Η φωτογραφία που βλέπετε, τραβήχτηκε το 1958, στο χωριό Ελ Μοχόν της Λανθαρότε, στα Κανάρια Νησιά. Αποτυπώνει μια ενδιαφέρουσα μέθοδο, η οποία έχει σχεδόν χαθεί στον χρόνο: ένα μωρό θηλάζει από τον μαστό της κατσίκας, ενώ μια ηλικιωμένη γυναίκα το βοηθά, κρατώντας του το κεφάλι. Πρόκειται για μια πανάρχαια πρακτική, αφού για αιώνες οι κατσίκες λειτουργούσαν ως τροφοί, για να θηλάζουν τα βρέφη σε περιόδους που το μητρικό γάλα ήταν δυσεύρετο. Μπορεί το παιδί της φωτογραφίας να είναι ορφανό, η μητέρα του να λείπει ή να είναι άρρωστη ή απλώς να μην παράγει αρκετό γάλα. Για αυτές τις περιπτώσεις, προσλάμβαναν τροφούς. Όμως, όχι όλοι. Η τροφός ήταν πολυτέλεια. Η κατσίκα, όχι.
Η χρήση του γάλακτος της κατσίκας ως υποκατάστατο του μητρικού, υπήρξε κοινή πρακτική ήδη από τον 16ο αιώνα. Ακόμα και τον 18ο αιώνα, στην Ευρώπη του Διαφωτισμού — ή μάλλον, στην Ευρώπη που διαφωτιζόταν άνισα και αργά — οι κατσίκες τρέφανε παιδιά. Ιστορικές αναφορές καταδεικνύουν ότι η επιτυχία αυτής της πρακτικής είχε να κάνει με την εξαιρετική προσαρμογή του γάλακτος της κατσίκας στις ανάγκες των βρεφών.

Δεν συμφωνούσαν όλοι. Η εικόνα ενός παιδιού να θηλάζει από κατσίκα ξένιζε ακόμα και τότε. Ορισμένοι γιατροί προειδοποιούσαν πως το γάλα μπορούσε να μεταφέρει αρρώστιες, πως ήταν δύσκολο να διατηρηθεί καθαρό, πως τα ζώα δεν ήταν τροφοί αλλά...τροφή!
Κι όμως, την ίδια στιγμή, άλλοι γιατροί το σύστηναν. Ο Πιερ Μπρουζέ παρατηρούσε ότι τα παιδιά που μεγάλωναν με γάλα κατσίκας ήταν πιο δυνατά. Ο Γουίλιαμ Ποτς Ντιούις το προτιμούσε ξεκάθαρα από το αγελαδινό, γιατί ήταν λιγότερο λιπαρό, πιο εύπεπτο, πιο κοντά στο ανθρώπινο. Υποστήριζε ότι δεν προκαλούσε παρενέργειες και πως βοηθούσε στην πέψη.
Οι δύο απόψεις δεν ακυρώνουν η μία την άλλη. Συνυπήρχαν. Η ανάγκη, εξάλλου, δεν περίμενε επιστημονική συναίνεση. Όταν δεν υπήρχε μητέρα, ούτε χρήματα για ανθρώπινη τροφό, η κατσίκα ήταν εκεί. Ήπιων τόνων, πρακτική, πρόθυμη.
Η επιστήμη έλεγε «ίσως». Η ζωή έλεγε «τώρα».
Ο 19ος αιώνας, ειδικότερα προς την εκπνοή του, σημάδεψε την αναβίωση αυτής της πρακτικής, όταν τα νοσοκομεία παίδων σε πόλεις όπως το Παρίσι άρχισαν να χρησιμοποιούν το γάλα κατσίκας για να θρέψουν βρέφη που υπέφεραν από σύφιλη ή άλλες λοιμώξεις. Σε αυτά τα νοσοκομεία, το γάλα κατσίκας θεωρήθηκε ασφαλέστερο από το ανθρώπινο, το οποίο σε πολλές περιπτώσεις ήταν φορέας λοιμωδών νοσημάτων. Ειδικά στην περίπτωση της σύφιλης, όπου οι μητέρες έπασχαν από τη νόσο και η μετάδοση μέσω του μητρικού γάλακτος ήταν πιθανή, το γάλα κατσίκας φάνηκε να αποτελεί μια αναγκαία και πιο ασφαλή επιλογή.
Στον 20ό αιώνα, το κατσικίσιο γάλα δεν εξαφανίστηκε. Αντίθετα, σε μέρη όπως η Μεσόγειος και η Λατινική Αμερική, παρέμεινε βασική τροφή για τα βρέφη — όχι από ρομαντισμό, αλλά από συνήθεια, διαθεσιμότητα, και πίστη στις ιδιότητές του. Ακόμα κι όταν το αγελαδινό γάλα έγινε προϊόν μαζικής παραγωγής, ακόμα κι όταν τα ράφια γέμισαν με υποκατάστατα, η κατσίκα έμεινε στο περιθώριο, αλλά δεν έφυγε ποτέ.
Η πρακτική του θηλασμού από κατσίκες αντιπροσωπεύει μια συναρπαστική και συχνά παραγνωρισμένη πλευρά της ιστορίας της φροντίδας των βρεφών. Στην πραγματικότητα, πρόκειται για έναν καθρέφτη των κοινωνικών, ιατρικών και πολιτισμικών συνθηκών της κάθε εποχής, αναδεικνύοντας την ανθεκτικότητα και την προσαρμοστικότητα των ανθρώπων στις συνθήκες του περιβάλλοντος και της κοινωνίας τους. Οι εξελίξεις αυτές αντικατοπτρίζουν τις διαρκείς αναζητήσεις των ανθρώπων για ασφάλεια, υγεία και ευημερία των νεογέννητων, σε ένα κόσμο που συνεχώς μεταβάλλεται.
Και δεν ταΐζει μόνο ανθρώπους.
Το καλοκαίρι που μας πέρασε, στη Τζιά, ένα γατάκι βρέθηκε στον δρόμο μου (έχουμε ξαναμιλήσει για αυτό). Πέντε ημερών, άρρωστο, παρατημένο. Η μητέρα του το είχε απορρίψει. Με τη φίλη μου το πήραμε μαζί μας, χωρίς να ξέρουμε τι να κάνουμε. Ήταν Αύγουστος. Το μοναδικό κτηνιατρείο του νησιού ήταν κλειστό. Pet shop δεν υπήρχε. Ούτε φιλοζωική. Μόνο ερημιά και ζέστη και ένα πλάσμα που πεινούσε.
Η φίλη μου είπε: «Να του δώσουμε λίγο κατσικίσιο, αραιωμένο». Δεν είχαμε κάτι καλύτερο.Έζησε έτσι τρεις μέρες, μέχρι να φτάσουμε στην Αθήνα. Σήμερα είναι επτά μηνών. Έχει ένα μάτι λιγότερο, αλλά τρέχει, πηδάει, γουργουρίζει. Και τώρα κάθεται στα πόδια μου, όσο γράφω αυτές τις λέξεις.
Η κατσίκα δεν είναι σύμβολο. Δεν είναι αλληγορία. Είναι απλώς εκεί. Όταν δεν υπάρχει τίποτα άλλο.
