Υπάρχουν πρόσωπα που αφήνουν ένα αποτύπωμα στην τέχνη. Κι υπάρχουν εκείνοι που αφήνουν το αποτύπωμά τους στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο. Η Diane Keaton ανήκει στη δεύτερη κατηγορία. Δεν ήταν απλώς μια εξαιρετική ηθοποιός, αλλά μια ενσάρκωση της δύναμης του προσωπικού στιλ και κατ΄επέκταση σύμβολο ελευθερίας της έκφρασης. Με την απώλεια της στις 11 Οκτωβρίου 2025, σε ηλικία 79 ετών, δεν έσβησε απλώς μια φωνή του κινηματογράφου, αλλά ένας ζωντανός μύθος της αισθητικής.
Ένα κορίτσι με καπέλο και ανδρικό σακάκι
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, όταν ο κινηματογράφος άλλαζε μορφή και οι γυναίκες πάλευαν να επαναπροσδιορίσουν τη θέση τους στην κοινωνία, η Keaton εμφανίστηκε στη μεγάλη οθόνη με ένα στιλ εντελώς ανατρεπτικό.
Με το χαρακτηριστικό της στιλ -ανδρόγυνο, εκκεντρικό, ασπρόμαυρο, με αέρα ανεπιτήδευτης αυτοπεποίθησης- έσπασε κάθε σύμβαση που ήθελε τις γυναίκες του Χόλιγουντ εγκλωβισμένες σε glam στερεότυπα.
Η ταινία Annie Hall (1977) υπήρξε η αποθέωση αυτής της αισθητικής. Το εμβληματικό look με τα παντελόνια σε γραμμή ανδρικού tailoring, τα γιλέκα, τις γραβάτες και τα ανδρικά καπέλα δεν σχεδιάστηκε από στιλίστα -προήλθε από τη δική της προσωπική ντουλάπα. Αυτό που για εκείνη ήταν αυθόρμητο, μετατράπηκε σε ένα από τα πιο αναγνωρίσιμα στιλιστικά manifesto στην ιστορία του κινηματογράφου.
Η Diane Keaton αγαπούσε τα ρούχα που είχαν δομή, χαρακτήρα και ιστορία. Επέλεγε κοστούμια με φαρδιούς ώμους, παλτά-πανοπλίες, γιλέκα και ψηλόλαιμα πλεκτά, δημιουργώντας ένα είδος “στολής” που εξέφραζε πλήρως τη φιλοσοφία της: το στυλ ως προστασία, ως ασπίδα, ως αυτοέκφραση. Τα καπέλα και οι μακριές γάντζες, τα φουλάρια, οι μεγάλες ζώνες και οι ασπρόμαυρες αντιθέσεις έγιναν η σφραγίδα της.
Ο Ralph Lauren, που συχνά συνδέεται με την αισθητική της Annie Hall, είχε πει πως «η Diane δεν φόρεσε το στυλ μου, εγώ εμπνεύστηκα από εκείνη». Κι αυτό συνοψίζει την ουσία της: δεν υπήρξε ποτέ “μούσα” κάποιου σχεδιαστή, αλλά πηγή έμπνευσης για γενιές δημιουργών, από τον Thom Browne έως τη Jenna Lyons.
Η Diane Keaton δεν ακολούθησε ποτέ τις τάσεις, τις αγνόησε με χάρη. Προτιμούσε τα ρούχα που την έκαναν να νιώθει ασφαλής: ζιβάγκo που αγκάλιαζαν τον λαιμό, πολλές στρώσεις υφασμάτων, ακόμα και δύο φούστες μαζί, όπως είχε φορέσει στα Όσκαρ του 1978. Όπως έγραφε η ίδια στο βιβλίο της Let’s Just Say It Wasn’t Pretty, «τα ρούχα ήταν η πανοπλία μου, ένα οχυρό μέσα στο οποίο ένιωθα ελεύθερη».
Με τα χρόνια, η Keaton αποτέλεσε σύμβολο αυθεντικότητας. Σε έναν κόσμο όπου οι περισσότερες σταρ συνεργάζονται με ολόκληρες ομάδες στιλιστών, εκείνη συνέχισε να ντύνεται μόνη της, επιλέγοντας κομμάτια που έλεγαν μια προσωπική ιστορία. Για εκείνη, το ντύσιμο δεν ήταν θέμα ματαιοδοξίας, αλλά πράξη αυτογνωσίας.
Το στιλ της υπήρξε πρόδρομος πολλών κινημάτων της μόδας και στη συνέχεια trends. Από την “coastal grandma” αισθητική των ταινιών της Nancy Meyers μέχρι τη σύγχρονη λατρεία για το “quiet luxury”, οι ρίζες βρίσκονται εκεί - στις καθαρές γραμμές, στην πειθαρχημένη απλότητα και στην εσωτερική δύναμη που απέπνεε.
Η Diane Keaton απέδειξε ότι η μόδα, όταν είναι προσωπική, γίνεται διαχρονική. Δεν υπέκυψε ποτέ στην επιδεικτικότητα του κόκκινου χαλιού ούτε στην ανάγκη να αποδείξει κάτι. Το στιλ της δεν ήταν για πώληση, και γι’ αυτό ακριβώς ήταν ανεκτίμητο.
Στην εποχή των influencers και των brand ambassadors, εκείνη παρέμεινε μια αυτόνομη δημιουργός εικόνας - μια γυναίκα που δεν άφησε τη μόδα να τη διαμορφώσει, αλλά τη διαμόρφωσε η ίδια. Και αυτό, περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, είναι η κληρονομιά της.
