Από τις 24 Σεπτεμβρίου 2025 έως τις 11 Ιανουαρίου 2026, η Πινακοθήκη του Μπρέρα ανοίγει τις πόρτες της σε μια έκθεση που δεν είναι απλώς φόρος τιμής, αλλά μια πράξη ευγνωμοσύνης: «Giorgio Armani: Milano, per Amore». Ένα αφιέρωμα στον άνθρωπο που έδωσε στην πόλη όχι μόνο στιλ, αλλά μια νέα ταυτότητα, και που έφυγε από τη ζωή στις αρχές Σεπτεμβρίου, αφήνοντας πίσω του μια κληρονομιά που δύσκολα συλλαμβάνει κανείς με λέξεις.
Η ιστορία του Armani αρχίζει πολύ πριν τις πασαρέλες. Στα χρώματα της θάλασσας, στις σκιές του επαρχιακού θεάτρου, στη γοητεία του αδελφού του Σέρτζιο που ο ίδιος περιέγραφε ως «πανέμορφο», και βέβαια στο σινεμά, που τον μάγεψε από παιδί. Αυτές οι εικόνες της παιδικής του ηλικίας, διακοπείσες βίαια από τον πόλεμο στα οκτώ του χρόνια, έγιναν η «σιωπηλή μήτρα» από την οποία θα ξεπηδούσαν αργότερα οι γραμμές, τα χρώματα, τα κοψίματα των συλλογών του. Όπως παραδεχόταν και ο ίδιος: τα ρούχα του ανήκαν σε αυτόν τον εσωτερικό κόσμο της απλότητας και της σιωπής.
Ύστερα ήρθε το Μιλάνο. Η πόλη που αναγεννιόταν μέσα από τα ερείπια της δεκαετίας του ’50, έτοιμη να γίνει το εργαστήρι της νεωτερικότητας. Στη La Rinascente και αργότερα στον Cerruti, ο Armani βρήκε την αφορμή να πλάσει το δικό του σύμπαν. Μαζί με τον Sergio Galeotti, τον σύντροφο της ζωής του και συνοδοιπόρο του στις επιχειρήσεις, ίδρυσε το 1975 την Giorgio Armani SpA, με στόχο όχι απλώς να κάνει μόδα, αλλά να επανεφεύρει το ίδιο το πρόσωπο της ιταλικής κομψότητας.
Ήταν ένα δίδυμο σχεδόν μυθικό: η ντροπαλή αυστηρότητα του Giorgio Armani και η αστείρευτη ενέργεια του Galeotti. Ο ένας δημιουργός, αυστηρός απέναντι σε κάθε «όχι». Ο άλλος οξυδερκής επιχειρηματίας, με την ικανότητα να μετατρέπει την έμπνευση σε αυτοκρατορία. Ο Armani συνήθιζε να λέει πως η μόδα για εκείνον ήταν ένας συνδυασμός «φαντασίας και συγκεκριμένου, διαίσθησης και πειθαρχίας, ορμής και ελέγχου». Ούτε τέχνη απόλυτη, ούτε σκηνικό θέατρο, ούτε απλή διακόσμηση∙ αλλά ένα ανήσυχο υβρίδιο, δεμένο με τη βιομηχανία, μα ανοιχτό στο όνειρο.
