«Are you beach body ready?» ρωτούσε με προκλητική ειρωνεία μια διαφήμιση στο βρετανικό μετρό το 2015, αναβιώνοντας με έντονο χρώμα και χαμηλό σωματικό λίπος μια ιδέα που είχε ριζώσει δεκαετίες πριν: πως το καλοκαίρι δεν είναι μόνο μια εποχή, αλλά μια δοκιμασία. Μια άτυπη πασαρέλα. Ένα deadline. Ένας αόρατος κριτής που αποφασίζει ποια σώματα δικαιούνται να φορέσουν μαγιό και ποια όχι.
Η έννοια του “summer body”, δηλαδή το σώμα που είναι «έτοιμο για παραλία», δεν είναι αθώα, ούτε πρόσφατη. Είναι η φυσική συνέχεια ενός πολιτισμικού νήματος που ξεκινά πολύ πριν από τις social media εποχές των "what I eat in a day" και των #hotgirlsummer. Στήθηκε βήμα-βήμα πάνω στην ενοχοποίηση της θηλυκής σάρκας, την εμπορευματοποίηση της ανασφάλειας και την κατασκευή ενός ιδανικού σώματος που αλλάζει μεν μορφή, αλλά ποτέ αποστολή: να σε κρατάει σε μόνιμη εγρήγορση.
Πριν από τα προγράμματα αποτοξίνωσης, τα αντηλιακά με γκλίτερ και τα fillers, υπήρχαν οι Βικτωριανές σιλουέτες. Πριν από τις πιλάτες και τους πράσινους χυμούς, υπήρχαν κασέτες γυμναστικής με την Jane Fonda και δίαιτες εξπρές. Και πριν από αυτά, μια κομψή φιγούρα με μαύρο φόρεμα σε μια παραλία της Ριβιέρας έκανε ηλιοθεραπεία χωρίς καπέλο. Ήταν η Coco Chanel και μόλις είχε πυροδοτήσει μια πολιτιστική έκρηξη: για πρώτη φορά στην ιστορία, το μαυρισμένο δέρμα έγινε της μόδας.
Σήμερα, «ξεψαχνίζουμε» τις ιστορικές και πολιτισμικές ρίζες αυτού του φαινομένου. Γιατί το «summer body» δεν είναι ποτέ απλώς σώμα. Είναι κοινωνική κατασκευή, βιομηχανία δισεκατομμυρίων, μικρο-τραύμα επαναλαμβανόμενο. Κι όμως, συνεχίζει να εμφανίζεται κάθε καλοκαίρι, όπως τα κουνούπια, η υγρασία και τα stories από παραλία με βιβλία πάνω σε μπούτια.
Πώς «γεννήθηκε» η κυτταρίτιδα;
Η λέξη «cellulite» πρωτοεμφανίστηκε στη Γαλλία τη δεκαετία του 1870, περιγραφόμενη σε ένα ιατρικό λεξικό ως «φλεγμονή του κυτταρικού ιστού». Αλλά ήταν μόλις το 1924 που ο Louis Alquier, μελετητής της γαλλικής αισθητικής ιατρικής, χαρακτήρισε το φαινόμενο ως αισθητικό πρόβλημα, περιγράφοντας το ως «δέρμα-πορτοκαλιού» που εμφανίζεται όταν το δέρμα πιέζεται. Η περιγραφή του Alquier καθιέρωσε την κυτταρίτιδα ως κάτι περισσότερο από ιατρική ορολογία.
Τη δεκαετία του 1930, γυναικεία περιοδικά (ειδικά το γαλλικό Votre Beauté το 1933) άρχισαν να προβάλλουν την κυτταρίτιδα ως αισθητικό πρόβλημα που απαιτούσε «διορθωτικά» μέτρα, ιδίως λόγω της δημοτικότητας των πιο στενών γραμμών που τόνιζαν τους μηρούς και τους γλουτούς. Ας σταθούμε λίγο σε αυτό: Η κυτταρίτιδα «έγινε» πρόβλημα στη Δύση λιγότερο από 100 χρόνια πριν. Μάλιστα, σε κάποιες χώρες, η λέξη «κυτταρίτιδα» δεν πέρασε στον δημόσιο διάλογο μέχρι τα τέλη των 60s και των 70s. Από εκεί ξεκίνησε η φρασεολογία περί «ελαττωμάτων» του σώματος, κάτι που μεταφέρθηκε αργότερα στα μεγαλύτερα περιοδικά μόδας, με άρθρα που παρουσίαζαν προϊόντα κατά της κυτταρίτιδας ως «απαραίτητα» για την «τέλεια εικόνα».
Παρά τη μαζική παρουσία της κυτταρίτιδας (αγγίζει το 80‑90% των γυναικών μετά την εφηβεία), αντιμετωπίστηκε ως «μη φυσιολογική». Οι παράγοντες που συμβάλλουν είναι η ειδική κατασκευή των ινωδών δομών στο δέρμα των γυναικών, η παρουσία οιστρογόνων, η γονιδιακή προδιάθεση, η ηλικία κι όχι απαραίτητα το βάρος.
Από τη δεκαετία του 1960, το ζήτημα πήρε διεθνείς διαστάσεις, με διαφημίσεις προϊόντων που υπόσχονταν να καταπολεμήσουν το δέρμα με «όψη πορτοκαλιού». Σήμερα, παρά την επιστημονική κατηγοριοποίηση της κυτταρίτιδας ως φυσιολογική κατάσταση, εξακολουθεί να αναδεικνύεται ως κοινωνική πίεση: μία βιομηχανία αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων παρέχει δεκάδες θεραπείες, ενώ οι γυναίκες αντιμετωπίζονται λες και η κυτταρίτιδα είναι προσωπική αποτυχία. Παρά το γεγονός ότι ούτε οι κρέμες ούτε η λιποαναρρόφηση την εξαφανίζουν οριστικά, η ψυχολογική πίεση παραμένει ισχυρή .
Coco Chanel: Η πρώτη γυναίκα που (κατά λάθος) κάνει το μαύρισμα τάση
Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού, η χλωμή επιδερμίδα ήταν σύμβολο πλουσιότερων τάξεων και υψηλής κοινωνικής θέσης: οι ευκατάστατοι απέφευγαν την έκθεση στον ήλιο, χρησιμοποιώντας καλύμματα, ομπρέλες και λευκές πούδρες. Αντίθετα, το μαυρισμένο δέρμα σήμαινε υπαίθρια εργασία και χαμηλό μισθό.
Το 1923 η Coco Chanel είναι σε κρουαζιέρα στη Γαλλική Ριβιέρα, όταν έπαθε κάτι που έχουμε πάθει όλη το καλοκαίρι: κάηκε στον ήλιο. Όταν επέστρεψε από τις διακοπές της ήταν φανερά ηλιοκαμένη, άθελά της προκαλώντας ανατροπή στα αισθητικά στερεότυπα. Η εμφάνισή της έγινε τάση στην κοινωνική ελίτ της τότε εποχής και γρήγορα το μαύρισμα άρχισε να συνδέεται με υγεία, ευεξία και κομψότητα, αντί για κόπωση και εργασία. Η Chanel έδειξε ότι το μαύρισμα δεν είναι κατάλοιπο της εργασίας παρά σύμβολο προνομιούχου lifestyle. Η φίλη της και μοντέλο της εποχής Princess Jean-Louis de Faucigny-Lucigne, γνωστή ως «Baba» θα σχολίαζε: «Νομίζω η Coco εφηύρε την ηλιοθεραπεία. Εκείνη την περίοδο, είχε εφεύρει τα πάντα».
Το 1927 ο διάσημος οίκος Jean Patou λάνσαρε το Huile de Chaldée, ένα λάδι για γρήγορο μαύρισμα και φροντίδα μετά τον ήλιο, που αντιμετωπίστηκε ως προϊόν πολυτελείας. Η ανάπτυξη του τουρισμού προς μεσογειακούς προορισμούς – ιδίως από τη μεσαία τάξη – έκανε το μαύρισμα σημείο αναγνώρισης για αυτόν που ταξίδευε, είχε χρόνο και οικονομική άνεση. Τη δεκαετία του 1950 και ’60, το μαυρισμένο σώμα συνδέθηκε με διακοπές, πολυτέλεια και σέξι εμφάνιση.
Από τη δεκαετία του 1930, η φωτοθεραπεία και το σολάριουμ χρησιμοποιήθηκαν για να καταπολεμήσουν την έλλειψη βιταμίνης D, αλλά η επαγγελματική χρήση της τεχνητής υπεριώδους ακτινοβολίας επαγγελματικά εκτοξεύθηκε τη δεκαετία του 1970, όταν ο Γερμανός Friedrich Wolff κατασκεύασε το πρώτο κρεβάτι σολάριουμ, για ιδιωτική και επαγγελματική χρήση. Ο πρώτος εμπορικός χώρος άνοιξε στο Βερολίνο το 1977 και μέσα σε λίγα χρόνια οι εγκαταστάσεις αυτές εξαπλώθηκαν σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. Παράλληλα, το 1958 κυκλοφόρησε στην Αμερική το πρώτο self-tan προϊόν (Man‑Tan).
Η εμμονή με το «summer body»
Ο όρος «bikini body» έγινε mainstream από διαφήμιση της αλυσίδας απώλειας βάρους Slenderella International το 1961: «Στητό, σφριγηλό στήθος. Μέση που χωρά στα χέρια σας. Λεπτοί, σφιχτοί γοφοί. Αέρινες, καλλίγραμμες γάμπες. Ένα σώμα για μπικίνι!». Από εκεί και μετά άρχισε να είναι μοντέλο που πρέπει να αποκτήσει κάθε γυναίκα για να είναι αποδεκτή σε εποχή παραλίας. Το 1964, το πρώτο Sports Illustrated Swimsuit Issue με μοντέλο που ποζάρει με μπικίνι στο εξώφυλλο, καθόρισε τη δεκαετία του «summer body» ως ένα κοινωνικό ιδανικό.
Παράλληλα, η κουλτούρα της δίαιτας είχε ξεκινήσει πολύ νωρίτερα, από τις εντυπωσιακές συμβουλές του William Banting (1863) μέχρι τις διασημότερες fitness φιγούρες των δεκαετιών του ’80: η Jane Fonda και το «Jane Fonda Workout» ενέπνευσαν χιλιάδες γυναίκες να γυμνάζονται, για να πετύχουν μια πιο αδύνατη σιλουέτα. Η γυμναστική μεταμορφώθηκε σε εργαλείο κοινωνικής αποδοχής: η απώλεια λίπους, το λεπτό σώμα, η έλλειψη κυτταρίτιδας και η επίπεδη κοιλιά έγιναν δείκτες του «ωραίου» σώματος.

Έτσι, το «summer body» μετατράπηκε σε πολυπλόκαμη στρατηγική marketing. Τα fitness brands υποσχόταν μεταμορφώσεις μέσα σε λίγους μήνες ή και εβδομάδες. Τα περιοδικά παρουσίαζαν «ΠΡΙΝ ΚΑΙ ΜΕΤΑ» ιστορίες απώλειας βάρους. Ακόμη και σήμερα, τα trends στα social media επαναλάμβαναν ότι το «σώμα παραλίας» είναι ένα όριο που πρέπει να ξεπεράσεις. Το αποτέλεσμα είναι ότι χιλιάδες γυναίκες κάθε ηλικίας αισθάνονται ότι αποδέχονται τον εαυτό τους ή κρίνονται βάσει αυτής της «καλοκαιρινής διαγωγής».
Η σημερινή αντίδραση: Body‑shaming και body‑positivity
Τον τελευταίο καιρό, η πίεση του «bikini body» αμφισβητείται από πλατφόρμες και κινήματα που δεν αποδέχονται την ιδέα ότι η αξία μιας γυναίκας εξαρτάται από το σώμα της. Γυναικεία περιοδικά και δημόσια πρόσωπα αποφεύγουν τον όρο «bikini body» στην επικοινωνία τους. Κινήματα body‑positivity και αποδοχής επιμένουν ότι «κάθε σώμα αξίζει να βρίσκεται στην παραλια».
@jessbakernutrition #decenterdietculture #sunlight #vitamind ♬ original sound - Jess Baker, MS Nutrition
Ο όρος «summer body» δεν ήταν ποτέ ουδέτερος. Ήταν δημιούργημα ιδεολογικών και οικονομικών συμφερόντων που μετέτρεψαν το γυναικείο σώμα σε φαντασιακό πεδίο επιθυμίας και έλεγχου. Κι αν και τα τελευταία χρόνια πραγματοποιείται μια προσπάθεια αποδόμησης αυτής της πίεσης, το «summer body» συνεχίζει να μας καλεί κάθε καλοκαίρι, ακόμη κι αν θεωρούμε ότι το έχουμε αφήσει στο παρελθόν.
Στο τελευταίο επεισόδιο του podcast «Έχεις δύο λεπτά;», η Ειρήνη Ζουρνατζή και η Έλενα Πάκου μιλούν για το φαινόμενο του «summer body», την κουλτούρα της δίαιτας και τη βιομηχανία των γυναικείων ανασφαλειών, που ανθίζει όσο πιο πεισματικά ανεβαίνει ο υδράργυρος.

