Όταν ο Ραμζάν Καντίροφ ανέλαβε επισήμως την προεδρία της Τσετσενίας το 2007, είχε ήδη εδραιώσει πλήρως τον έλεγχο της περιοχής. Τα ανώτατα αξιώματα (κυβερνητικά, οικονομικά και ασφαλείας) βρισκόντουσαν ήδη στα χέρια των στενών του συγγενών και φίλων. Από τότε, αυτό το προσωποπαγές καθεστώς έχει ενισχυθεί δραματικά.
Το πρότυπο διακυβέρνησης στην Τσετσενία δεν φέρει καμία σχέση με κομματικές ή γραφειοκρατικές δομές άλλων ρωσικών περιοχών. Αντίθετα, όλα κρίνονται με βάση την οικογενειακή σχέση και την αδιάσειστη αφοσίωση προς τον ίδιο. Κάποιοι αναλυτές έχουν παρομοιάσει το καθεστώς της Τσετσενίας με εκείνο της Συρίας επί Ασσάντ. Ο Ραμζάν είναι ο αρχηγός της οικογένειας και παράλληλα νομοθέτης, ιερέας και ιδεολογικός καθοδηγητής. Ο Καντίροφ ανακυκλώνει συχνά διάφορους συγγενείς ή στενούς συνεργάτες σε διαφορετικά πόστα, εξασφαλίζοντας έτσι μια διαρκή εικόνα εσωτερικής κίνησης και αποτελεσματικότητας, παρά τα περιορισμένα προσόντα των διορισμένων.
Σε αυτό το προσωποκεντρικό, οικογενειοκρατικό και συχνά τρομακτικό αφήγημα εξουσίας, οι πρωταγωνιστές είναι μέλη μίας δυναστείας. Ο Καντίροφ έχει εξασφαλίσει κάθε βραχίονας εξουσίας να λειτουργεί υπό την οικογενειακή του κάλυψη. Η εικόνα είναι ξεκάθαρη: η Τσετσενία δεν διοικείται, απλώς υπακούει.
Το 2021, έρευνες έδειχναν ότι περίπου 6 από τις 23 κορυφαίες θέσεις στην τσετσενική κυβέρνηση κατέχονταν από παιδιά ή συζύγους του Καντίροφ, ενώ άλλες 5 από στενούς συγγενείς. Το 2018, το BBC εκτίμησε ότι από τους 158 ανώτερους αξιωματούχους, σχεδόν 47 ήταν συγγενείς του Καντίροφ. Μέχρι το 2022, οι συγγενείς του (στενοί και μακρινοί) που υπηρετούσαν σε δημόσια αξιώματα ξεπερνούσαν τους 50, περιλαμβάνοντας κυβερνητικούς υπαλλήλους, βουλευτές, ακόμη και επικεφαλής αγροτικών συνεταιρισμών.









