ΤΟ ΒΗΜΑ logo

Γιώργος Ζώης – Σε πρώτο Ενικό: «Θεωρώ το σινεμά πια μια σχεδόν επαναστατική πράξη»

Γιώργος Ζώης – Σε πρώτο Ενικό: «Θεωρώ το σινεμά πια μια σχεδόν επαναστατική πράξη» 1
Photo Credits: Δημήτρης Καπάνταης

Ο σκηνοθέτης της ταινίας «ΑΡΚΑΝΤΙΑ» Γιώργος Ζώης μιλά «Σε πρώτο Ενικό» στο ΒΗΜΑ/GRACE για το πώς γεννήθηκε μέσα του η ιδέα για το συγκεκριμένο φιλμ, για τα «φαντάσματα» που όλοι μας, λίγο – πολύ, σέρνουμε μαζί μας παντού και για την έως τώρα ζωή του που είναι άκρως κινηματογραφική.

ΑΠΟ ΜΑΡΙΑ ΜΟΥΡΕΛΑΤΟΥ

Η εμπειρία της συνέντευξης για το ΒΗΜΑ/GRACE με τον Γιώργο Ζώη θα έλεγα ότι μοιράστηκε σε τρεις «πράξεις». Όλα ξεκίνησαν όταν πρωτοάνοιξαν τα φώτα στον «Μικρόκοσμο» και ο ίδιος, ως σκηνοθέτης της ταινίας «ΑΡΚΑΝΤΙΑ» την οποία είχαμε μόλις παρακολουθήσει με κομμένη την ανάσα κι αναστατωμένη την καρδιά, ανέλαβε να μας ξεδιαλύνει όλα τα μυστήρια που είδαμε για περίπου μιάμιση ώρα να εκτυλίσσονται ενώπιόν μας στη μεγάλη οθόνη, σε αυτό το ατμοσφαιρικό - και κάπως μεταφυσικό – φιλμ, με πρωταγωνιστές τους μοναδικούς στο είδος τους, Βαγγέλη Μουρίκη και Αγγελική Παπούλια.

Μέχρι να τον συναντήσω μερικές ημέρες μετά στο εσωτερικό των κινηματογράφων «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ» (το οποίο παραμένει συγκινητικά άθικτο), είχα σίγουρα πει σε όποιον βρήκα μπροστά μου, σε πραγματικό περιβάλλον ή και μέσα από τα «σόσιαλ», πως θα πρέπει οπωσδήποτε να δει την ταινία ενώ ταυτόχρονα ξυπνούσα και κοιμόμουν με τη μουσική της ταινίας (κυρίως τον «Βασιλιά της Σκόνης» του Παύλου Παυλίδη και το «Άσε με να φύγω» της Αλέκας Κανελλίδου) η οποία είχε πλέον ένα εντελώς άλλο, «αντίστροφο» νόημα που μόνο οι «μυημένοι», δηλαδή οι θεατές του «ΑΡΚΑΝΤΙΑ», μπορούν να αντιληφθούν. Για να μην αναφερθώ στο τι είχε συμβεί στο εσωτερικό μου σύμπαν όσον αφορά τα «φαντάσματα» της ζωής μου και τον τρόπο που άρχισα, για πρώτη φορά, να τα βλέπω. Κι ύστερα ήρθε η δεύτερη «πράξη», που ξεκίνησε με την είσοδό μας, για τις ανάγκες της φωτογράφισης, στο ολοζώντανο εσωτερικό του «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ» στη Σταδίου, το σινεμά – φάντασμα όπως θα έλεγε ο ίδιος αργότερα, κατά τη διάρκεια της κουβέντας μας.

Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ»; Κάποια στιγμή, στο μυαλό μου συνέδεσα την απώλεια μιας αγάπης με τη δημιουργία ενός φαντάσματος. Σε προσωπικό επίπεδο. Είναι αυτό που ξυπνάς το πρωί και φτιάχνεις δύο ποτήρια τσάι, ας πούμε. Ή βλέπεις τον άλλο μέσα στο πλήθος.

Ατέλειωτες νύχτες μέσα στις εμβληματικές κινηματογραφικές του αίθουσες και αμέτρητα στιγμιότυπα στο πεζοδρόμιο έξω από την κεντρική του είσοδο πέρασαν σαν «φλας μπακ» μπροστά από τα μάτια μας όσο η οικογένεια Τσακαλάκη που διαχειρίζεται πλέον τον ιστορικό, αθηναϊκό κινηματογράφο μας ξεναγούσε στους άριστα συντηρημένους χώρους του. Τελευταία «πράξη» η ίδια η συζήτηση με τον Γιώργο Ζώη «Σε πρώτο Ενικό» σε ένα πολύ μικρό καφέ - μπαρ στην Ομήρου, όπου μου εξήγησε λίγο καλύτερα τι παίζει με τη φάση του. Αυτό που κατάλαβα ευθύς εξαρχής – σε μια συζήτηση που σε πολλά σημεία άγγιζε τα όρια της ψυχανάλυσης – είναι πως η διαχείριση της απώλειας (που είναι και το κεντρικό θέμα του «ΑΡΚΑΝΤΙΑ») τον είχε απασχολήσει από μικρό παιδί. Και τότε που έχασε ως παιδί μια μεγάλη ελιά που υπήρχε στη «φοβερή αλάνα» δίπλα στο σπίτι του στην Κηπούπολη, όπου, όπως μου είπε, πήγε και έκαψε στον «κρατήρα» της τρύπας που δημιουργήθηκε στο έδαφος «τα παιδικά του όνειρα». Αλλά και αργότερα, όταν το 1991 βίωσε από πρώτο χέρι στο σπίτι έναν «πλανητικό θάνατο» με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης και τον πατέρα του που ήταν ΚΚΕ και έβλεπε τα σχετικά, τηλεοπτικά πλάνα απαρηγόρητος περιμένοντας την «αντεπανάσταση» που, όμως, δεν ήρθε ποτέ.

Να σας πω επίσης – εν είδει σπόιλερ – πως κάποια μέρα ο Γιώργος Ζώης, έχοντας ζήσει τον Δεκέμβρη του 2008 για 32 μέρες στον δρόμο, καθώς τη στιγμή της δολοφονίας του Αλέξη Γρηγορόπουλου βρισκόταν σε μια συναυλία στο An Club κι ήταν ανάμεσα στους 50 που έστησαν τα πρώτα οδοφράγματα, ίσως κάνει μια ταινία για αυτό. Και να σας πω και ότι ως απόφοιτος της Σχολής Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικων Επιστημών του Πολυτεχνείου, είναι εξαιρετικά πιθανό μια μέρα να ανακαλύψει μια νέα θεωρία που επεξεργάζεται εδώ και καιρό, όπου στην εξίσωση του χώρου και του χρόνου εισάγεται για πρώτη φορά και ο «παράγοντας» της αγάπης, που κατά τον ίδιο καμπυλώνει τον χωροχρόνο. Τέλος, να σας ομολογήσω ότι ο στόχος μου με αυτή τη συνέντευξη είναι ξεκάθαρος: θέλω να σας πείσω να πάτε σε έναν κινηματογράφο (Έλλη, Ελιζέ, Μικρόκοσμο ή Ζέα Digital Cinema) να δείτε το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ».

Ιδανικά, θα ήθελα να δείτε το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ» πρώτα και μετά να διαβάσετε τη συνέντευξη. Θα έχετε ήδη υποψιαστεί ότι για να επιμένω τόσο θα πρέπει να μου άρεσε πολύ. Μου άρεσε πιο πολύ κι από ό,τι υποψιάζεστε. Η σκηνή με την μπασκέτα στο σκοτεινό δάσος με έχει στοιχειώσει και κάθε μουσικό κομμάτι που ακούστηκε στην ταινία το τραγούδησα δυνατά μέσα στην αίθουσα καθώς οι στίχοι με χτυπούσαν λίγο στο στομάχι και λίγο στην καρδιά. «Ξέρω πως δεν θα ‘ρθεις ξανά, άλλη φορά δεν θα σε δω, όμως για μένα είσαι εδώ...». Δεύτερο σπόιλερ – το «Είσαι παντού και πουθενά» το τραγουδάνε ντουέτο στο «ΑΡΚΑΝΤΙΑ» ο Μουρίκης και η Παπούλια. Μερικές φορές η ζωή είναι πολύ ωραία. «Τόπος στους ερωτευμένους», που λέει και ο Ζώης.

##

*Τη δεκαετία του ’80 μέναμε σε μια ωραία, οικογενειακή πολυκατοικία στην Κηπούπολη. Από πάνω και από κάτω ήταν τα ξαδέρφια μου και μέσα υπήρχε μια αυλή, που συνδεόταν με μια απέναντι πολυκατοικία όπου ήταν τα άλλα ξαδέρφια μου. Ως παιδιά, πηγαίναμε από κάτω από το ένα σπίτι στο άλλο και συναντιόμασταν και στον κοινό κήπο των δύο πολυκατοικιών. Δίπλα ακριβώς υπήρχε μια φοβερή αλάνα που είχε μια μεγάλη ελιά. Κάποια στιγμή, ήρθαν και έβγαλαν την ελιά και δημιουργήθηκε μια τρύπα, ένας «κρατήρας», όπου δεν μπορούσαμε να προσεγγίσουμε. Και πριν δύο χρόνια που έψαξα κάτι παιδικά μου τετράδια, διάβασα ότι έγραφα για εκείνη τη μέρα ότι ήρθαν κι έβγαλαν αυτήν την ελιά που ξεκουραζόμασταν κάτω από τη σκιά της και ότι εγώ πήγα εκεί, στον «κρατήρα», και έκαψα τα παιδικά μου όνειρα.

*Μια πρώτη έντονη ανάμνηση που έχω ήταν από όταν έπεσε η Σοβιετική Ένωση, το 1991, που επειδή ο μπαμπάς μου είναι ΚΚΕ, βλέπαμε τηλεόραση – και μάλιστα από την “Grundig” που την είχε φέρει η θεία μου από τη Γερμανία - και ο μπαμπάς μου έκλαιγε. Κι εγώ ένιωθα εκείνη τη στιγμή ότι αυτό είναι κάτι πολύ σημαντικό για τον πλανήτη. Και κάπως οι γονείς μου περίμεναν τις επόμενες μέρες ότι θα γίνει η αντεπανάσταση και θα νικήσουν. Αλλά δεν γινόταν. Και περιμέναμε. Κι εγώ καταλάβαινα ότι βίωνα το τέλος μιας εποχής, την οποία δεν έχω βιώσει αλλά βίωνα ήδη έναν θάνατο. Έναν πλανητικό θάνατο.

*Ο πατέρας μου είναι ελαιοχρωματιστής αλλά ο ίδιος πάντα έλεγε πως είναι «ζωγράφος μεγάλων επιφανειών». Έκανε έργα, συνήθως άλογα, αλλά τους πιο περίεργους πίνακές του, που ήταν κάτι πυραμίδες της Αιγύπτου με γυμνές γυναίκες, τους είχα στο παιδικό μου δωμάτιο. Κι έτσι, πάντα, από μικρά που ήμασταν, αντιλαμβανόμασταν πολύ απενοχοποιημένα τα πράγματα σε σχέση με το γυμνό.

*Ως έφηβος ήμουν στο πιο αλήτικο γυμνάσιο που έπαιζε, το 4ο Γυμνάσιο Πετρούπολης, αλλά ήμουν απουσιολόγος και έλεγα ότι είμαι στη «συμμορία των απουσιολόγων». Έκανα παρέα με τα πιο αλητάκια, τους γλίτωνα και απουσίες αλλά, ταυτόχρονα, ήμουν κι ο καλύτερος μαθητής και πολιτικά ενεργός. Ήμουν στο δεκαπενταμελές, τους «την έλεγα», κάναμε καταλήψεις. Ήμουν λίγο ο «intellectuel αναρχικός» του σχολείου και πάντα μπροστά για πορείες, κινήματα, περισσότερο στον χώρο της αναρχίας.

Oι ταινίες που φτιάχνω είναι λίγο σαν ένα «τριπ» που λέμε. Σαν να παίρνεις ένα χαπάκι για να «φύγεις» και με μυαλό και με καρδιά και με όλα, για να κάνεις ένα ταξίδι που μπορεί να σε μεταμορφώσει, να σε αγγίξει λίγο πιο βαθιά, να σου δώσει μια άλλη οπτική.

*Μικρός ήθελα να γίνω πιλότος στα μαχητικά, είχα μεγάλη πώρωση. Διάβαζα τότε και το περιοδικό «Πτήση και Διάστημα» και έλεγα ότι «εγώ θα γίνω κόκκινος πιλότος», δηλαδή πιλότος επαναστάτης, και όχι όπως ήταν οι περισσότεροι, «εθνίκια» και φασιστές. Υπήρχε κι ένας χρυσαυγίτης στο σχολείο τότε ο οποίος έμενε απέναντί μου και είχε φτιάξει στην ταράτσα ένα κουβούκλιο στρατιωτικό και είχαμε φοβερό «πόλεμο» από το μπαλκόνι μου. «Πολεμούσαμε» με μουσικές. Αυτός έβαζε κάτι εμβατήρια, κάτι φασιστικά και εγώ έβαζα “Rage against the Machine”. Μέχρι που όντως κάποια στιγμή χτυπηθήκαμε.

*Η επιθυμία μου να γίνω πιλότος έφυγε στην Β’ Λυκείου που μου έκαναν εξετάσεις και είδαν ότι είχα φουλ αστιγματισμό και τα λοιπά οπότε δεν μπορούσα να περάσω. Και θυμάμαι ότι με έπιασε φοβερό κλάμα και μετά ήμουν πολύ αρνητικός στο φροντιστήριο, δεν διάβαζα και ο καθηγητής μου άρχισε τα «τι γίνεται ο Ζώης;». Και τους είπα ότι δεν έχω σκοπό να διαβάζω πια γιατί δεν έχω στόχο. Την πρώτη χρονιά δεν έδωσα και θυμάμαι ότι μέχρι τον Δεκέμβρη οι καθηγητές έπαιρναν τηλέφωνο σπίτι κι έλεγαν, «μα τι κάνει ο Γιώργος;», γιατί το είχα πολύ με Μαθηματικά, Φυσική, Χημεία. Μάλλον είχα κατάθλιψη και οι γονείς μου δεν ήξεραν πώς να το αντιμετωπίσουν, δεν υπήρχαν τότε ψυχολόγοι. Και θυμάμαι ότι μόνος μου τα κατάφερα. Μια μέρα, γύρω στον Γενάρη, ξύπνησα ένα πρωί, ντύθηκα και μου είπε η μητέρα μου «πού πας;» και της είπα, «φροντιστήριο», που όμως δεν είχα γραφτεί. Και πάω, ανοίγω την πόρτα, μπαίνω μέσα, κάθομαι κανονικά στη θέση μου και θυμάμαι είναι ο καθηγητής Φυσικής, ο οποίος με παρακαλούσε να πάω, και ρωτάει «πως θα το κάνουμε αυτό;». Δεν σήκωνε χέρι κανείς και λέω εγώ, «θα κάνουμε αυτό και αυτό». Και με το που το είπα, ο καθηγητής μου δάκρυσε, ήρθε με αγκάλιασε και μετά με αγκάλιασαν όλα τα παιδιά και έκλαιγαν. Και κάπως έτσι έδωσα ξανά, πέρασα στο Πολυτεχνείο και επέστρεψα.

*Στο φροντιστήριο στα Λιόσια είχα έναν καθηγητή τον Νίκο Σούρμπη, που μας έβαλε μια μέρα να δούμε στην ταράτσα τους «Αποντες». Κι ενώ οι περισσότερο γελούσαν, εμένα κάποια στιγμή μου κόπηκε το γέλιο και είπα «πω, πω δυνατό ήταν αυτό». Και έναν χρόνο μετά, που ήμουν πια στο Πολυτεχνείο κι έκανα το πρώτο μου ταξίδι με τη φίλη μου στην Αμοργό, αυτή έφερε μαζί της μια κάμερα “Hi 8” που της είχε πάρει δώρο ο πατέρας της. Και με το που κοίταξα λίγο μέσα από το viseur, μού φανερώθηκε ένας νέος κόσμος. Η μεγάλη ανακάλυψη για εμένα δεν ήταν ότι μπορούσα να φτιάξω τον κόσμο σε κάδρο. Ήταν το τι άφηνα έξω από αυτό το κάδρο. Και έκανα αυτό το βιντεάκι των διακοπών και τρελάθηκα. Μ' άρεσε πάρα πολύ. Και πάντα έλεγα ότι κάποια στιγμή θα γίνω σκηνοθέτης.

Ως σκηνοθέτης σίγουρα πρέπει να εμπνεύσεις τους ανθρώπους. Δεν μπορείς να περιμένεις ότι όλοι θα αποδεχτούν ότι έχεις κάνει ένα αριστούργημα στο μυαλό σου και ότι θα πρέπει να σε υπηρετήσουν. Πρέπει να τους εμπνεύσεις.

*Ο (σ.σ. Νίκος) Γραμματικός μου έδωσε το έναυσμα ότι κάτι αξίζει να ειπωθεί σαν ταινία αλλά μετά ήμουν βοηθός στον Αγγελόπουλο, στη «Σκόνη του χρόνου». Ξεκινήσαμε πέντε βοηθοί, μετά έμεινα μόνος και περάσαμε ένα ολόκληρο καλοκαίρι μαζί, σχεδόν ένα αλόκληρο χρόνο. Ως θεατής του σινεμά του, μού έμεινε το να σκέφτομαι ότι μπορώ να πω μια ιστορία με ένα τρόπο ξεχωριστό και με προτεραιότητα στη «φόρμα». Και επίσης ότι οι ωραίοι καλλιτέχνες, αυτοί που σέβομαι και θαυμάζω, έχουν πάντα μια δική τους υπογραφή, ένα δικό τους ύφος, και αυτό είναι πολύ δυνατό. Ο Αγγελόπουλος, επίσης, δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, σαν σκυλί πραγματικά. Και έλεγα τότε ότι άμα θέλω να κάνω αυτό, πρέπει και εγώ να είμαι ταπεινός και να δουλεύω πάρα πολύ.

*Η πρώτη στιγμή που ένιωσα ότι μάλλον τα καταφέρνω σε αυτό που διάλεξα να κάνω ήτανστο “Casus Belli”, στην πρώτη μου μικρού μήκους. Όταν κάναμε αυτήν την ταινία πιστεύω ότι όλοι νιώθαμε ότι κάνουμε κάτι λίγο διαφορετικό. Και, όντως, πήγε πάρα πολύ καλά. Και, μάλιστα, επειδή τότε η οικογένειά μου είχε μείνει άνεργη, ζήσαμε από τα πνευματικά δικαιώματα της ταινίας, από τη Γαλλία, για τρία χρόνια. Είχαμε μείνει με 8 ευρώ οικογενειακώς. Ήταν 2011, ο μπαμπάς μου ήταν άνεργος δύο χρόνια, η μαμά μου οικιακά, δεν είχαν δουλειά καθόλου. Και θυμάμαι ότι μου φέρνει η μαμά μου ένα πιάτο μακαρόνια με τυρί και της λέω, «δεν μπορούμε να φτιάξουμε και μια σάλτσα ντομάτας;». Και μου λέει, «δεν έχουμε λεφτά για ντομάτες» και ότι έχουμε μείνει με 8 ευρώ. Και τότε κερδίσα το πρώτο βραβείο “Casus Belli” από το Ντουμπάι, ήταν 5.000 ευρώ, οπότε ο λογαριασμός έγινε 5.008 ευρώ. Και έτσι άρχισα να να ζω από την ταινία μου.

*Ανατρίχιασα λίγο όταν μπήκα για τη συνέντευξή μας στο «Αττικόν». Θυμήθηκα ότι είχα πάει εκεί σε ένα αφιέρωμα του Μπουνιουέλ που δεν υπήρχαν καθίσματα και καθόμασταν στο διάδρομο για να δούμε. Θυμήθηκα όλη αυτήν τη ζεστασιά που νιώθαμε όταν πηγαίναμε φοιτητές και ανακαλύπταμε τον κόσμο μέσα από το σινεμά. Και τώρα είναι σαν ένα φάντασμα. Ένα φάντασμα - σινεμά.

Θεωρώ το σινεμά πως είναι πια, σχεδόν, μια επαναστατική πράξη. Γιατί λες «για μιάμιση ώρα θα αφοσιωθώ σε ένα ταξίδι και θα εμβαθύνω». Και επειδή εμβαθύνεις, μόνο κέρδος έχεις γιατί αλλάζει κάτι μέσα σου.

*Πιστεύω ότι κάποιοι άνθρωποι εκτιμούν ξανά την εμπειρία του σινέμα. Και γι' αυτό βλέπεις ότι κάνουν αφιέρωμα π.χ. στον David Lynch και γίνεται χαμός. Θέλουν όλοι να πάνε να το δουν σαν ένα γεγονός πια. Δεν πας στο σινεμά όπως πήγαιναμε εμείς παλιά ως μέρος της καθημερινότητας. Τώρα πηγαίνεις να ζήσεις μια εμπειρία. Δεν είναι τυχαίο που τώρα υπάρχουν ταινίες τριώρες και τετράωρες. Και εγώ θα ήθελα να κάνω τέτοια πράγματα. Θεωρώ ότι θα υπάρξει ένα τέτοιο δίπολο, με ταινίες «κατανάλωσης» για να ξεχαστείς το βράδυ που είσαι «κομμάτια» από τη δουλειά και άλλες ταινίες που λες mouth-to-mouth στον άλλο, σαν δώρο, «πήγαινε να τη δεις, θα μετακινήσει κάτι μέσα σου, ειδικά εσύ πήγαινε να την δεις».

*Ό,τι ταινίες έχω σκεφτεί μέχρι στιγμής, τις έχω κάνει. Δεν έχω κάποιο απωθημένο. Αυτό που θα ήθελα τώρα είναι να κάνω ταινίες έξω, σε άλλη γλώσσα. Και θα ήθελα επίσης να πληρώνομαι και να ζω από αυτές. Ένιωσα πάρα πολύ τον Brady Corbet που είπε ότι για το “Brutalist” δεν έχει βγάλει ένα δολάριο. Έχουμε τρέξει τόσο πολύ για τις ταινίες μας και είμαστε ο τελευταίος τροχός της αμάξης. Πρέπει πρώτα να πληρωθούν όλοι οι υπόλοιποι και στο τέλος εμείς, με αστεία ποσά. Θα ήθελα πραγματικά να πληρώνομαι για αυτήν τη δουλειά.

Έχω διάφορα φαντάσματα. Αλλά σίγουρα, μετά την ταινία, περπατάω με πιο άνετα παπούτσια.

*Πώς ξεκίνησε η ιδέα για το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ»; Είναι λίγο θολό το τοπίο εδώ. Ξεκίνησε από τρεις ιστορίες αγάπης. Κάποια στιγμή, στο μυαλό μου συνέδεσα την απώλεια μιας αγάπης με τη δημιουργία ενός φαντάσματος. Σε προσωπικό επίπεδο. Είναι αυτό που ξυπνάς το πρωί και φτιάχνεις δύο ποτήρια τσάι, ας πούμε. Ή βλέπεις τον άλλο μέσα στο πλήθος. Είναι αυτό που όταν χάνεται ένας έρωτας, γεννιέται ένα φάντασμα. Νομίζω ότι όταν συνέδεσα την απώλεια μιας αγάπης με τη γέννηση ενός φαντάσματος, μετά μου άρεσε πολύ αυτό που σκέφτηκα. Κάπως με «χτύπησε» ότι εμείς στοιχειώνουμε τα φαντάσματα και όχι αυτά εμάς. Εμείς τα σέρνουμε και τα κουβαλάμε πίσω μας. Και κάπως νιώθω ότι είναι και αλήθεια αυτό. Δηλαδή, δεν είμαστε λίγο οι εμμονές μας, τα φαντάσματά μας; Δεν τα σέρνουμε και αυτά μας λένε διάφορα; Θα μπορούσαν να μιλάνε και να μας λένε, «Άσε με να φύγω». Και εμείς εκεί. Να μην ακούμε, να είμαστε εδώ και να νομίζουμε ότι εμείς υποφέρουμε και να υποφέρει το φαντάσματάκι μας δίπλα.

*Έχω διάφορα «φαντάσματα». Αλλά σίγουρα, μετά την ταινία, περπατάω με πιο άνετα παπούτσια.

*Oι ταινίες που φτιάχνω είναι λίγο σαν ένα «τριπ» που λέμε. Σαν να παίρνεις ένα χαπάκι για να «φύγεις» και με μυαλό και με καρδιά και με όλα, για να κάνεις ένα ταξίδι που μπορεί να σε μεταμορφώσει, να σε αγγίξει λίγο πιο βαθιά, να σου δώσει μια άλλη οπτική. Αυτό τουλάχιστον θα ήθελα. Και θα ήθελα, επειδή και το «ΑΡΚΑΝΤΙΑ» είναι έτσι, να ακολουθεί τον θεατή και μετά την προβολή. Και μέρες και χρόνια μετά.

*Ως σκηνοθέτης σίγουρα πρέπει να εμπνεύσεις τους ανθρώπους. Δεν μπορείς να περιμένεις ότι όλοι θα αποδεχτούν ότι έχεις κάνει ένα αριστούργημα στο μυαλό σου και ότι θα πρέπει να σε υπηρετήσουν. Πρέπει να τους εμπνεύσεις. Έχω δει το ίδιο συνεργείο σε έναν σκηνοθέτη να δίνει το 10% των δυνάμεών του και η ταινία να παραπαίει. Και το ίδιο συνεργείο σε άλλον σκηνοθέτη να δίνει το 150% και να γίνεται άλλη ταινία. 

*Έχω τεράστιο respect στον (σ.σ. Γιώργο) Λάνθιμο. Και στην ταινία μου με βοήθησε. Την είδε στο μοντάζ και στο sound design, μου έστειλε παρατηρήσεις, τα είπαμε. Του έχω φοβερό θαυμασμό και σεβασμό και νομίζω ότι έχει ξεφύγει πια, είναι σε τελείως αλλη πίστα και “well done”. Congrats! Επίσης, και σε μια δύσκολη οικονομικά φάση που ήμουν παλιότερα όταν είχα κάνει το “Casus Belli”, που του είχαν πει να κάνει κάτι με τον (σ.σ. Δημήτρη) Παπαϊωάννου στο Μουσείο της Ακρόπολης και τελικά δεν το εκανε ο Παπαϊωάννου και έφυγε και ο Λάνθιμος, μου πρόσφερε εμένα τη δουλειά. Οπότε, γενικά, έχει και γενναιοδωρία.

*Χάνουμε συνέχεια τη μεγάλη εικόνα. Είμαστε μουδιασμένοι, αγχωμένοι. Είναι η μοναδική φορά στην ιστορία που η αναλογία πληροφορίας και δράσης είναι τόσο δραστικά αντίθετη. Μαθαίνουμε τα πάντα για τους πάντες και πράττουμε ελάχιστα. Τίποτα. Μηδέν. Το μόνο που πράττουμε είναι που μαθαίνουμε τον καιρό και λέμε, «α, θα πάρω καπαρντίνα σήμερα». Κάθε είδηση πεθαίνει με το που γεννιέται, οπότε δεν βιώνουμε. Και γι'αυτό θεωρώ το σινεμά πως είναι πια, σχεδόν, μια επαναστατική πράξη. Γιατί αφήνεις τον εαυτό σου χωρίς όλα αυτά και λες «για μιάμιση ώρα θα αφοσιωθώ σε ένα ταξίδι και θα εμβαθύνω». Και επειδή εμβαθύνεις, μόνο κέρδος έχεις γιατί αλλάζει κάτι μέσα σου.

Ο έρωτας είναι φοβερά επαναστατικό αίτημα. Πάντα είχα αυτήν την έκφραση που έλεγα, «Τόπος στους Ερωτευμένους». Μου φαίνεται τόσο όμορφο δύο άνθρωποι να είναι ερωτευμένοι και να μην νοιάζονται για τίποτα άλλο γύρω τους.

*Κάθε χρόνο πάω στη Δονούσα, για έναν μήνα, σε ένα συγκεκριμένο δωμάτιο και, με το που φεύγω, κλείνω και τον επόμενο χρόνο και είμαι κάθε φορά εκεί. Αυτό είναι το προσωπικό μου residence, η μικρή μου ουτοπία. Ό,τι και να γίνεται στην Αθήνα, εγώ τα έχω ήδη κλείσει και ξέρω πότε θα πάω. Και, βέβαια, πάω πάντα Ιούνιο.

*Ο έρωτας είναι φοβερά επαναστατικό αίτημα. Πάντα είχα αυτήν την έκφραση που έλεγα, «Τόπος στους Ερωτευμένους». Μου φαίνεται τόσο όμορφο δύο άνθρωποι να είναι ερωτευμένοι και να μην νοιάζονται για τίποτα άλλο γύρω τους. Ακόμα και να είναι αυτό που λένε οι ψυχολόγοι ότι στην αρχή ο ένας ερωτεύεται τον άλλο μέσα από τα μάτια του άλλου και βλέπουν πόσο ωραίοι είναι, δεν με νοιάζει. Με νοιάζει ότι αυτοί οι δύο άνθρωποι είναι σαν μια μικρή διάσπαση του χωροχρόνου και είναι κάτι φοβερά μαγικό. Ναι. Τόπος στους ερωτευμένους.

Oι σχέσεις απαιτούν αφοσίωση, απαιτούν λίγο focus. Kαι άμα είσαι defocused όλη την ώρα και δεν εμβαθύνεις, μου φαίνεται δύσκολο να μπορείς να εμβαθύνεις μετά και στις σχέσεις.

*Τι πάει λάθος στις σχέσεις σήμερα;Νομίζω είναι αυτό: πώς ανοίγεις, ρε παιδί μου, πολλές φορές 15 tab και δεν διαβάζεις ποτέ τίποτα μέχρι τέλους, δεν μαθαίνεις κάτι και απλώς καταναλώνεις πληροφορία; Oι σχέσεις απαιτούν αφοσίωση, απαιτούν λίγο focus. Kαι άμα είσαι defocused όλη την ώρα και δεν εμβαθύνεις, μου φαίνεται δύσκολο να μπορείς να εμβαθύνεις μετά και στις σχέσεις.

*Όποιοι θέλουν «γιατρικό» για τον πόνο του χωρισμού, να δουν την ταινία μου. «ΑΡΚΑΝΤΙΑ».

*Περπατάω πάρα πολύ στην Αθήνα και μου αρέσει τρελά, δηλαδή κάθε μέρα περπατάω ώρες, δεν μπαίνω σχεδόν ποτέ σε ταξί, μετρό, μέσα μεταφοράς. Και το αμάξι το παίρνω σπάνια. Το περπάτημα με «γειώνει» πολύ και για το άγχος που έχω. Περπατάω πολύ και το απολαμβάνω.

*Με το πρωινό μου βλέπω σίγουρα NBA highlights φουλ, κάθε μέρα.

*Έχω κάνει πολλά ακραία πράγματα. Η μεγαλύτερη τρέλα που έχω κάνει είναι παράνομη και δεν μπορώ να την πω. 

*Μου αρέσει πολύ να δημιουργώ το βράδυ. Αλλά μου αρέσει πάρα πολύ και να ξυπνάω το πρωί. Τα πολύ πρωινά μου γύρισματα είναι τα πιο ωραία.

*Μεταξύ ενός αράγματος με φίλους κι ενός ρομαντικού ραντεβού, προτιμώ το ρομαντικό ραντεβού.

Όποιοι θέλουν «γιατρικό» για τον πόνο του χωρισμού, να δουν την ταινία μου. «ΑΡΚΑΝΤΙΑ».

*Κάποια στιγμή βρισκόμουν σε ένα υπερατλαντικό ταξίδι και είχε ξεφύγει λίγο ο εγκεφαλός μου από τη διαφορά της ώρας. Θυμάμαι ότι ένιωσα ότι ο χρόνος και ο χώρος επηρεάζονται από την αγάπη. Και ότι σκέφτηκα πως σίγουρα μπορεί να βρεθεί μια μαθηματική εξίσωση όπου να υπάρχει ο χώρος, ο χρόνος και η αγάπη και να συνδέονται. Και να μετριέται αυτό το πράγμα. Πώς λέμε ότι ο χωροχρόνος μας καμπυλώνεται και δεν είναι αυτό που βλέπουμε; Ένιωσα ότι η αγάπη είναι ένας παράγοντας αυτής της εξίσωσης του χωροχρόνου μας. Δεν ξέρω αν όλοι κυνηγάμε την αγάπη σαν το «Ιερό Δισκοπότηρο», νιώθω όμως ότι πρέπει σίγουρα να δημιουργηθεί μια νέα γλώσσα. Και όπως υπάρχει χώρος, χρόνος, να υπάρχει και η διάσταση της αγάπης.

*Σε 10 χρόνια από σήμερα θα ήθελα να είμαι υγιής, θα ήθελα να έχω καύλα για δημιουργία και θα ήθελα επίσης να μπορώ να ζω καλά από τη δημιουργία μου.

*Αν είχα ένα θερινό σινεμά, για πρώτη ταινία θα διάλεγα να προβάλλω την «Οδύσσεια του Διαστήματος».

##

**Κι ένα μήνυμα από το ίδιο το πολιτιστικό δίδυμο «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ» εντός του οποίου φιλοξενήθηκε η φωτογράφιση του Γιώργου Ζώη.

Κάποια στιγμή ένιωσα ότι ο χρόνος και ο χώρος επηρεάζονται από την αγάπη. Και σκέφτηκα πως σίγουρα μπορεί να βρεθεί μια μαθηματική εξίσωση όπου να υπάρχει ο χώρος, ο χρόνος και η αγάπη και να συνδέονται. Και να μετριέται αυτό το πράγμα.

«Είμαστε σε αναμονή δεκατρία χρόνια, από την 12η Φεβρουαρίου 2012, ντυμένοι στα μαύρα από την πυρκαγιά. Ωστόσο, αν και πενθούμε ελπιζουμε, περιμένουμε αλλά και κάνουμε ό,τι είναι ανθρωπίνως δυνατόν προκειμένου να ξαναφωτίσουμε τους ιστορικούς κινηματογράφους «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ». Τα δύο τοπόσημα της Αθήνας διατηρούν άθικτες τις αίθουσές τους με τα βελούδινα καθίσματα, οι οποίες διασώθηκαν από την πυρκαγιά μετά από διαδήλωση, χάριν της αυτοθυσίας της οικογένειας Τσακαλάκη και ομάδας εργαζομένων σε αυτά. Η εταιρεία ΣΚΟΥΡΑΣ ΑΕ, από το 1959 μέχρι σήμερα, είναι η ψυχή των κινηματογράφων και συνεχίζει απρόσκοπτα, με σεβασμό και αγάπη, να υποστηρίζει τη μοναδική αυτή διαδρομή τους στο κινηματογραφικό τοπίο. Με την εταιρεία Cinemax συνοδοιπόρο σε αυτήν τη δύσβατη διαδρομή, παραμένουμε άγρυπνοι θεματοφύλακες αυτού του πολιτιστικού θησαυρού της πόλης, των διατηρητέων ιστορικών κινηματογράφων «ΑΤΤΙΚΟΝ και ΑΠΟΛΛΩΝ». Αναμένουμε την επισκευή των πληγέντων τμημάτων του κτιρίου, από το Ίδρυμα που έχει την ιδιοκτησία τους για να επαναφέρουμε πανηγυρικά τη λειτουργία τους».


Demy: Όρια, φόβοι και η επιστροφή στον πυρήνα

Η Ειρήνη και η Έλενα υποδέχονται στο στούντιο τη Demy για μια ειλικρινή συζήτηση που θα σας αγγίξει περισσότερο από όσο φαντάζεστε.


READ MORE

Exit mobile version