Τα Χριστούγεννα έχουν μια παράξενη ιδιότητα: σε κάνουν να θυμάσαι πώς ήταν κάποτε. Το σπίτι πιο μικρό, το τραπέζι πιο γεμάτο, οι φωνές πιο δυνατές αλλά λιγότερο αιχμηρές. Τότε που οι ερωτήσεις ήταν απλές —«πώς πάει το σχολείο;»— και οι απαντήσεις δεν κουβαλούσαν βάρος. Τότε που δεν χρειαζόταν να αποδείξεις τίποτα. Ήσουν απλώς εκεί.
Μεγαλώνοντας, κάτι αλλάζει. Το ίδιο τραπέζι γίνεται λίγο πιο στενό. Οι καρέκλες ίδιες, οι άνθρωποι ίδιοι, αλλά εσύ διαφορετικός. Δεν κάθεσαι πια για να φας. Κάθεσαι για να εκπροσωπήσεις τον εαυτό σου. Να εξηγήσεις πού βρίσκεσαι, τι κάνεις, γιατί δεν έκανες αλλιώς. Και κάπου ανάμεσα στο πρώτο πιάτο και το κρασί, καταλαβαίνεις ότι τα Χριστούγεννα δεν είναι μόνο γιορτή· είναι και καθρέφτης.
Θυμάσαι πώς κάποτε όλα έμοιαζαν πιο απλά. Πώς οι συγγενείς ήταν απλώς συγγενείς και όχι κοινό. Πώς κανείς δεν σε ρωτούσε αν «προχώρησες», αν «έστρωσες», αν «σκέφτεσαι σοβαρά το μέλλον σου». Τώρα, όμως, οι ερωτήσεις πέφτουν με τη φυσικότητα του ανθρώπου που πιστεύει ότι έχει δικαίωμα, γιατί σε είδε να μεγαλώνεις. Και ίσως εκεί να είναι το πρόβλημα: σε θυμούνται όπως ήσουν, όχι όπως είσαι.
Κι όμως, μέσα σε όλη αυτή τη μικρή αμηχανία, υπάρχει ακόμα κάτι τρυφερό. Το ίδιο σερβίτσιο που βγαίνει μία φορά τον χρόνο. Το ίδιο αστείο που λέγεται εδώ και δεκαετίες. Οι ίδιες ιστορίες που αρχίζουν πάντα με το «θυμάσαι τότε που…». Για λίγο, όλα μοιάζουν γνώριμα. Και για λίγο, ξεχνάς ότι ετοιμάζεσαι να δεχτείς το σχόλιο για τη δουλειά, τα κιλά ή την προσωπική σου ζωή.
Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι είναι τελικά μια μίξη αγάπης και αδεξιότητας. Άνθρωποι που σε αγαπούν, αλλά δεν ξέρουν πώς να μη σε κρίνουν. Που μιλάνε όπως έμαθαν, όχι όπως χρειάζεσαι. Και εσύ, ανάμεσα στη νοσταλγία και την ανάγκη να προστατευτείς, προσπαθείς να κρατήσεις την ισορροπία: να μην χαλάσεις το κλίμα, αλλά και να μη χαλάσεις τον εαυτό σου.
