Το τραύμα εγκατάλειψης είναι ένας βαθιά ριζωμένος συναισθηματικός φόβος που συνδέεται με την αίσθηση απόρριψης ή απώλειας. Πρόκειται για ένα τραύμα που συνήθως δημιουργείται στην παιδική ηλικία, όταν ένα παιδί βιώνει την απομάκρυνση ή την απουσία ενός σημαντικού προσώπου, όπως ενός γονέα. Αυτό μπορεί να προκύψει είτε από φυσική εγκατάλειψη, όπως ένας χωρισμός ή ένας θάνατος, είτε από συναισθηματική αποστασιοποίηση, όταν οι γονείς, αν και παρόντες, δεν προσφέρουν στο παιδί τη συναισθηματική ασφάλεια και την τρυφερότητα που έχει ανάγκη.
Όταν αυτό το τραύμα δεν επεξεργαστεί, συνεχίζει να επηρεάζει τις ενήλικες σχέσεις μας, δημιουργώντας φόβους και ανασφάλειες που συχνά δεν καταλαβαίνουμε καν από πού προέρχονται. Ένα άτομο που έχει βιώσει εγκατάλειψη στο παρελθόν τείνει να αναπτύσσει έναν βαθύ φόβο ότι οι άνθρωποι που αγαπά θα το αφήσουν. Αυτός ο φόβος μπορεί να εκδηλωθεί με δύο βασικούς τρόπους: είτε με έντονη προσκόλληση και ανάγκη για συνεχή επιβεβαίωση, είτε με αποφυγή της συναισθηματικής εγγύτητας ως μηχανισμό αυτοπροστασίας. Σε μια σχέση, αυτό μπορεί να μεταφραστεί σε υπερβολική ζήλια, άγχος όταν ο σύντροφος απομακρύνεται, συνεχή ανάγκη για επιβεβαίωση της αγάπης του άλλου ή, αντιθέτως, δυσκολία στο να αφεθεί κάποιος συναισθηματικά από φόβο μήπως πληγωθεί.
Ένα άτομο με τραύμα εγκατάλειψης μπορεί να βιώνει υπερβολική ευαισθησία στην παραμικρή αλλαγή συμπεριφοράς του συντρόφου του. Αν, για παράδειγμα, ο άλλος είναι πιο απόμακρος ή δεν απαντήσει αμέσως σε ένα μήνυμα, μπορεί να πυροδοτηθεί ένας εσωτερικός πανικός που οδηγεί σε σενάρια εγκατάλειψης. Αυτό το άτομο μπορεί να γίνει πιεστικό, να ζητά συνεχώς διαβεβαιώσεις ή, σε μια πιο ακραία περίπτωση, να αντιδρά με θυμό ή απόγνωση. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν και αυτοί που, αντί να προσκολληθούν, επιλέγουν να απομακρύνονται από τις σχέσεις, να φοβούνται τη δέσμευση και να αποφεύγουν να επενδύσουν συναισθηματικά, ώστε να μην κινδυνεύσουν να πληγωθούν.
Η θεραπεία του τραύματος εγκατάλειψης ξεκινά με την αναγνώριση του προβλήματος. Είναι σημαντικό να κατανοήσει κάποιος ότι οι φόβοι και οι αντιδράσεις του προέρχονται από παλιά τραύματα και όχι από την τρέχουσα πραγματικότητα. Η ψυχοθεραπεία μπορεί να παίξει καθοριστικό ρόλο, βοηθώντας το άτομο να επεξεργαστεί τις εμπειρίες του, να ενισχύσει την αυτοεκτίμησή του και να αναπτύξει ασφαλείς τρόπους σύνδεσης με τους άλλους. Παράλληλα, η συνειδητή δουλειά πάνω στις σχέσεις μπορεί να οδηγήσει σε πιο υγιείς αλληλεπιδράσεις, όπου η εμπιστοσύνη και η συναισθηματική ασφάλεια αντικαθιστούν τον φόβο και την ανασφάλεια.
