Η πρώτη συλλογή του Duran Lantink ως επίσημου πρώτου καλλιτεχνικού διευθυντή του οίκου μετά τον ιδρυτή του Jean Paul Gaultier, ήρθε με μεγάλες προσδοκίες.
Ο ίδιος ο Gaultier, έγινε διάσημος ως ο σχεδιαστής που έντυσε τη Madonna με ένα bullet bra, αλλά αυτή ήταν μόνο μία από τις πολλές επαναστάσεις του στον χώρο της μόδας. Έβαλε τους άνδρες να φορούν φούστες πολύ πριν γίνει δημοφιλής η έννοια της ρευστότητας των φύλων, αμφισβήτησε τα θρησκευτικά στερεότυπα, αγκάλιασε όλους τους σωματότυπους και αποχρώσεις της επιδερμίδας και πίστευε ότι το camp και η υψηλή ραπτική μπορούσαν και έπρεπε να συνυπάρχουν, προκαλώντας σκάνδαλο και ενθουσιασμό σε ίσες δόσεις. Για τον ίδιο, τέτοιες προκλήσεις δεν ήταν ποτέ μια στάση, αλλά εκφράσεις πραγματικών πεποιθήσεων, υποστηριζόμενες από τις εξαιρετικές του δεξιότητες, που τον έκαναν να συγκριθεί με τον Yves Saint Laurent και του εξασφάλισαν την κορυφαία θέση στην Hermès από το 2003 έως το 2010. Τα ρούχα του μπορεί να προκάλεσαν αντιδράσεις, αλλά το έκαναν με πραγματική κομψότητα.
Δημιούργησε μια τόσο βαθιά πηγή κομψής κοινωνικής κριτικής που, από την αποχώρηση του το 2020, μια σειρά σχεδιαστών, όπως ο Haider Ackermann (τώρα στον Tom Ford), η Chitose Abe της Sacai και ο Olivier Rousteing της Balmain, μπόρεσαν να δοκιμάσουν τις δυνάμεις τους σε μια συλλογή υψηλής ραπτικής για τον οίκο, βρίσκοντας νέα έμπνευση στα παλιά έργα του κ. Gaultier.
Έτσι, η ιδέα ότι ο Duran Lantink, ένας σχεδιαστής με τη δική του φήμη enfant terrible, θα έπαιρνε την σκυτάλη από τον ίδιο τον κ. Gaultier, φαινόταν καλή ιδέα.
Την προηγούμενη μέρα, ο Lantink είχε δηλώσει «πιθανότατα θα με κατακρεουργήσουν για αυτό» και ότι η συλλογή θα ήταν παιχνιδιάρικη, προκλητική και γυμνή, μια σύγχρονη ερμηνεία του κώδικα Gaultier. Η δήλωσή του όμως προμήνυε περισσότερο πρόθεση παρά αποτέλεσμα. Το show ήταν γεμάτο με ιδέες, αλλά πολλές φορές η εντύπωση ήταν ότι η συλλογή στερούνταν ταυτότητας και συνέπειας.
