όπου άρχισε να εργάζεται ως μοντέλο και ηθοποιός σε θεατρικές παραστάσεις, ενώ συνέχισε να κερδίζει τίτλους σε καλλιστεία. Τον Δεκέμβριο του 1953 συνέβη κάτι που θα άλλαζε τόσο την καριέρα της Mansfield όσο και τον κόσμο των ανδρικών περιοδικών: βγήκε στα περίπτερα το πρώτο τεύχος του Playboy. Η Mansfield θα ψηφιζόταν Playmate του Μήνα τον Φεβρουάριο του 1955 κι έκτοτε θα φωτογραφιζόταν αρκετές φορές για το περιοδικό. Η σχέση της με το Playboy ήταν συμβιωτική: το περιοδικό ανέβασε τη δημοτικότητά της αλλά κι εκείνη έκανε τα τεύχη να ξεπουλάνε. Ωστόσο, οι γυμνές της φωτογραφίσεις στο Playboy θα ήταν κι ο λόγος που ο άνδρας της θα τη χώριζε. 

Η Jayne αποφάσισε να κρατήσει το επώνυμο του πρώτου της συζύγου και να συνεχίσει να μένει στο Λος Άντζελες μαζί με την κόρη της και τα κατοικίδιά της: έναν μεγάλο δανό, τρεις γάτες, τέσσερα τσιουάουα, ένα κανίς βαμμένο ροζ κι ένα κουνέλι.

Η πρώτη της εμφάνιση στο «γυαλί» ήταν στη σειρά The Bachelor του NBC. Σε μία από τις πρώτες εμφανίσεις της στη βρετανική τηλεόραση το 1957, απήγγειλε Σαίξπηρ ενώ έπαιξε και βιολί και πιάνο, καταρρίπτοντας σε πραγματικό χρόνο την ετικέτα της «χαζής ξανθιάς». Οι ερμηνείες της σε επεισόδια σειρών όπως Burke's Law, Alfred Hitchcock Presents και Follow the Sun έδειξαν ότι μπορούσε να σταθεί και σε πιο δραματικούς ρόλους. Στην τελευταία, το επεισόδιο “The Dumbest Blonde” χαρακτηρίστηκε από το Fox ως η αρχή μιας «νέας, δραματικής Jayne Mansfield».

Παράλληλα, έγινε τακτική παρουσία σε variety και talk shows της εποχής, όπως το The Ed Sullivan Show, όπου έπαιξε βιολί μπροστά σε περίπου 30 εκατομμύρια τηλεθεατές. Η παρουσία της στα shows του Bob Hope, ειδικά κατά τις περιοδείες της για την ψυχαγωγία Αμερικανών στρατιωτών, την καθιέρωσε ως ποπ φαινόμενο κι εκτός ΗΠΑ. Σε μια εποχή που η τηλεόραση γινόταν το νέο εθνικό πεδίο προβολής, η Mansfield την αγκάλιασε ως εργαλείο δημοσιότητας αλλά και ως τρόπο προσωπικής διαχείρισης της εικόνας της. Το 1958 αμειβόταν με 20.000 δολάρια ανά εμφάνιση, ποσό που σήμερα ισοδυναμεί με σχεδόν ένα τέταρτο του εκατομμυρίου.

Ξεκίνησε την κινηματογραφική της καριέρα με έναν δεύτερο ρόλο στο χαμηλού προϋπολογισμού δράμα Female Jungle (1955). Την ίδια χρονιά υπέγραψε επταετές συμβόλαιο με τη Warner Brothers. Στο Broadway γνώρισε την πρώτη επιτυχία της, υποδυόμενη τη φανταστική σταρ Rita Marlowe στο θεατρικό Will Success Spoil Rock Hunter?. Ο ρόλος αυτός την καθιέρωσε, τόσο θεατρικά όσο και κινηματογραφικά. 

Το 1956, η 20th Century Fox υπέγραψε μαζί της συμβόλαιο έξι ετών, με στόχο να την προωθήσει ως διάδοχο της Marilyn Monroe, η οποία είχε αρχίσει να προκαλεί προβλήματα στο στούντιο. Το 1957 πρωταγωνίστησε στο The Wayward Bus, προσπαθώντας να αποτινάξει την εικόνα της «ξανθιάς σεξοβόμβας». Η ερμηνεία της χαρακτηρίστηκε από τον Τύπο ως η πιο ώριμη και πειστική της καριέρας της. Την ίδια χρονιά, απέσπασε τη Χρυσή Σφαίρα «New Star of the Year».

Μέρος τρίτο: Η νέα Monroe, η άλλη Monroe, η αντι-Monroe

Η Jayne Mansfield ήταν ένα πρότζεκτ και η άνοδός της στο Χόλιγουντ έγινε με πολύ καλά υπολογισμένα βήματα. Υιοθέτησε από τα 50s το ροζ χρώμα ως σήμα-κατατεθέν της. Η πρώτη της επιλογή ήταν το μωβ, αλλά η Kim Novak είχε προλάβει το λιλά. «Μάλλον πήρα τη σωστή απόφαση», είχε πει. «Γιατί εγώ πήρα περισσότερες στήλες στις εφημερίδες με το ροζ απ’ ό,τι η Kim Novak με το λιλά».

Για να μοιάσει πιο πολύ στη Monroe, η Mansfield έγινε ξανθιά, εγκατέλειψε τη χαρακτηριστική της βαριά φωνή και την τεξανή προφορά της, υιοθετώντας το ψιθυριστό baby voice της Marilyn. Η συγγραφέας Jacqueline Susann είχε πει πως «όταν ένα στούντιο έχει μια Marilyn Monroe, τα υπόλοιπα προσλαμβάνουν τη Jayne Mansfield και τη Mamie Van Doren».

Την παραμονή των Χριστουγέννων του 1954, η Mansfield εμφανίστηκε στο γραφείο του διαφημιστή James Byron με ένα δώρο και μια πρόταση: να γίνει ο άνθρωπος πίσω από την εικόνα της. Ο Byron, ενθουσιασμένος από την εμμονή της με την αυτοπροβολή, ξεκίνησε έναν καταιγισμό media περιεχομένου χωρίς προηγούμενο. Μέσα σε οκτώ μήνες (από τον Σεπτέμβριο του 1956 ως τον Μάιο του 1957), η Mansfield εμφανίστηκε σε περίπου 2.500 φωτογραφίες στον Τύπο και αποτέλεσε θέμα για πάνω από 122.000 γραμμές δημοσιογραφικού κειμένου. Στατιστικά, είχε μεγαλύτερη κάλυψη από κάθε άλλο πρόσωπο στο Χόλιγουντ - ζωντανό ή νεκρό!

Η ίδια δεν έθεσε ποτέ όρια. Οι πόρτες του σπιτιού της ήταν πάντα ανοιχτές για φωτογράφους, τα ενδυματολογικά «ατυχήματα» καθημερινά, τα χαμηλά ντεκολτέ δίχως σουτιέν κανόνας. Εμφανίσεις σε ποδοσφαιρικούς αγώνες στην Αγγλία, δεξιώσεις στη Ρώμη, πάρτι στο Ρίο: κάθε δημόσια εμφάνιση ήταν ευκαιρία για εξώφυλλο.

Όταν απομακρύνθηκε από τον Byron και διαχειρίστηκε μόνη της τις δημόσιες σχέσεις της, η στρατηγική μετατράπηκε σε εμμονή. Ο εκπρόσωπός της William Shiffrin παραδέχτηκε αργότερα: «Έγινε καρικατούρα του εαυτού της». Η υπερβολή έγινε αυτοσαμποτάζ. Ο αρθρογράφος James Bacon έγραψε το 1973: «Ήταν ένα κορίτσι με αληθινό ταλέντο στην κωμωδία, με εντυπωσιακή εμφάνιση και σώμα, αλλά γελοιοποίησε την ίδια της την καριέρα μέσα από μια αλλοπρόσαλλη δημοσιότητα».

Τον Ιανουάριο του 1955, εμφανίστηκε σε ένα διαφημιστικό event για την ταινία Underwater!. Αν και η Mansfield δεν συμμετείχε στην ταινία, φρόντισε να μονοπωλήσει το ενδιαφέρον: εμφανίστηκε με ένα μικροσκοπικό κόκκινο μπικίνι και μόλις βούτηξε στην πισίνα, το πάνω μέρος ξεδέθηκε, αφήνοντάς την, γυμνόστηθη μπροστά στους φωτογράφους. Η «σύμπτωση» αυτή έγινε αμέσως θέμα σε όλα τα lifestyle έντυπα της εποχής.

Λίγους μήνες αργότερα, τον Ιούνιο του 1955, το φόρεμά της κατέβηκε ως τη μέση δύο φορές μέσα σε ένα βράδυ: μια φορά σε κινηματογραφική δεξίωση και μία ακόμη σε νυχτερινό κλαμπ. Η εικόνα της ως «επικίνδυνης παρουσίας» εδραιωνόταν.

Τον Απρίλιο του 1957, σε ένα δείπνο προς τιμήν της Sophia Loren στο Χόλιγουντ, η Mansfield, καθισμένη δίπλα στη Loren και τον ηθοποιό Clifton Webb, έσκυψε πάνω από το τραπέζι φορώντας ένα φόρεμα με εντυπωσιακό ντεκολτέ. Τα φλας αιχμαλώτισαν τη στιγμή όπου το στήθος της ξεχείλιζε, αποκαλύπτοντας εν μέρει τη θηλή της. Η εικόνα είναι μέχρι και σήμερα μια από τις πιο διάσημες της ποπ κουλτούρας, ένα meme πριν τα memes. 

Όμως η επιτυχία αυτή είχε κόστος. Η Sophia Loren, χρόνια μετά, χαρακτήρισε την κίνηση «ασεβή». Ο σχεδιαστής μόδας Richard Blackwell, ο οποίος έντυνε τη Mansfield, όπως και άλλες σταρ της εποχής, την αποκήρυξε επαγγελματικά λόγω των αλλεπάλληλων «συμπτωματικών» ατυχημάτων στην γκαρνταρόμπα της. Οι εφημερίδες άρχισαν να στρέφονται εναντίον της. Η Los Angeles Times έγραφε το 1967: «Συγχέει τη διασημότητα με την αρνητική δημοσιότητα και το αποτέλεσμα γίνεται ολοένα και πιο αποκρουστικό για το κοινό».

Η ίδια συνέχισε να επιδιώκει τέτοιες στιγμές. Το 1958, εμφανίστηκε γυμνόστηθη σε καρναβαλική γιορτή στο Ρίο ντε Τζανέιρο. Το 1962, σε κλαμπ της Ρώμης, έβγαλε το πουά φόρεμά της επί σκηνής.

Η Mansfield έγινε σύμβολο μιας μετάβασης από το υπονοούμενο της Marilyn στο απροκάλυπτο του επερχόμενου σεξουαλικά απελευθερωμένου Χόλιγουντ. Όμως η ισορροπία μεταξύ αποδοχής και απαξίωσης ήταν εύθραυστη. Έτσι, κατέληξε το θύμα του ίδιου μηχανισμού που εκμεταλλεύτηκε: όσο περισσότερο γδυνόταν, τόσο λιγότερο την έπαιρναν στα σοβαρά. Μέχρι το τέλος της ζωής της, το όνομά της παρέμενε στα πρωτοσέλιδα, όχι όμως ως ηθοποιού ή καλλιτέχνιδας, αλλά ως μιας περσόνας που έμαθε να «πουλάει» το σώμα της σαν είδηση.

Ωστόσο, ήταν το πρώτο μεγάλο sex symbol που έπαιζε την ιδέα του sex symbol ειρωνικά, με προκλητική συνειδητότητα. Όπως είχε πει: «Εννοείται ότι ξέρω τι κοιτάνε πάνω μου. Αλλά δεν ξέρουν ότι εγώ γελάω μαζί τους όσο αυτοί κοιτάνε». 

Μέρος τέταρτο: Ο διάβολος φοράει latex

Η ερωτική ζωή της Jayne Mansfield υπήρξε αντικείμενο έντονου ενδιαφέροντος του Τύπου, καθώς τα ονόματα που συνδέθηκαν μαζί της περιλάμβαναν από πολιτικούς και δισεκατομμυριούχους μέχρι ηθοποιούς, δικηγόρους και παραγωγούς. Ανάμεσά τους, οι John και Robert Kennedy, ο Βραζιλιάνος κροίσος Jorge Guinle, ο Γάλλος εστιάτορας Claude Terrail, καθώς και ο δικηγόρος και τελευταίος σύντροφός της, Sam Brody. 

Η γνωριμία της με τον δεύτερο σύζυγό της, Mickey Hargitay, έγινε το 1956 στο νυχτερινό κέντρο Latin Quarter της Νέας Υόρκης. Ο Hargitay, ηθοποιός, bodybuilder και πρώην Mr. Universe, έγινε σύντροφός της τόσο στη ζωή όσο και στη σκηνή, με κοινές εμφανίσεις σε κινηματογραφικές παραγωγές και περιοδείες σε nightclubs. Παντρεύτηκαν το 1958 και απέκτησαν τρεις γιους. Ωστόσο, πίσω από τα φώτα, η σχέση τους υπήρξε ταραχώδης, με κατηγορίες για απιστίες και εντάσεις. Η Mansfield κατέθεσε αίτηση διαζυγίου το 1962, αλλά λίγο αργότερα δήλωνε πως «θα τα ξαναβρούν». Το 1963, καθώς η σχέση της με τον Βραζιλιάνο τραγουδιστή και κωμικό Nelson Sardelli είχε ήδη πάρει δημοσιότητα, προχώρησε σε διαζύγιο στο Χουάρες του Μεξικού. Όμως λίγο αργότερα έμαθε ότι ήταν έγκυος. Ανύπαντρη στα μάτια του κοινού, η καριέρα της κινδύνευε. Έτσι, εκείνη και ο Hargitay προσποιήθηκαν ότι ήταν ακόμη μαζί. Η κόρη που γεννήθηκε, η Mariska Hargitay, παρουσιάστηκε ως παιδί του γάμου. Χρόνια αργότερα, η ίδια η Mariska αποκάλυψε ότι ο βιολογικός της πατέρας είναι ο Nelson Sardelli. 

Μετά τον Hargitay, η Mansfield παντρεύτηκε τον σκηνοθέτη Matt Cimber το 1964, με τον οποίο απέκτησε έναν γιο. Η σχέση τους διαλύθηκε μέσα σε κατηγορίες για κακοποίηση, αλκοολισμό και γενική παρακμή, τόσο στην προσωπική όσο και στην επαγγελματική ζωή της. Το τελευταίο διάστημα πριν από τον θάνατό της, η Mansfield συζούσε με τον επί χρόνια δικηγόρο της Sam Brody, ενώ εκείνος ήταν παντρεμένος. Όπως θα έλεγε η σύζυγός του, «Η Mansfield δεν ήταν το τρίτο πρόσωπο, αλλά το 41ο πρόσωπο στο γάμο μας». Η σχέση με τον Brody είχε τη δική της μακρά ιστορία συγκρούσεων και εντάσεων, συμπεριλαμβανομένων κατηγοριών για ενδοοικογενειακή βία εναντίον της κόρη της Mansfield, Jayne Marie.

Προς το τέλος της ζωής της, η Jayne Mansfield άρχισε να καλλιεργεί μια πιο σκοτεινή εικόνα. Το 1966, ενώ βρισκόταν στο Σαν Φρανσίσκο για το φεστιβάλ κινηματογράφου της πόλης, επισκέφθηκε με τον Brody την Εκκλησία του Σατανά και γνώρισε τον ιδρυτή της, Anton LaVey. Εκείνος της απένειμε ένα μετάλλιο και τον τίτλο της «Αρχιέρειας της Εκκλησίας του Σατανά».

Τα μέσα ενημέρωσης την ξαναθυμήθηκαν. Ξαφνικά η Mansfield έγινε θέμα ως σατανίστρια, ενώ κυκλοφόρησαν φήμες πως είχε και ερωτική σχέση με τον LaVey. Η κόρη του, Karla LaVey, επιβεβαίωσε πολλά χρόνια αργότερα πως η Jayne πράγματι ακολουθούσε τον σατανισμό και πως ήταν ερωμένη του πατέρα της.

Ανεξαρτήτως του τι πίστευε η ίδια, ήταν σαφές πως καταλάβαινε πώς λειτουργούσε η δημοσιότητα. Αν στη δεκαετία του ’50 το σεξ ήταν το απόλυτο εργαλείο προβολής, στα μέσα της δεκαετίας του ’60 το κοινό είχε αρχίσει να εθίζεται στο σοκ: LSD, κατά συρροή δολοφόνους, αιρέσεις, αποκρυφισμός. Η Mansfield εμφανιζόταν πλέον σε φωτογραφίσεις και δημόσιες «τελετές» ντυμένη με μαύρο λάτεξ, ανάμεσα σε καπνούς, κεριά και ψεύτικο αίμα. Ήξερε ότι το μόνο που πουλάει περισσότερο από το σεξ είναι ο τρόμος. Και τον πούλησε μεθοδικά.

Μέρος πέμπτο: Ο θάνατός της γίνεται αστικός θρύλος

Δέκα ημέρες πριν από τον θάνατό της, εμφανίστηκε στο The Joey Bishop Show, όπου διάβασε το ποίημα To the Virgins, to Make Much of Time του Robert Herrick. Μια σκοτεινά προφητική στιγμή, καθώς το ποίημα μιλά για τη ματαιότητα του χρόνου και τον πρόωρο θάνατο. Ήταν σαν να υπέγραφε το φινάλε της ίδιας της, της μυθολογίας.

Το ξημέρωμα της 29ης Ιουνίου 1967, η Jayne Mansfield άφησε την τελευταία της πνοή σε ένα τροχαίο δυστύχημα που έμελλε να περάσει στον μύθο της ποπ κουλτούρας. Βρισκόταν στο Μπιλόξι του Μισισιπή μαζί με τον Sam Brody, τρία από τα παιδιά της, τον 19χρονο οδηγό Ronald Harrison και τα τέσσερα Τσιουάουά της και κατευθύνονταν προς τη Νέα Ορλεάνη.

Στις 2:25 π.μ., το αυτοκίνητο στο οποίο επέβαιναν, προσέκρουσε με ταχύτητα 100 χλμ./ώρα στο πίσω μέρος ενός φορτηγού που είχε επιβραδύνει λόγω οχήματος που ψέκαζε εντομοκτόνο. Οι τρεις ενήλικοι επιβάτες σκοτώθηκαν ακαριαία, όπως και δύο από τα σκυλιά. Τα παιδιά, που κοιμούνταν στο πίσω κάθισμα, επέζησαν με ελαφρά τραύματα.

Λίγο αργότερα, ένας αστικός μύθος γεννήθηκε: η Mansfield αποκεφαλίστηκε. Η εικόνα του αυτοκινήτου με την οροφή σχεδόν ξηλωμένη και κάτι που έμοιαζε με ξανθό κεφάλι ανάμεσα στα θραύσματα, πυροδότησε τις φήμες. Η αλήθεια ήταν λιγότερο μακάβρια αλλά όχι λιγότερο τραγική: ο ιατροδικαστής κατέγραψε θανάσιμο τραύμα στο κεφάλι με συντριβή του κρανίου, αλλά όχι αποκεφαλισμό. Το μυστηριώδες «κεφάλι» στη φωτογραφία πιθανότατα ήταν περούκα ή μέρος του τριχωτού της κεφαλής της.

Ο θάνατός της έγινε η αφορμή για να αλλάξει μια σημαντική λεπτομέρεια στη νομοθεσία των ΗΠΑ: οπίσθιες προστατευτικές μπάρες στα φορτηγά – τα λεγόμενα “Mansfield bars” – σχεδιάστηκαν για να αποτρέπουν παρόμοια δυστυχήματα στο μέλλον. Ήταν ένα μακάβριο αλλά ουσιαστικό αποτύπωμα.

Η σορός της μεταφέρθηκε αεροπορικώς από τη Νέα Ορλεάνη στη Νέα Υόρκη και η κηδεία της πραγματοποιήθηκε ιδιωτικά στις 3 Ιουλίου, στην Πενσυλβάνια, εκεί όπου είχε μεγαλώσει. Ο Mickey Hargitay, ο μοναδικός πρώην σύζυγός της που παρευρέθηκε, στεκόταν σιωπηλός δίπλα στον τάφο της στο κοιμητήριο Fairview.

Το δυστύχημα κατέληξε και σε δικαστική διαμάχη: δύο αγωγές για ανθρωποκτονία εξ αμελείας κατατέθηκαν το 1968. Τρία χρόνια αργότερα, το δικαστήριο έκρινε υπαίτιο τον νεαρό οδηγό του αυτοκινήτου, αλλά όχι τον οδηγό του φορτηγού.

Η ίδια η σκηνή του τροχαίου, εξίσου φρικιαστική αλλά και θρυλική, απέκτησε σχεδόν μεταφυσική διάσταση στα χρόνια που ακολούθησαν. Ο θάνατός της αναφέρεται ρητά στο Crash του David Cronenberg (1996), μια ταινία που εξερευνά τη σαδιστική, σεξουαλική φαντασίωση γύρω από τα αυτοκινητικά δυστυχήματα και τις «ερωτικές» εικόνες της σύγκρουσης, με την Mansfield να παρουσιάζεται ως αντικείμενο εμμονής. Ήταν η απόλυτη φαντασίωση μιας Αμερικής που λάτρευε ταυτόχρονα τον θάνατο και το σώμα των σταρ της, μέχρι τα δύο να συγχωνευτούν.

Κι όπως ήταν φυσικό, ακόμα και το αυτοκίνητο-φέρετρο της Mansfield απέκτησε τη δική του μεταθανάτια καριέρα: μεταφέρθηκε στη Φλόριντα, έγινε τουριστικό έκθεμα και μέχρι την πανδημία βρισκόταν στο μουσείο Dearly Departed στο Λος Άντζελες. Ακόμα και μετά θάνατον, παρέμενε... θέαμα. Και κάπως έτσι, η Jayne Mansfield, ακόμα και στο θάνατό της, κατάφερε να γίνει εικόνα, σύμβολο και αντανάκλαση ενός πολιτισμού που δεν γνώριζε όρια ανάμεσα στο σεξ, τη φήμη και το μακάβριο.


Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

ΑΠΟΡΡΗΤΟ