Υπάρχει ένα είδος άγχους που δεν τολμά να παρουσιαστεί με το όνομά του. Δεν φωνάζει, δεν καταλαμβάνει χώρο· απλώς κάθεται στη γωνία του δωματίου, ανασαίνει αθόρυβα και περιμένει να πέσει το σκοτάδι των γιορτών για να γίνει ορατό. Είναι το άγχος του Δεκεμβρίου, αυτό το γνώριμο, υπόγειο ρεύμα που ξεκινά από τα μέσα του μήνα και κορυφώνεται κάπου ανάμεσα στην τελευταία εργάσιμη και το πρώτο ποτήρι σαμπάνιας της παραμονής του νέου έτους. Όλοι προσποιούμαστε ότι δεν το βλέπουμε, όπως ακριβώς κάνουμε και με τα φωτάκια που τρεμοπαίζουν σε μια στοίβα από μισοτελειωμένες ευχές που δεν καταφέραμε να ευχηθούμε ποτέ.
Το άγχος των γιορτών έχει την ιδιομορφία μιας παλιάς οικογενειακής ιστορίας που κανείς δεν θέλει να συζητήσει. Στη σύγχρονη πραγματικότητα, όπου το τραπέζι πρέπει να είναι γεμάτο, ο τόνος της φωνής ζεστός, το σπίτι ένα μικρό σκηνικό βγαλμένο από καρτ-ποστάλ, η πίεση γίνεται σχεδόν τελετουργική. Την κουβαλάμε μαζί μας στα σούπερ μάρκετ της τελευταίας στιγμής, στα ρεβεγιόν που μοιάζουν να έχουν ξεμείνει από άλλη δεκαετία, στις υποχρεωτικές συναντήσεις με ανθρώπους που βλέπουμε μόνο επειδή το απαιτεί η παράδοση. Κι όμως, η παράδοση αυτή δεν λέει ποτέ τίποτα για την κούραση που την συνοδεύει.
Κάτι βαθύτερο όμως φωλιάζει εκεί. Η περίοδος των γιορτών λειτουργεί σαν καθρέφτης: μας δείχνει τον χρόνο που πέρασε, τα κενά που δεν κλείστηκαν, τις υποσχέσεις που μάθαμε να ξεχνάμε. Σαν να ανοίγει μια νοητή πόρτα και να μπαίνει μέσα το βάρος μιας κοινωνίας που μετράει την ευτυχία της σε οικογενειακές συγκεντρώσεις, αισθητικά άρτιες φωτογραφίες και κεντητά τραπεζομάντηλα στο τραπέζι. Και εμείς, πιστοί στο σενάριο, χαμογελάμε μηχανικά, κρατάμε την αναπνοή μας και περιμένουμε να τελειώσει το επίσημο πρόγραμμα.





