Στην πόλη Gorgan, πίσω από τους τοίχους της κεντρικής φυλακής, μια γυναίκα με άδειο βλέμμα περιμένει τον Δεκέμβριο, την ημερομηνία που το κράτος έχει ορίσει για το τέλος της. Το όνομά της είναι Goli Kouhkan. Δεν έχει ταυτότητα, δεν έχει διαβατήριο, δεν έχει τίποτα που να την αποδεικνύει ως υπαρκτό πρόσωπο, πέρα από τη φωνή της, που δεν την άκουσε ποτέ κανείς. Είναι 25 ετών και εδώ και επτά χρόνια ανήκει στους μελλοθάνατους. Το έγκλημά της: σκότωσε τον κακοποιητικό σύζυγό της. Η ποινή της: απαγχονισμός, εκτός αν καταφέρει να πληρώσει 90.000 ευρώ, το λεγόμενο «blood money», δηλαδή τη χρηματική αποζημίωση που στο Ιράν αντικαθιστά τη συγχώρεση.
Γεννήθηκε σε μια φτωχή οικογένεια της μειονότητας των Baluch, εκεί όπου τα κορίτσια δεν πηγαίνουν σχολείο και οι πατεράδες δεν τις αποχαιρετούν αλλά τις “παραδίδουν”. Παντρεύτηκε στα 12, με τον ξάδερφό της. Στα 13, γέννησε το πρώτο της παιδί στο πάτωμα ενός σπιτιού χωρίς γιατρό, χωρίς καμία ιατρική φροντίδα. Στα 18, βρέθηκε με χειροπέδες, κατηγορούμενη για φόνο. Και σήμερα, στα 25, περιμένει στο κελί της.
Ο σύζυγός της τη χτυπούσε συστηματικά. Την απομόνωσε από κάθε κοινωνική επαφή, της απαγόρευσε να βλέπει τους δικούς της, της φερόταν σαν ιδιοκτησία. Όταν κάποτε προσπάθησε να φύγει και γύρισε στο πατρικό της, ο πατέρας της την έδιωξε με την ανατριχιαστική φράση: «Σε έδωσα με λευκό φόρεμα. Αν είναι να γυρίσεις, θα γυρίσεις με σάβανο».
Το Μάιο του 2018, τον βρήκε να χτυπάει άγρια τον πεντάχρονο γιο τους. Πανικόβλητη, κάλεσε τον ξάδερφό της για βοήθεια. Ο καβγάς που ακολούθησε τελείωσε με τον θάνατο του άντρα της. Η Goli κάλεσε η ίδια ασθενοφόρο και αστυνομία. Είπε την αλήθεια, όσο την καταλάβαινε. Συνελήφθη την ίδια μέρα. Στο δικαστήριο, δεν είχε δικηγόρο, δεν γνώριζε τα δικαιώματά της, δεν ήξερε καν να γράψει το όνομά της. Ομολόγησε τα πάντα κάτω από απειλές και πίεση. Αυτή η “ομολογία” ήταν αρκετή για να την καταδικάσει σε θάνατο.
