Η Michaela «Michi» Benthaus είναι 33 ετών, Γερμανίδα μηχανικός αεροδιαστημικής και μηχατρονικής στον European Space Agency και, πλέον, η πρώτη γυναίκα που χρησιμοποίησε αναπηρικό αμαξίδιο και ταξίδεψε πέρα από τη Γραμμή Kármán — το συμβατικό όριο του Διαστήματος, στα 100 χιλιόμετρα πάνω από την επιφάνεια της Γης. Ένα ορόσημο όχι μόνο τεχνολογικό, αλλά και βαθιά πολιτικό με την ουσιαστική έννοια του όρου: ποιος έχει δικαίωμα να ονειρεύεται το Διάστημα.
Η ιστορική πτήση πραγματοποιήθηκε το Σάββατο (20/12) το πρωί, με κάψουλα New Shepard της Blue Origin, από τις εγκαταστάσεις της εταιρείας κοντά στο Van Horn του Τέξας. Η αποστολή, με την ονομασία NS-37, ήταν η 16η υποτροχιακή πτήση διαστημικού τουρισμού της εταιρείας που ίδρυσε ο Jeff Bezos, με στόχο –τουλάχιστον στα χαρτιά– να ανοίξει την εμπειρία του Διαστήματος και σε ανθρώπους που δεν μοιάζουν με το κλασικό στερεότυπο του αστροναύτη.
Για την ίδια τη Benthaus, το ταξίδι αυτό δεν ήταν ποτέ αυτονόητο. «Πάντα ήθελα να πάω στο Διάστημα, αλλά δεν το θεωρούσα κάτι που θα μπορούσα πραγματικά να κάνω», είχε πει σε συνέντευξή της στο CNN πριν από την πτήση. Κάποτε αναρωτιόταν αν το Διάστημα είναι «μόνο για ανθρώπους που έχουν ακρωτηριασμό στο πόδι αλλά μπορούν ακόμη να περπατήσουν λίγο», προσθέτοντας: «Ίσως μια κάκωση νωτιαίου μυελού να είναι απλώς υπερβολικά “βαριά” αναπηρία».
Η ζωή της άλλαξε το 2018, όταν τραυματίστηκε σοβαρά σε ατύχημα με mountain bike και υπέστη κάκωση νωτιαίου μυελού. Από τότε, η Benthaus δεν εγκατέλειψε την περιπέτεια· απλώς τη μετέφρασε αλλιώς. Εστίασε ακόμη περισσότερο στη μηχανική και στην έρευνα, αναζητώντας προκλήσεις που μπορούσε να κατακτήσει χρησιμοποιώντας αναπηρικό αμαξίδιο. Το Διάστημα, αντί να απομακρυνθεί, έγινε πιο έντονος στόχος.
Η πτήση της με το New Shepard διήρκεσε περίπου δέκα λεπτά. Ο πύραυλος επιτάχυνε σε ταχύτητα πάνω από τρεις φορές την ταχύτητα του ήχου, μεταφέροντας την Benthaus και τους πέντε συνεπιβάτες της πέρα από τη Γραμμή Kármán. Στο υψηλότερο σημείο της τροχιάς, οι επιβάτες βίωσαν λίγα λεπτά μικροβαρύτητας — το χαρακτηριστικό «δώρο» αυτών των πτήσεων.
Για να μπορέσει να κινηθεί με ασφάλεια στη φάση της έλλειψης βαρύτητας, η Benthaus είχε σχεδιάσει να χρησιμοποιήσει έναν ειδικό ιμάντα που θα κρατούσε τα πόδια της δεμένα καθώς θα σηκωνόταν από το κάθισμά της για να κοιτάξει τη Γη από το παράθυρο. Δεν ήταν η πρώτη φορά που δοκίμαζε μικροβαρύτητα, καθώς την είχε ήδη βιώσει σε παραβολική πτήση εκπαίδευσης με αεροσκάφος. Γι’ αυτό, όπως είχε εξηγήσει, την ενδιέφερε περισσότερο η πανοραμική θέα του πλανήτη παρά τα ακροβατικά μέσα στην καμπίνα.
Μετά την προσγείωση, επιβεβαίωσε ότι ο ιμάντας «δούλεψε πολύ καλά» και η εμπειρία ξεπέρασε τις προσδοκίες της. «Λάτρεψα πραγματικά τη θέα και τη φάση της μικροβαρύτητας, αλλά αγάπησα και όλη τη διαδικασία της ανόδου», είπε. «Ήταν απίστευτο να νιώθεις κάθε στάδιο της εκτόξευσης».
Η πτήση, ωστόσο, δεν είναι ποτέ απολύτως ήπια. Κατά την κάθοδο, η κάψουλα μπορεί να υποβάλει τους επιβάτες σε έντονες δυνάμεις επιτάχυνσης, έως και 5G. Υπήρχε μάλιστα αβεβαιότητα για το αν η Benthaus θα μπορούσε να επιστρέψει στο κάθισμά της χωρίς βοήθεια. Για αυτό τον λόγο, μαζί της πέταξε ο Hans Koenigsmann, πρώην στέλεχος της SpaceX και φίλος της, εκπαιδευμένος να παρέμβει αν χρειαζόταν. «Δεν περίμενα να είναι τόσο έντονο, για να είμαι ειλικρινής. Ήταν πιο έντονο απ’ όσο φανταζόμουν», δήλωσε μετά την πτήση. «Οι κινήσεις είναι πιο αργές, αλλά πολύ πιο δυνατές».
Η αποστολή είχε και φιλανθρωπικό σκέλος: η Benthaus συγκεντρώνει χρήματα για την οργάνωση Wings for Life, που χρηματοδοτεί έρευνες για κακώσεις νωτιαίου μυελού. Και το μήνυμα της πτήσης της δεν πέρασε απαρατήρητο. Ο Jared Isaacman, δισεκατομμυριούχος επιχειρηματίας της τεχνολογίας και νέος διοικητής της NASA, έγραψε σε ανάρτησή του: «Συγχαρητήρια, Michi! Μόλις ενέπνευσες εκατομμύρια ανθρώπους να κοιτάξουν ψηλά και να φανταστούν τι είναι δυνατό».
Σε μια εποχή όπου το Διάστημα κινδυνεύει να γίνει παιδική χαρά δισεκατομμυριούχων, η πτήση της Michaela Benthaus λειτουργεί σαν υπενθύμιση: η πρόσβαση δεν είναι απλώς τεχνικό ζήτημα. Είναι ζήτημα φαντασίας, σχεδιασμού και πολιτικής βούλησης. Και, καμιά φορά, το πιο ριζοσπαστικό πράγμα που μπορείς να κάνεις είναι να εμφανιστείς εκεί όπου σου είχαν πει –σιωπηρά ή φωναχτά– ότι δεν ανήκεις.
