Η προδοσία δεν είναι απλώς ένα ηθικό παράπτωμα. Για το άτομο που τη δέχεται, μπορεί να αποτελέσει πηγή τραύματος. Δεν μένει στην πράξη, αλλά διαπερνά την αντίληψη, το νευρικό σύστημα, την ταυτότητα του ανθρώπου. Όταν το πρόσωπο ή το σύστημα που εμπιστεύτηκες περισσότερο — ένας σύντροφος, ένας γονέας, μία δομή εξουσίας- σε πληγώνει βαθιά και απροειδοποίητα, τότε ο νους παγώνει. Αυτό ακριβώς ονομάζουμε Σύνδρομο Προδοσίας (Betrayal Trauma Syndrome): ένα σύνολο συμπτωμάτων που αναδύονται όταν η εμπιστοσύνη που στηρίζει την ψυχική σταθερότητα, καταρρέει.
Το σύνδρομο προδοσίας ή αλλιώς τραύμα προδοσίας αποτελεί ένα σύνθετο ψυχολογικό φαινόμενο που αναγνωρίζεται ολοένα και περισσότερο ως μία διακριτή μορφή τραύματος. Περιγράφει τη συναισθηματική και ψυχική απορρύθμιση που προκύπτει όταν ένα άτομο προδίδεται από πρόσωπο ή θεσμό στον οποίο είχε επενδύσει συναισθηματικά. Πρόκειται για ένα τραύμα που δεν προέρχεται από φυσική απειλή ή καταστροφή, αλλά από την κατάρρευση του ίδιου του δεσμού που υποτίθεται ότι προσέφερε φροντίδα και προστασία.
Σύνδρομο προδοσίας
Ο όρος πρωτοεισήχθη από την ερευνήτρια Jennifer Freyd, η οποία μελέτησε πώς τα άτομα που έχουν υποστεί προδοσία από σημαντικές σχέσεις εξουσίας ή οικειότητας (οικογένεια, ερωτικοί σύντροφοι, φίλοι, κλπ) αναπτύσσουν μηχανισμούς άρνησης, αποσύνδεσης και συναισθηματικής απώθησης. Η προδοσία που δεν μπορεί να αναγνωριστεί- γιατί είναι υπαρξιακά αφόρητη- οδηγεί σε επιλεκτική αμνησία, διάσπαση προσωπικότητας, χρόνιο άγχος, αίσθημα ντροπής και προβλήματα εμπιστοσύνης.

