Ήταν Ιούλιος του 2023 όταν η είδηση του θανάτου της Sinéad O’Connor βύθισε τη μουσική κοινότητα σε πένθος. Η Ιρλανδή τραγουδίστρια, που μέσα σε λίγες δεκαετίες πρόλαβε να γίνει φαινόμενο, σκάνδαλο, μάρτυρας και προφήτισσα, άφησε πίσω της έναν κόσμο που δεν μπόρεσε ποτέ να την καταλάβει πλήρως. Δύο χρόνια μετά, η κληρονομιά της παραμένει πολύπλοκη, πλούσια και αδιαπραγμάτευτη – όπως και η ίδια.
Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η καταφυγή στη μουσική
Η Sinéad γεννήθηκε στο Δουβλίνο το 1966 και μεγάλωσε σε ένα ταραγμένο οικογενειακό περιβάλλον, με βίαιες εμπειρίες και μια μητέρα που την κακοποιούσε συστηματικά. Τα πρώτα χρόνια της ζωής της ήταν σημαδεμένα από τον πόνο, την εγκατάλειψη και μια αίσθηση βαθιάς απομόνωσης. Όπως λέει, η μητέρα της φαινόταν να τρέφει μίσος για εκείνη.
Σε ηλικία οκτώ χρονών, την έβαλαν να ζήσει στον κήπο του σπιτιού της για εβδομάδες, χωρίς να την αφήνουν να μπει μέσα ακόμη κι όταν η νύχτα έπεφτε. Αυτή η «μοναχική σκοτεινή τιμωρία», όπως την περιέγραφε, έμεινε ανεξίτηλη στη μνήμη της. Οι ξυλοδαρμοί ήταν καθημερινό φαινόμενο στο σπίτι τους, όπως και οι προσβολές. Επιπλέον, η μητέρα της την ανάγκαζε να λέει επανειλημμένα «δεν είμαι τίποτα» κάθε φορά που τη μάλωνε. Ένα είδος σιωπηρής μάθησης της υποταγής και της αυτοαμφισβήτησης . Στη συνέντευξη με τον Dr. Phil, το 2017, η Sinéad περιέγραψε τη μητέρα της ως «ένα ζωντανό βασανιστήριο». «Δεν ήταν υγιής. Ήταν μισή διάβολος».
Η σωτηρία ήρθε μέσα από τη μουσική. Στα 13 έμενε πλέον σε αναμορφωτήριο, μακριά από το κακοποιητικό της περιβάλλον. Εκεί, μια καλόγρια της έμαθε να παίζει κιθάρα στα 15 της. Λίγο αργότερα, ένα demo της O’Connor θα έφτανε στα χέρια της Ensign Records και θα άνοιγε τον δρόμο για την κυκλοφορία του πρώτου της άλμπουμ. «Η μουσική ήταν το μέρος που μπορούσα να φωνάξω, να ουρλιάξω, να προσευχηθώ, να γιατρευτώ. Ήταν ο Θεός μου».
