Υπάρχει μια λεπτή, αλλά κρίσιμη, διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στην επιθυμία για ερωτική σύνδεση και στην εσωτερίκευση της ιδέας ότι η ζωή μιας γυναίκας έχει νόημα μόνο όταν σχετίζεται ερωτικά με έναν άνδρα. Η γραμμή αυτή, αν και θεωρητικά διακριτή, στην πράξη διαστρέφεται από δεκαετίες πολιτισμικής αφήγησης, κοινωνικών προσδοκιών και μιας βαθιά εδραιωμένης συναισθηματικής εκπαίδευσης που έχει ως επίκεντρο την ανδρική αποδοχή.
Το αίτημα για μια πιο αυτόνομη, εσωτερικά εδραιωμένη γυναικεία υποκειμενικότητα δεν αφορά την ακύρωση του έρωτα, της αγάπης ή της συντροφικότητας. Αφορά την αποκαθήλωση της ιδέας ότι όλα τα παραπάνω είναι δυνατά μόνο μέσα από την ανδρική παρουσία. Η πρόταση που τίθεται δεν είναι μια αντι-ανδρική ρητορική, αλλά μια πρόταση μετακίνησης του άξονα της γυναικείας ζωής: από το βλέμμα του (αρσενικού) Άλλου, στο βλέμμα του Εαυτού.
Η συναισθηματική εκπαίδευση των κοριτσιών: μια σιωπηλή υποταγή
Η παιδική και εφηβική ηλικία των περισσότερων κοριτσιών χαρακτηρίζεται από μια σταδιακή εσωτερίκευση της ιδέας ότι η αγάπη, και δη η ανδρική αγάπη, αποτελεί το απόλυτο διαβατήριο προς τη νοηματοδότηση της ζωής. Το μοτίβο αυτό είναι παντού: από τα παραμύθια της πρώιμης ηλικίας έως τα εφηβικά μυθιστορήματα, τις τηλεοπτικές σειρές και τις οικογενειακές παραδόσεις. Το ιδανικό της «πλήρους γυναίκας» ταυτίζεται με τη γυναίκα που αγαπήθηκε, παντρεύτηκε, έγινε μητέρα. Όχι εκείνη που έγραψε, έφτιαξε, έζησε, ανατράπηκε, αυτο-εφευρέθηκε. Αυτή είναι η πρώτη ύλη της θηλυκότητας: η λαχτάρα για επιβεβαίωση μέσα από το βλέμμα κάποιου άλλου.
Το αίτημα για μια πιο αυτόνομη, εσωτερικά εδραιωμένη γυναικεία υποκειμενικότητα δεν αφορά την ακύρωση του έρωτα, της αγάπης ή της συντροφικότητας. Αφορά την αποκαθήλωση της ιδέας ότι όλα τα παραπάνω είναι δυνατά μόνο μέσα από την ανδρική παρουσία.

