Σοκ έχει προκαλέσει στις Ηνωμένες Πολιτείες η άγρια δολοφονία της 23χρονης Ουκρανής πρόσφυγα Ιρίνα Ζαρούτσκα μέσα σε συρμό του μετρό στη Σάρλοτ της Βόρειας Καρολίνας. Το περιστατικό σημειώθηκε στις 22 Αυγούστου, όταν ο 34χρονος Ντεκάρλος Μπράουν επιτέθηκε απρόκλητα με μαχαίρι στη νεαρή γυναίκα, τραυματίζοντάς την θανάσιμα στον λαιμό.
Η Ζαρούτσκα, που είχε εγκαταλείψει το Κίεβο το 2022 για να γλιτώσει από τον πόλεμο και ζούσε στις ΗΠΑ με την οικογένειά της, κατέρρευσε μπροστά στα έντρομα βλέμματα των συνεπιβατών. Οι εικόνες που κατέγραψαν οι κάμερες ασφαλείας σοκάρουν: επιβάτες παραμένουν ακίνητοι, άλλοι κοιτούν αλλού, ενώ κανείς δεν επεμβαίνει ούτε για να ακινητοποιήσει τον δράστη ούτε για να προσφέρει πρώτες βοήθειες. Ο Μπράουν εγκατέλειψε τον συρμό στον επόμενο σταθμό και συνελήφθη λίγο αργότερα· κατηγορείται για ανθρωποκτονία πρώτου βαθμού.
Η στάση των επιβατών έχει ανοίξει έναν έντονο δημόσιο διάλογο στις ΗΠΑ γύρω από την κοινωνική απάθεια απέναντι στη βία. Η εικόνα μιας νεαρής γυναίκας που επιβίωσε από τις βόμβες στο Κίεβο για να βρει τον θάνατο μπροστά σε δεκάδες αμέτοχους αυτόπτες μάρτυρες έχει μετατραπεί σε σύμβολο.
Τι είναι το «φαινόμενο του θεατή» (bystander effect)
Αυτό που συνέβη στο μετρό της Σάρλοτ δεν είναι μεμονωμένο. Οι ψυχολόγοι εδώ και δεκαετίες μιλούν για το «φαινόμενο του θεατή» (bystander effect): όσο περισσότεροι άνθρωποι είναι παρόντες σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, τόσο μειώνονται οι πιθανότητες να δράσει κάποιος.
Η θεωρία αναδείχθηκε τη δεκαετία του 1960, μετά τη δολοφονία της Κίττυ Τζενοβέζε στη Νέα Υόρκη. Αν και αργότερα αποδείχθηκε ότι ο τρόπος που είχε παρουσιαστεί τότε η ιστορία της Τζενοβέζε ήταν βασισμένος σε ψευδείς ειδήσεις (περισσότερα για αυτό παρακάτω), το περιστατικό έγινε σημείο αναφοράς για την κατανόηση της ανθρώπινης αδράνειας μπροστά στη βία. Το bystander effect είναι πραγματικό, αλλά το παράδειγμα της Genovese δεν είναι το καλύτερο.
Οι ερευνητές Bibb Latané και John Darley απέδειξαν με πειράματα ότι το φαινόμενο οφείλεται κυρίως σε τρεις παράγοντες:
- Διάχυση της ευθύνης: «ας το κάνει κάποιος άλλος».
- Κοινωνική συμμόρφωση: όταν όλοι γύρω μας μένουν αδρανείς, τείνουμε να θεωρούμε ότι δεν πρέπει να δράσουμε.
- Ασάφεια της κατάστασης: σε ένα χαοτικό σκηνικό, πολλοί διστάζουν επειδή δεν είναι βέβαιοι τι ακριβώς συμβαίνει ή επειδή φοβούνται ότι μπορεί να γίνουν κι εκείνοι θύματα.
Το αποτέλεσμα είναι τραγικό: σε στιγμές όπου κάθε δευτερόλεπτο μετρά, η ανθρώπινη ζωή αφήνεται στην τύχη.
Μπορεί να αποφευχθεί;
Οι ειδικοί σημειώνουν ότι η ενημέρωση και η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα για να σπάσει ο κύκλος της απάθειας. Εκστρατείες ευαισθητοποίησης σε πανεπιστήμια και οργανισμούς έχουν δείξει ότι όταν οι πολίτες κατανοούν το φαινόμενο, είναι πιο πιθανό να δράσουν.
Επιπλέον, οι αρχές τονίζουν ότι η δράση δεν σημαίνει πάντα σωματική παρέμβαση: μπορεί να είναι η άμεση κλήση της αστυνομίας, η ενεργοποίηση του συναγερμού ή το να φωνάξουμε καθαρά σε κάποιον «εσύ, βοήθησέ την». Η στοχοποίηση ενός συγκεκριμένου ατόμου περιορίζει τη «διάχυση της ευθύνης» και αυξάνει τις πιθανότητες αντίδρασης.
Η δολοφονία της Ιρίνα Ζαρούτσκα ανέδειξε με τον πιο βίαιο τρόπο μια σκληρή αλήθεια: πολλές φορές, η σιωπή και η αδράνεια γύρω από το έγκλημα είναι σχεδόν τόσο καταστροφικές όσο και η ίδια η πράξη.
Τι συνέβη πράγματι στην Κίττυ Τζενοβέζε
Όσοι ασχολείστε με την ψυχολογία, τις κοινωνικές επιστήμες ή το true crime, θα έχετε σίγουρα ακούσει την ιστορία της Κίττυ Τζενοβέζε. Η 28χρονη γυναίκα δολοφονήθηκε τον Μάρτιο του 1964 στη Νέα Υόρκη, και ο μύθος λέει ότι επί μισή ώρα δεχόταν μαχαιριές, ενώ 38 μάρτυρες παρακολουθούσαν απαθείς από τα παράθυρά τους. Η εικόνα αυτή έγινε θρυλική και χρησιμοποιήθηκε για να ερμηνεύσει το λεγόμενο bystander effect.
Ωστόσο, η αλήθεια είναι πολύ πιο σύνθετη και πολύ λιγότερο «καθαρή» από το διδακτικό αφήγημα που πέρασε στα εγχειρίδια. Δεν υπήρξαν ποτέ 38 αδρανείς μάρτυρες. Κάποιοι άκουσαν φωνές, χωρίς να έχουν καθαρή εικόνα του τι συμβαίνει. Άλλοι κάλεσαν την αστυνομία, αλλά σε μια εποχή χωρίς τριψήφιο αριθμό έκτακτης ανάγκης, η διαδικασία ήταν χρονοβόρα και αναξιόπιστη. Και το σημαντικότερο: μια φίλη της Κίττυ, η Σοφία Φεράρ, έτρεξε να την αγκαλιάσει, παρά τον κίνδυνο, κρατώντας την ζωντανή μέχρι να φτάσει το ασθενοφόρο.
Η παραπληροφόρηση ξεκίνησε λίγες μέρες αργότερα, όταν οι New York Times μετέτρεψαν την υπόθεση σε πρωτοσέλιδο: «38 άνθρωποι είδαν μια δολοφονία και δεν έκαναν τίποτα». Το αφήγημα ταίριαζε γάντι στο κλίμα της δεκαετίας, που ήθελε τη μεγαλούπολη να γεννά αποξένωση και αστική αδιαφορία. Στην πραγματικότητα, ήταν περισσότερο δημοσιογραφική υπερβολή παρά ακριβής περιγραφή. Το ίδιο το bystander effect όντως μελετήθηκε αργότερα, αλλά με ελεγχόμενα κοινωνικά πειράματα και όχι βάσει του εγκλήματος της Τζενοβέζε.
Η ιστορία της Κίττυ, αν διδάσκει κάτι, είναι λιγότερο για την ατομική αδράνεια και περισσότερο για το πώς τα ΜΜΕ μπορούν να χτίσουν έναν μύθο, να τον παγιώσουν στην κοινή γνώμη και να τον μετατρέψουν σε «επιστημονικό παράδειγμα». Και πέρα από αυτό, φωτίζει και μια άλλη πτυχή της Νέας Υόρκης του ’60: μια κοινωνία όπου η ομοφυλοφιλία ήταν έγκλημα (η Κίττυ και ένας από τους βασικούς μάρτυρες ήταν ομοφυλόφιλος σε μια εποχή που ήταν παράνομο και το να καλέσει την αστυνομία θα του επέφερε νομικά προβλήματα. Τελικα την κάλεσε), η ενδοοικογενειακή βία «ιδιωτική υπόθεση» και οι αστυνομικές αρχές συχνά διεφθαρμένες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η Κίττυ Τζενοβέζε βρέθηκε διπλά ευάλωτη, όχι μόνο απέναντι στον δολοφόνο της, αλλά και απέναντι στους θεσμούς που έπρεπε να την προστατεύσουν.

