Υπήρξε κάποτε η πλουσιότερη οικογένεια του κόσμου. Μια δυναστεία που έβγαλε δισεκατομμύρια ρουφώντας πετρέλαιο από τα σωθικά της Μέσης Ανατολής και έχτισε το όνομά της πάνω σε χρυσό και ατελείωτα διαζύγια. Αλλά το όνομα Getty έγινε τελικά συνώνυμο όχι με την ευτυχία ή την ευημερία, αλλά με κάτι πιο υπόγειο, πιο λυρικά μαύρο: μια κατάρα που έμοιαζε να καταπίνει διαδοχικά τους απογόνους της. Μια δυναστεία τόσο χορτασμένη που τελικά έμαθε μόνο να πεινάει.
Όταν το 1973 απήγαγαν τον 16χρονο John Paul Getty III στην Ιταλία, ήταν σαν να απήγαγαν τον ίδιο τον πυρήνα της οικογενειακής ψευδαίσθησης: ότι τα χρήματα προστατεύουν, σώζουν, εξαγνίζουν. Κι όταν οι απαγωγείς έστειλαν το κομμένο του αυτί σε εφημερίδα της Καλαβρίας, ο παππούς του, ο θρυλικός J. Paul Getty, ο πλουσιότερος άνθρωπος στον πλανήτη, είδε τον εγγονό του σαν επενδυτικό ρίσκο.
Ήταν, όπως έγραψε ο John Pearson στη βιογραφία Painfully Rich, η επιτομή του μυστηρίου: «Γιατί η περιουσία των Getty φαίνεται να καταπίνει τόσο βάναυσα εκείνους που τη δικαιούνται;».


