Του φθινοπώρου τα χρώματα, οι κολοκύθες στα ράφια των σούπερ μάρκετ, οι φωτογραφίες με πορτοκαλί φόντο και αχνιστές κούπες. Όλα μαρτυρούν πως η εποχή της «spooky» αισθητικής έχει φτάσει. Κάθε Οκτώβριο, η Αθήνα μεταμορφώνεται σιωπηλά: όχι σε σκηνικό ταινίας τρόμου, αλλά σε κάτι πιο λεπτό και άπιαστο. Mια διάθεση, ένα φθινοπωρινό παραλήρημα ανάμεσα στη νοσταλγία και την ανάγκη για φυγή.
Κι όμως, αυτή η γιορτή που μας έχει κατακλύσει, το Halloween, δεν είναι δική μας. Δεν έχει ρίζες στον τόπο μας ούτε κώδικες που να μας ανήκουν. Ήρθε απ’ έξω, κουβαλώντας μια δυτική μυθολογία γεμάτη κοράκια, νυχτερίδες, φαντάσματα, γλυκά και σπίτια με φώτα που τρεμοπαίζουν. Κι όμως, όπως συμβαίνει με κάθε τι που περνά από το φίλτρο της ελληνικής καθημερινότητας, αλλοιώθηκε. Έγινε κάτι άλλο.
Το ελληνικό φθινόπωρο δεν έχει ομίχλη· έχει υγρασία και γάτες στα πεζοδρόμια. Δεν έχει σιωπηλές επαρχιακές αυλές· έχει ταράτσες, μπαλκόνια και τη μυρωδιά του καμένου ξύλου από τα τζάκια της Καισαριανής, του Λυκαβηττού, του Περιστερίου, της Κηφισιάς. Εδώ, ο φόβος δεν έρχεται από το υπερφυσικό, αλλά από το πραγματικό: τους λογαριασμούς, την κίνηση, τις ειδήσεις των οκτώ. Κι έτσι, το Halloween βρίσκει τη θέση του όχι σαν ξενόφερτο πανηγύρι, αλλά σαν μικρή απόδραση. Ένα διάλειμμα με αισθητική και ειρωνεία.
Τα παιδιά στην Ελλάδα δεν γυρίζουν από πόρτα σε πόρτα ζητώντας καραμέλες και φωνάζοντας «treat or trick», αλλά σε κάποια σχολεία και φροντιστήρια διοργανώνουν θεματικά πάρτυ και ντύνονται Νεκρές Νύφες του Tim Burton, μάγισσες και Wednesday. Οι ενήλικες πηγαίνουν για κρασί, συζητούν για τον καιρό, βλέπουν ταινίες τρόμου στο σπίτι. Δεν σκαλίζουν κολοκύθες· ανάβουν κεριά και φωτογραφίζουν το φως τους στο τραπέζι. Και μέσα από αυτή τη διακριτική μετάφραση, το ξένο έθιμο αποκτά δική του ψυχή.

