Οι ρυτίδες που τόσο επιθυμούσε μικρός «σκιαγραφούν» το πρόσωπό του. Διεκδικεί και κερδίζει από το συνομιλητή του τον ίδιο σεβασμό για τη δουλειά του που δείχνει κι εκείνος, προστατεύοντας τον κόπο του, απ’ όταν ξεκινούσε από τη Ρόδο.
Θυμάται πάντα πώς ξεκίνησε, σε ποιον είναι ευγνώμων, αλλά, ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια σκληρής δουλειάς και τόσες επιτυχίες, η γλώσσα του κοντοστέκεται προτού χρησιμοποιήσει για τον εαυτό του τη λέξη «καριέρα». «Ανοίγει» πάντα όταν μιλά για τη διαδικασία του θεάτρου. Θα πει και την πιο αδιόρατη διά γυμνού οφθαλμού λεπτομέρεια που ανακάλυψε σε κάποιο ρόλο του, για τη ζωή του ως ηθοποιού – πολλές φορές, κοιτάζει στον εσωτερικό του καθρέφτη και μιλά αφοπλιστικά ειλικρινά για τον εαυτό του. «Κλείνει» με συστολή όταν ακούει καλά λόγια.
Αυτή η συνέντευξη ήταν μια ευκαιρία να γνωρίσω τον Γιώργο Χρυσοστόμου από κοντά, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Είναι σοβαρός, όταν γελάει γελάνε και τα μάτια του, έχει ένα ραντάρ συναισθηματικής ευφυΐας, ένα σμιλεμένο ένστικτο που σκανάρει και φιλτράρει λόγια και εκφράσεις – δικές του και του άλλου.
Φυσικά, τον γοητεύει το παράλογο, και στη ζωή και στο θέατρο. Με ένα τέτοιο έργο, άλλωστε –το «Μίστερο Μπούφο» του Ντάριο Φο–, κατέκτησε το 2014 το βραβείο Χορν. «Ίσως γιατί το παράλογο βγάζει περισσότερο νόημα», μου λέει. Φέτος, με το «Κάμπινγκ» στο MEGA και το «Τέλος του παιχνιδιού» του Μπέκετ, επιβεβαιώνει όχι μόνο τη γοητεία που του ασκεί το παράλογο, αλλά και την ανάγκη του να βάζει τρικλοποδιές στον εαυτό του στους ρόλους του και «μετά να βάζω και στους θεατές – να μην περιμένουν ότι θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο». Σωστό! Αν σκεφτεί κανείς ότι το καλοκαίρι έκανε «Όρνιθες», πριν τον σκοτεινό Αρτούρο Ούι και πριν το «Σώσε», Αντιγόνη και το «κουνημένο» «Mute», μια παράσταση χωρίς κείμενο.
Πρώτα κάναμε μια off-the-record απόλυτα ψυχοθεραπευτική κουβέντα και μετά ξεκινήσαμε τη συνέντευξη... Παράλογο;




